Further tags

(Ceci n'est pas slang)

Eίμαι offline: Το instant messaging (IM), ξεκίνησε μέσα στα γραφεία των μεγάλων εταιρειών των ΗΠΑ κατά το 1960 για να επικοινωνούν οι εργαζόμενοι σε αυτές μέσω του υπολογιστή τους με τους συναδέλφους τους. Χρησιμοποιώντας το τοπικό δίκτυο της εταιρείας (αφού όλοι οι υπολογιστές ήταν συνδεδεμένοι στον ίδιο server), οι υπάλληλοι μπορούσαν να στέλνουν μικρά γραπτά μηνύματα σε πραγματικό χρόνο (real-time) στους συνεργάτες τους. Και αυτό δεν ήταν λίγο, καθώς οι αποστάσεις απο γραφείο σε γραφείο παραήταν μεγάλες για να μπορούν να χάνουν τον χρόνο τους οι υπάλληλοι για να πάνε να πούνε κάτι στο John στην άλλη μεριά.

Λίγο αργότερα όμως, με την ανάπτυξη του διαδικτύου, το IM εξελίχθηκε μαζί του. Ξέφυγε από τα πεδία των επιχειρήσεων, και μετατράπηκε σε ένα ανοιχτό μέσο real-time επικοινωνίας για όλους τους κατοίκους του πλανήτη που έχουν σύνδεση στο παγκόσμιο ιστό. Η ιστορία είναι στην Βικούλα, αλλά η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας, αφού την ζούμε κάθε μέρα. Ποιος δεν έχει msn ή δεν έχει μιλήσει σε chat; Για να μην επεκταθώ στην γενικότερη κοινωνική δικτύωση, τούτονε εδώ τον διάολο και χάσω την μπάλα εντελώς. Εγώ για το msn θέλω να πω. Στο οποίο ως γνωστόν για να συνομιλήσεις με κάποιον πρέπει πρώτα αμοιβαία να έχετε επισυνάψει μια ιδεατή σύνδεση, να τον κάνεις add τον άνθρωπο δηλαδή, όπως πολύ ωραία μας τα λένε και οι τρεις ορισμοί.

Αφού λοιπόν λογαριασμό για msn έχουν πια όλοι, και μοιράζουμε το mail μας δεξιά και αριστερά, κάνουμε κατά καιρούς add και άτομα που το μετανιώνουμε. Διότι πολύ απλά κάθε φορά που μας ανοίγουν κουβέντα μας ζαλίζουν τα αρχίδια. Μπορεί να ζητάνε συνεχώς πράγματα, χάρες, βοήθεια, ή για προσωπικούς λόγους δεν θέλουμε να έχουμε επαφή πλέον, είτε απλά επειδή ξεκινάνε συνεχώς βαρετές συζητήσεις κάπως έτσι:

- ela re ti leei;
- (....)
[I]- EEEEEeee! eisai ekei;
- Ela exeza. Gia pes
- ti leei, ti kaneis;
- Kala.
- ola kala;
- Nai.
- i douleia/sxoli/zwi pws paei;
- Kala.[/I]

Se kaue... εχμ, σε κάθε περίπτωση πάντως είναι φάσεις που θέλουμε να αποφεύγουμε. Όμως, αν και για τις ακραίες περιπτώσεις μας παρέχεται η δυνατότητα του delete ή του block, ντρεπόμαστε να την χρησιμοποιήσουμε. Οπότε τι κάνουμε;
Είμαστε στο PC μας, μέσα στο msn, με την επιλογή να φαινόμαστε εκτός σύνδεσης (appear offline). Μπαίνουμε όλοι offline αρκετά συχνά πια, καθώς όλοι θέλουμε μεν να ξέρουμε ποιοι είναι μέσα, χωρίς όμως να μας βλέπουν και οι άλλοι και να μας ενοχλούν. Έτσι μιλάμε μόνο σε όποιον θέλουμε εμείς, αποκαλύπτοντας τον αόρατο μανδύα στον άνθρωπό μας. Έτσι λοιπόν το λήμμα δεν λέγεται ή γράφεται απλά ως λέξη, αλλά εκτελείται ως πράξη. Αλλά όχι μόνο.

«Μπες, θα είμαι offline!»: Αυτό το λέμε και face-to-face, και στην πραγματική ζωή, σε κάποιον/α που θα θέλαμε να μιλήσουμε κάποια στιγμή αργότερα στο msn. Έτσι, θα ξέρει ότι παρ' όλο που το status θα δείχνει offlline, εμείς θα είμαστε εκεί.

Ένα πρόβλημα είναι ότι άμα δεν προσέχεις σε ποιους αποκαλύπτεις την συνήθεια σου, σε λίγο θα σε μάθουν και κάθε μέρα θα ανοίγεις το PC με 2-3 «ela, eisai ekei;» που στάλθηκαν στις 02:20 μετά τα μεσάνυχτα. Ή φυσικά σε ψαρεύουν ενώ είσαι όντως μέσα, αλλά κανείς δεν μπορεί να σε κατηγορήσει οτι τον αγνοείς :)
Προβλήματα μπορεί να προκύψουν εάν ο αντίπαλος μπαίνει από Linux, αλλά αυτοί είναι λίγοι, ευτυχώς!

Αυτά θαρρώ στο msn. Από facebook δεν γνωρίζω τι παίζεται, δεν έχω ;)

IM: (Και εκεί που νομίζεις οτι λείπει...)
- Ela!pare mia tin anafora gia to 2o stadio pou mou zitises.
- Offline mpaineis re mouni;

Real Life: (Μεσημεράκι, σχόλασμα)
- Τι θα κάνεις μετά;
- Σπίτι, θα κάτσω λίγο, μπορεί να αράξω.
- Α, να σου στείλω και το msn εκείνο το βίδεο απο χθές!
- Μπες, θα είμαι offline!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει την πλήρη απώλεια επικοινωνίας στην οποία έχει περιέλθει ένα άτομο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επικοινωνία μαζί του. Η κατάσταση «οφλάιν» συνδέεται άρρηκτα με την προσωρινή προβληματική εγκεφαλική επεξεργασία, που συνήθως οφείλεται είτε:

  • Στην άγνοια του ατόμου επί του θέματος, ή
  • Στην ανεπαρκή αντιληπτική λειτουργία, ως νομοτελειακό επακόλουθο μιας προηγηθείσας κατάστασης νιρβάνας.

    Πατέρες του λήμματος είναι οι nerds που περνούν αναρίθμητες ώρες στα netcafe cyber-iάζοντας, και παραλληλίζουν την ανικανότητα κάποιου να γίνει δέκτης πληροφοριών με αυτή ενός αποσυνδεδεμένου από το internet υπολογιστή.

  1. - Έχω παπάδες... πάμε για προ...;
    - Προ...; μα δεν έχουμε playstation...
    - Omg ρε μαν... είσαι οφλάιν τελείως... να πιούμε κάνα γάρο εννοώ...

  2. - Πωωω , φίλε!! Βγήκε το ironman 2, πάμε να το δούμε;;
    (ξύπνημα από φάση νιρβάνας) - Εεεεε; τι είπες ρε ;
    - Καλά... άσ' το... τσάμπα χάνω τα λόγια μου... εσύ είσαι οφλάιν...

(από Galadriel, 12/10/11)

βλ. και σιζοφλάει, οφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις θέασης κάποιας πολύ όμορφης και θελκτικής γυναίκας.

Προέρχεται από την πασίγνωστη κίνηση «Αγιούγκεν» των Ryu και Ken στο βιντεοπαιχνίδι πολεμικών τεχνών Street Fighter, κατά την οποία ο ήρωας ίπταται από κάτω προς τα πάνω με σηκωμένο το χέρι του, δημιουργώντας έτσι μια ακατανίκητη γροθιά. Αν φανταστείτε τεντωμένο το μεσαίο δάχτυλο αντί για γροθιά, θα καταλάβετε την προέλευση της φράσης.

- Ρε φίλε, κοίτα έναν απίστευτο μούναρο!
- Μαλάκα, έλεος! Θέλω να της κάνω αγιούγκεν με κωλοδάχτυλο, και μετά να της τον περτσινώσω.

Street fighter Alpha 2. Πιο πρόσφατη έκδοση από την κλασική αλλά το ίδιο είναι. (από patsis, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιντερνετικό σύμβολο @, γνωστό στην Ελλάδα ως παπάκι.

Πιθανότατα από τον ιντερνετικό όρο @@ για τα αρχίδια. Συνήθως χρησιμοποιείται αλλαξοκωλιστί με τον όρο παπάρι. Χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο και ως @ρχίδι.

Νεολογισμός που χρησιμοποιείται και καλά από άτομα με χούμορ ως χαριτωμενιά. Συνήθως κανείς δεν γελάει, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει τον λέγοντα σε σοβαρά υπαρξιακά προβλήματα ή και σε αυτοψυχοψάξιμο, αλλά αυτό δεν μας αφορά καθόλου.

- Και πού θα βρω παρακαλώ πιο πολλές πληροφορίες;
- Τσέκαρε το σαιτ μου, τρία κωλαράκια, τελεία, matziris, τελεία, κομ, ή στείλε μου μήνυμα στο matziris αρχίδι γιαχού κομ.
- Άσ' τ’ αρχίδια-μύδια ρε παίκτη, κόψε τα ξανθά και μίλα σαν αθρώπας ρε σπασοκλαμπάνια, μην σου γαμήσω το ταμτιριρί!

(…μόνος, αργότερα, στο μπαρ…)
- Μα τι είπα; Γιατί όλοι με βρίζουν; Γιατί δεν έχω φίλους μπια, γιατί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.

- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά «το σύστημα φάτους όλους» ή «fatousolous». Ουδεμία σχέση με την ομώνυμη εκπομπή.

Ορισμοί:

  1. Ποδόσφαιρο ή άλλα ομαδικά αθλήματα:

Το σύστημα φάτους όλους είναι το συνώνυμο με το σύστημα «πάρτε τους τα σώβρακα«. Σύνηθες σύστημα σε προπονητές υψηλού επιπέδου (βλ. Αλέφαντος). Όταν αναφέρεται στη συνολική τακτική της ομάδας, σημαίνει «πατήστε τους». Όταν χρησιμοποιείται για την αμυντική τακτική, σημαίνει «ή ο παίκτης ή η μπάλα» (κοινώς κατενάτσιο).

  1. Video games

Χαρακτηρίζονται fatousolous τα kill 'em all video / PC games, στα οποία ο παίκτης δεν σκέφτεται τίποτα, απλά εξολοθρεύει ό,τι κινείται στο τερέν, πατώντας το fire μέχρι εξαρθρώσεως του δακτύλου ή του πληκτρολογίου / χειριστηρίου.

  1. Επαγγελματική δραστηριότητα

Προσδιορίζει τον τρόπο δράσης του επαγγελματία ή της επιχείρησης, όταν οι επαγγελματικοί στόχοι επιτυγχάνονται πατώντας επί πτωμάτων.

  1. Μπείτε μέσα και παίξτε φάτους όλους. Δεν έχουνε ομάδα.

  2. Τα μπακ τα θέλω φάτους όλους. Μη δω κανέναν και φεύγει μπροστά!

  3. Ρε τι να αγοράσω για το PS3; Στρατηγικής ή fatousolous;

  4. Το doom; Κλασικό fatousolous. 3 Πληκτρολόγια έσπασα μέχρι να το τελειώσω.

  5. Ήταν φάτους όλους από την αρχή, γι' αυτό έγινε διευθύντρια σε 5 χρόνια.

  6. Ρε οι πολυεθνικές είναι φάτους όλους. Ρημάξανε την αγορά.

(από dimitriosl, 22/03/10)(από dimitriosl, 22/03/10)...honor y gloria a Pablo Garcia (από euripidisk, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της τηλεόρασης για την ηλεκτρονική παραποίηση:

  1. Χαρακτηριστικών συνεντευξιαζομένου μάρτυρα που καταθέτει είτε για άλλον είτε για τον εαυτό του, προς απόκρυψη χαρακτηριστικών και διασφάλιση της ανωνυμίας του (δίκην witness protection),

  2. Φυσιογνωμίας συλληφθέντος κατηγορουμένου, προ αμετακλήτου καταδίκης του, προκειμένου να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά του (πάλι καλά),

  3. Επιμάχων σημείων εντόνου περιεχομένου (π.χ. βίαιη σκηνή, κανα τσιμπουκάκι κλπ).

Θυμίζει την ηθικώτατη κάλυψη των καυτών λεπτομερειών στα «προσεχώς» ταινιών σεξ και βίας των παλιών σινεμάδων (π.χ. παλιά έβαζαν με πινέζες παπαζωτό ή συνασπισμούς στα στήθη και το γυονί της πορνοστάρ ή ακόμα και στα όπλα των καουμπόηδων).

Η προληπτική αυτολογοκρισία γίνεται για να μην εκτίθεται ο εικονιζόμενος (π.χ. να μην διασύρεται ο κατηγορούμενος, να μη φάνε λάχανο τον καρφή, να μην σκανδαλίζεται ο κοσμάκης και κυρίως για να μη φάει καμιά μηνυσούμπα το κανάλι, αν και ταυτόχρονα υποδηλώνεται τεκμήριο αληθοφάνειας της είδησης = λαυράκι = τηλεθέαση = λεφτά.

Η ηθελημένη μείωση της ποιότητας ανάλυσης της εικόνας του εμφανιζομένου (και άλλες γενικές), κάνει τη φάτσα του να μοιάζει με το παρδαλό μωσαϊκό που είχε το πάτωμα των παλιών σπιτιών μέχρι και το ’80 περίπου (μετά κυριάρχησε το πλακάκι).

Ειδικότερα, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια βαρύγδουπη αποκάλυψη (π.χ. υπάλληλος που γνωρίζει κύκλωμα λαδωμένων υπηρεσιών, μπάτσος που «δεν εγκρίνει τις πρακτικές συναδέλφων του» κλπ) ή από «πρώτο χέρι» καταγγελία (π.χ. «περίοικος που ζει την ζοφερή καθημερινότητα» των οίκων ανοχής κλπ), ή μια τηλε-ομολογία (π.χ. μετανοημένος πρεζάκιας που εξηγεί τα αίτια που τον ώθησαν στην τοξικομανία «για να βοηθήσει τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν πού μπλέκουν», μάνα ρέηβερ που βιώνει την απόγνωση της συγκατοίκησης με τζαζεμένο παιδί κλπ), αλλοιώνεται με τεχνικά μέσα το πρόσωπό του ή καμιά φορά και η φωνή του ή κάθεται ανάποδα σε μια πολυθρόνα και μετά τα ξερνάει όλα.

Συνήθως, τα μωσαϊκά προοιωνίζουν ένα εντελώς τετριμμένο (πια) παραμύθι (π.χ. ρεμούλες στο Δημόσιο, ναρκωτικά, αντιεξουσιαστές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, οικογενειακά δράματα κλπ), που ελάχιστα καθηλώνει την έσχατη επαρχιακή θείτσα.

Όπως εύστοχα παρατηρούν τα Ημισκούμπρια για τα αυξημένα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει μια αληθινή «κατάθεση ψυχούλας»:

[i]…Θ’ ακούσετε ιστορίες από σβέρκους κι από πλάτες, ηρωινομανείς, ορειβάτες, ζευγολάτες…
Μιζέρια-δυστυχία και πόνος τραγικός, όλα σας τα προσφέρουμε στο πακέτο του ενός! [/i]

Το μωσαϊκό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε εκπομπές «αβάσταχτης αλήθειας», που ξεκίνησαν με τη Μονογενή με συνταρακτικούς τίτλους σε στυλ «Φάκελλος Σατανισμός» κλπ (όπως και άλλες ομώνυμες φακελο -εκπομπές, που έτσι προδίδουν την πηγή των πληροφοριών τους), έπειτα μας πήρε από το χέρι ο Παπαρδέλλας να γνωρίσουμε τα άγνωστα παιδιά μας (είχαμε-δεν είχαμε), μετά μας ήρθε κι εκείνο το κουνάβι που ξετρυπώνει τους εξαφανισμένους (θένε-δε θένε), συνεχίσαμε με Γρανίτα και καταλήξαμε στη ρηαλητεία.

Οι μουσικές καταδίωξης, τα επιβλητικά headlines και τα τεχνικά τερτίπια των εκπομπών (χρώμα-ήχος-εφέ), έπειθαν την κυρα-Περμαθούλα να ψελλίσει «τιπεστώρα» και το μπάρμπα-Μπρίλιο ν’ ανακλαδιστεί «τσ-τσ τι γίνεται στον κόσμο», πριν κάνουν το σταυρό τους και πάνε για ύπνο. Αλλά μπαφιάσαμε πια…

Τη σήμερον ημέρα ελάχιστοι ψευτοχορταίνουν με μωσαϊκά και φορμάικες και το λαϊκό αίτημα είναι για όλο και περισσότερο ωμή «αλήθεια» (εννοείται μόνον η σκοτεινή πλευρά της που πουλάει, αφού υπάρχουν και θετικές πλευρές της πραγματικότητας, που θάβονται γι’ αυτό το λόγο), που θυμίζει τους Ρωμαίους θεατές της αρένας που επιζητούσαν ατόφια βία (π.χ. καταργώντας την δεξιοτεχνία των μονομάχων χάριν ενός πρωτόγονου πετσοκόμματος με μπρούτα εργαλεία), κατά την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας.

Έτσι, όλο και συχνότερα απαιτείται για να ψηθεί το φιλοτηλεθεάμον κοινό, να κατατίθενται τα «εν οίκω» στο Δήμο, για αποκομιδή (μαζί με τ' άλλα απορρίμματα).

Το σύγχρονο πέρασμα σε ολοένα και πιο εξευτελιστικές εκπομπές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας γραμμή από το αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο του ξεκωλιάσματος για τα φράγκα είναι ενδεικτικό της εποχής (π.χ. έρχομαι στο σπίτι / μαγαζί σου και σου τη λέω στεγνά, όλοι το βλέπουν κι εσύ κάνεις διαφήμιση ή παίρνεις κάποιο δώρο = βγάζεις λεφτά, έρχομαι να σε βοηθήσω ως «οικονομικός σύμβουλος» και σε κάνω ρόμπα δημοσίως για να ξελασπώσεις = βγάζεις λεφτά, παίζουμε παιχνίδι γνώσεων και σε ξεμπροστιάζω ότι είσαι ασχετίλα = βγάζεις λεφτά, «επαΐοντες» ξεφτιλίζουν νέα παιδάκια λαϊκής καταγωγής σε «διαγωνισμούς ταλέντων», που πάνε μπας και ξεφύγουν από τη μιζέρια νομίζοντας μαλακωδώς ότι θα μπουν στο πάνθεον της αναγνωρισιμότητας = βγάζεις λεφτά κλπ-κλπ). Μόνο που τώρα, η διαπόμπευση είναι face on αφού ο Μωσαϊκός Νόμος μας τελείωσε (καμπανάκι και μαλακίες δεν έχει)…

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το δάκρυ του ξεφτίλα πρωταγωνιστή, που όχι μόνο δεν τονε σώζει κανένα μωσαϊκό πια, ίσα-ίσα η κάμερα θα σπεύσει να ζουμάρει αδιάκριτα να τσακώσει τη γυαλάδα. No pain no gain…

Τα μαλακισμένα αντεπιχειρήματα της Υπερασπίσεως π.χ. άμα δε γουστάρεις ρε μάγκα άλλαξε κανάλι / σβήστη τη ρημάδα / αυτά θέλει ο κόσμος / ενήλικες είναι κι έχουν δώσει την συγκατάθεσή τους στην κατρακύλα- τί σε κόφτει; / οι χαζοί καλά περνάνε / κοίτα τη δουλειά σου κτλ, εξοβελίζουν τον διαμαρτυρόμενο στην (περαιτέρω) απομόνωση και την εξορία της γραφικότητας, καίτοι όλοι αυτοί (θύτες-θύματα) ψηφίζουν στις εκλογές.

Έχουμε οράμματα για τη σούφρα πολλών τέτοιων, αλλά δεν είναι της παρούσης…

  1. - Ρε συ, έχει αφιέρωμα για ουσίες στην Πλατεία! Αυτός που μιλάει ο Αρντανιάν είναι;
    - Δε μπορώ να καταλάβω, με το μωσαϊκό που του’ χουν βάλει στη μάπα
    - Απ’ τη φωνή μοιάζει κάπως, δε νομίζεις;
    - Σάμπως και τον έχω ακούσει ποτέ να μιλάει; Μόνο μουγκρίζει…

  2. - Κοίτα τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα βρε παιδί μου, ντροπή τελοσπάντων! Μα να βαράνε αλλοδαπούς κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας;
    - Καλά ρε μάνα εσύ τα μωσαϊκά περίμενες, για να πάρεις χαμπάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω video games, λήμμα που χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.

Νίκος:
- Θα έρθεις μαζί το βράδυ για ποτό; Θα είναι και ο φιδέμπορας μαζί!
Μιχάλης:
- Μπααα, θα αράξω σπίτι να μποτζάρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπότζα, -ες: Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και αναφέρεται στα παιχνίδια και ειδικότερα στα Βίντεο Γκέιμς σλανγκιστί.

Νίκος:
- Θα βάλεις κάρτα να λιώσουμε λίγο στο WOW;
Μιχάλης :
- Άσε ρε λάγιο, δεν πληρώνω για μπότζες πλέον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλεκτρική οικιακή συσκευή που φτιάχνει κρύο στιγμιαίο καφέ, τον γνωστό φραπέ.

Φραπέ = γαλλικό δάνειο από την μετοχή παρακειμένου frappe' του ρήματος frapper, χαρακτηριστική ονομασία που έχει δώσει γάλλικη εταιρία στην κρύα μορφή του πασίγνωστου στιγμιαίου καφέ που παράγει και εξάγει σε όλο τον κόσμο.

Φραπεδάιζερ < φραπέ, εξελληνισμένος φραπές/φραπεδιά/φραπόγαλο (με μεγάλη περιεκτικότητα σε γάλα)

Παλιότερη γενικευμένη λέξη αναφερόμενη σε μηχάνημα γενικής χρήσης για ανάδευση και άλλων πόσιμων ή βρώσιμων ουσιών: μίξερ (δάνειο από το αγγλικό mixer)

- Ρε κοπέλα μου, περιμένω τόση ώρα το φραπέ. Πότε λες να το φέρεις;
- Σόρρυ, ρε μωρό μου, χάλασε το φραπεδάιζερ και τον έφτιαξα στο χέρι.

Κι αυτό φραπεδάιζερ είναι... (από Khan, 25/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified