Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.
— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...
Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.
— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...
Got a better definition? Add it!
Γάιδαρος, ο. Τοπικός χαρακτηρισμός από την Κάσο.
Όπως λέει και ένα κασιώτικο παραδοσιακό τραγούδι, «ρίχνω του γάρου άχυρα».
Got a better definition? Add it!
Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.
- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!
Got a better definition? Add it!
Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.
Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.
Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.
Βλ. και αξεθέρμιστα
Got a better definition? Add it!
Ο τρελός στα χιώτικα!
-Θα πάω για κατάδυση!!!
-Καλά λωλή είσαι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.
Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.
- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.
Got a better definition? Add it!