Ο πολύ γρήγορος οδηγός, ο γκαζοφονιάς.
- Πάτα φρένο ρε, δεν το βλέπεις το φανάρι που είναι κόκκινο; Εντάξει είσαι γκαζάκιας αλλά μη μας σκοτώσεις κιόλας!
Ο πολύ γρήγορος οδηγός, ο γκαζοφονιάς.
- Πάτα φρένο ρε, δεν το βλέπεις το φανάρι που είναι κόκκινο; Εντάξει είσαι γκαζάκιας αλλά μη μας σκοτώσεις κιόλας!
Βλέπε και καυλόγκαζο.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι να πετάει μπουκάλια στην αστυνομία και σε άλλους στόχους κατά την διάρκεια συγκρούσεων. Σχετικά λήμματα: γκαζάκιας, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.
- Ενώ είχε συμφωνηθεί η πορεία να είναι ειρηνική, βρέθηκε ένας μπουκαλάκιας, έκανε τη μαλακία του και μας πέθαναν οι μπάτσοι στα χημικά!
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ο εθισμένος σε ενέσιμες ναρκωτικές ουσίες πρεζάκιας που έχει γεμίσει με τρύπες το σώμα του επειδή βαράει ενέσεις, ο τοξότης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που λέει συνεχώς μάλιστα, μάλιστα κύριε, δηλαδή ο γιέσμαν, ο νενέκος, ο ναισεολατζής, ο ναιναίς, ο μαλιστάς, ο μειοδότης, ο εθελόδουλος, ο οσφυοκάμπτης.
(Γύρω από το δημοψήφισμα Ιουλίου 2015 στην Ελλάδα χρησιμοποιείτο διχαστικά για να στιγματίσει τους οπαδούς του Ναι, σε αντίθεση με τους οπαδούς του Όχι, πλέον όμως αφότου και το ίδιο το κυβερνών κόμμα του Όχι πρότεινε το δικό του Αριστερόνιο (Αριστερό Μνημόνιο) και ζήτησε την έγκρισή του από τη Βουλή, οι μαλιστάκηδες είναι μάλλον ενωτική κατηγορία, περιλαμβάνοντας σχεδόν όλους τους βουλευτές και πολιτικούς πλην ΛαΚΚΕδαιμονίων και κάποιων ακόμη).
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που συνηθίζει τις μπουρδελότσαρκες σε οίκους ανοχής και του έχει γίνει πάθος και έξη.
Αν το λάβουμε με τη στενή σημασία ότι ο μπουρδελάκιας πηγαίνει μόνο σε μπουρδέλα, τότε μιλάμε για έναν άντρα περισσότερο λαϊκής καταγωγής και χαμηλής οικονομικής υποστάθμης που θα δώσει ένα μικροποσό (ξερωγώ καμιά εικοσαριά Ευρώ με κάποια πάνω-κάτω απόκλιση) για να επισκεφθεί παρακμιακό κωλοχανείο, σε αντίθεση με τον στουντιάκια που θα αναζητήσει μία στοιχειωδώς κυριλέ φάση σε στούντιο. Όμως άντρας που δεν έφαγε στη μάπα τον σοβά της οροφής μπουρδέλου υπό κατάρρευση, δεν είναι άντρας. Ως άλλος Μάρκο Πόλο, ο μπουρδελάκιας εξερευνεί τους δρόμους του Μεταξιού για να ικανοποιήσει το πάθος του, ενώ επιδεικνύει άφταστο ηρωισμό κατά τη γάμευση άθλιων μπαζόλων εκδιδομένων έναντι όχι ακριβού αντιτίμου. Για τον ηρωισμό αυτό συχνά ανταμείβεται και με παράσημα ανερχόμενος τη στρατιωτική ιεραρχία. Στην καφροσέξουαλ Ελλαδούλα μας, όμως, δυστυχώς οι ερωμένες του μπουρδελάκια είναι συχνά θύματα trafficking.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για πολιτικό (ή και γενικότερα για ασχολούμενο με πολιτική ή/και οικονομία) ο οποίος γουσταίρνει τα Μνημόνια και τις μνημονιακές υποχρεώσεις.
Θα μπορούσαμε, ίσως, με βάση τη συνέπειά τους, να διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες μνημονιάκηδων.
Η πολιτική σλανγκιά είναι ήδη καταγεγραμμένη στη Βικούλα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η Βικούλα μας παίρνει την πρωτιά. (Αιδώς Σλανγκείοι!).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που χτίζει αυθαίρετα σε μη επιτρεπόμενους τόπους.
Got a better definition? Add it!
Ο ανώμαλος, αυτός που έχει παρεκκλίσεις.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο χορταρέας, δηλαδή κατά τον προσφυή ορισμό του Γεωργίου Ζάκκου, "η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού".
Στο Ιντερνέτι το βρίσκω και σε μία περίπτωση που φαίνεται να συνδέεται με το έτερο γρασίδι, ήτοι το γκαζόν του ποδοσφαιρικού γηπέδου, οπότε φαίνεται να σημαίνει τον πωρωμένο - καμένο με το ποδόσφαιρο ή τον ποδοσφαιριστή. Είναι εξάλλου και παρωνύμιο παράγοντα ποδοσφαιρικής ομάδας όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον γούγλη.
ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει χούι να ρωτάει συνέχεια για τα πάντα, και γίνεται έτσι μεγάλος σπασαρχίδης.
Got a better definition? Add it!