Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αφορά spam, που έρχεται σε απρόσκλητη επικοινωνία, συνήθως με σκοπό τις πωλήσεις ή την προώθηση ιδεών. Ενοχλητικός, γλοιώδης, 80s απατεώνας.

Είναι Spamστικό να μου υποδεικνύει κάποιος τι να αγοράσω.

βλ. και σπαμστικός, σπαμαρχίδας, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού no name (=δίχως όνομα).

Επειδή γραμμένο με κεφαλαία αποτελείται από γράμματα κοινά σε λατινικό κι ελληνικό αλφάβητο, εμφανίζεται (κι ενίοτε προφέρεται εντείνοντας μια κάποια σλανγκιά (;)) και σαν νονάμε.

Ίσως να φταίει που τα «anon», «anonymous» είναι κάπως φορτισμένα εδώ και καιρό, πάντως εμφανίζεται κατά κόρον σαν εσκεμμένα επιλεγμένο πλέον κι όχι αυτόματο νικ σε διάφορα σάιτια και νετικά φόρα.

Από εκεί μοιραία διέφυγε και στον προφορικό λόγο. Έτσι:

  • Αναφέρεται ενίοτε απαξιωτικά, σε οποιοδήποτε προϊόν (αν και κάπως συχνότερα για συσκευές, μαρτζαφλέρια κι ανταλλακτικά) άγνωστης κατασκευής και έως ύποπτης προέλευσης ή άγνωστης μάρκας που συχνότατα αποδεικνύεται πως είναι η αθάνατη, διαβόητη και υπεραγαπημένη από νεοφιλελεύθερους κατασκευαστές κι εμπόρους «μ’ έκαψες». Προσόν τους, τι άλλο, η ασυναγώνιστη τιμή.

Όχι βέβαια πως όλα τους είναι μούφες. Κάθε άλλο. Ενίοτε η σχέση ποιότητας-τιμής τα καθιστούν ιδανική επιλογή, ειδικά για ό,τι δεν φαίνεται. Εξού κι αποτελούν στόχο όχι μόνο κάθε φραγκοφονιά αλλά και κάθε χιπστερά που σέβεται το όνομά του.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο μωράκι ή ζωντανό υπονοεί χαριτολογώντας το ακόμη αβάφτιστο.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο υπονοεί κυρίως τον ασήμαντο, τον τυχάρπαστο, τον τίποτα, αυτόν που δεν τον ξέρει η μάνα του, τον εκάστοτε Πίου και χρησιμοποιείται συνήθως σαν αντιπαραβολή με κάποιον πασίγνωστο, αποδεδειγμένα ικανό και αποδεκτό απ’ όλους.

1.
«Βάλαμε δέκα ντουζίνες γκαζάκια στην υπηρεσία της επανάστασης και καταφέραμε να κάψουμε μόνο επτά αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον απογοητευτικό! Και να σκεφτείς πως ήταν το ντεμπούτο μας ρε λογοκρισία το...», φέρεται να έχει δηλώσει ο εγκέφαλος των αγνώστων σε γνωστή εφημερίδα. -«Φταίει ο λογοκρισία ο αρχηγός μας που είναι τσιγκούνης και αγόρασε νονέιμ γκαζάκια!» δήλωσε ένας από τους αγνώστους αφήνοντας να διαφανεί μια διασπαστική τάση στις τάξεις της «φλόγας» των γνωστών αγνώστων.

2.
Άκουσα ότι αυτός που την γαμάει τώρα είναι ο εγγονός του Μίσκου με τα μακαρόνια. Και από τότε τα έκοψα και παίρνω «Στέλλα» σιγά μην του παίρνω και τις καπότες … Πάρε νονέιμ ρε από το σούπερ μισή τιμή σχεδόν και ίδια ποιότητα.
(Ο συνειδητοποιημένος καταναλωτής αναφέρεται σε μια γνωστή Ελένη)

3.
Φίλε μου δεν είναι λογική αυτή. Δείχνεις σε έναν άπειρο που ζητά πληροφορίες να αγοράσει μια σχεδόν νονέιμ μούφα και να αρχίσει τις μόντες, χωρίς καν να του εξηγήσεις το σκεπτικό σου. Ειδικά αφού έχει διάθεση να δώσει και κάποια χρήματα και να πάρει κάτι καλό που θα τον βγάλει για χρόνια, αλλά ακόμα και αν θελήσει κάτι καλύτερο να μπορεί να το πουλήσει!

4.
-Αγοράκια δεν έχει αυτή;
-Ένα κι ένα.
-Δημήτρη και Μαρία;
-Όχι! Δήμητρα η μεγάλη και νονέιμο μικρός μέχρι το Πάσχα. (sic)

5.
Πώς να ασχοληθώ με τους δικούς μου παίκτες όταν ακούω ότι αγόρασε τον Μπελούτσι 12 εκ ευρώ; Εδώ ρε καρμίρηδες δεν δώσατε 6 εκ να πάρετε τον Ρουμπέρτο Κάρλος και έχετε πάρει κάτι νονέιμ που τους βγάζετε καλύτερους και από τον Μπέκαμ. Είμαι εναντίον των απατεώνων και των ηλιθίων και οι Ολυμπιακοί πληρούν και τα δυο κριτήρια.

6.
Στο Carrefour δίπλα στο Φάκτορυ στην Πειραιώς έχει Σόνυ, Σένσισερ και κάτι νονάμε 3 ευρώ έκαστο. Στον όροφο σε κάτι καλαθάκια. Ξεστοκάρουν διάφορα.

(Πλην του 4, όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάσης φύσεως λολ και καραλόλ υποκείμενο ή αντικείμενο που προκαλεί λόλες καθώς λολάρει πάνω από την Λολάνδη με το ροφλοκόπτερό του σπέρνοντας λολοκαύτωμα φορ τεχ λουλζ.

- Το αλλο λολαδι με το playstation, ηταν που ειχα δει φιλο μου να χρησιμοποιει ειδικο υγρο συντηρησης των CD γιατι χαλαγε η κονσολα.
(εδώ)

- ααααχαχαχαχαχαχα-κόψτε ρε έναν ''γιατρό'' που βρίζει χειρότερα από λιμενεργάτης...εσένα πρέπει να σε δει γιατρός λολάδι...για το φρενοκομείο είσαι σούμπιτος, πήρα τηλ. θα'ρθουν σε λίγο τα παληκάρια να σου περάσουν το σακάκι με τα μανίκια που δένουν από πίσω...
(εκεί)

- Εσυ θα σου αρεσε καθε χρονο που παιζεις ενα συγκεκριμενο ειδος παιχνιδιου να σε λεγαμε ολοι εδω μεσα λολαδι και οτι παιζεις μουφες;προσεχε λοιπον πως μιλας,και αν δεν σου αρεσει κατι δεν χρειαζεται να κατακρινεις ας μην σχολιαζεις καν!
(παραπέρα)

Lollandreou (από Vrastaman, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο στην «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» που προέκυψε από τον τσιπροκαμμένο συνασπισμό του τΣΥΡΙΖΑ με τους Ψεκασμένους Έλληνες.

Το λήμμαν προϋπήρχε των εκλογών τση 25ης Ιανουαρίου 2015, πρωκτοεμφανιζόμενο στο σλανγκρρ από τον Προφήτη Κχανκ (του Μεγαλόψυχου και Φιλεύσπλαχνου) το 2013.

1.
ο κ. Πάγκαλος σχολίασε με χιούμορ και τα περί… ΣΑΝΕΛ (συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητων Ελλήνων) λέγοντας πως του θυμίζει Μέριλιν Μονρόε, ωστόσο πρόσθεσε ότι «ο Τσίπρας και ο Καμμένος είναι γοητευτικά πρόσωπα αλλά όχι Μέριλιν».

2.
Υπέρ του Τσίπρα και ο τέως βασιλιάς. Ήταν ΣΑΝΕΛ (Συριζα+Ανελ) και μαζί με τον Κοκό γίνανε ΚΟΚΟ ΣΑΝΕΛ!

3.
Οι… ΣΑΝΕΛ κατακλύζουν το διαδίκτυο! Φωτιά στα κοινωνικά δίκτυα για τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητων Ελλήνων

4.
Τώρα σωθήκαμε! Ο Παπανδρέου στηρίζει την νέα συγκυβέρνηση των ΣΑΝΕΛ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, ο χαιρετισμός των προσκόπων.

Σλανγκικά, όταν πατάμε τα πλήκτρα Control+Alt+Delete για να προκαλέσουμε επανεκκίνηση του κολλημένου υπολογιστή μας ή να ξεπαγώσουμε κάποια γαμοεφαρμογή.

Πρόκειται για την σύγχρονη αντιμετώπιση ενός γόρδιου δεσμού, με ευρύτερες σλαγκικοκοινωνικές εφαρμογές πέραν της πληροφορικής. Εάν μια κουβέντα, μια σχέση, μια εργασία, ή οτιδήποτε άλλο έχει κολλήσει ή βρίσκεται σε αδιέξοδο, τότε ρίχνεις ένα ξεγυρισμένο χαιρετισμό των τριών δακτύλων και ξεκινάς με νέες βάσεις, ευελπιστώντας ότι το αποτέλεσμα θα είναι αυτή τη φορά καλύτερο!

- Ρε Πέρι αμάν πια με την μπάλα σου και στο γαμω-slang.gr σου με έχεις γράψει εντελώς! Δεν με ακούς που σου μιλάω, κουφός είσαι; Έχω ρέψει μαζί σου!

- Λίλιαν πότε είναι η τελευταία φορά που κάναμε σεξ; Ούτε παντρεμένοι να ήμασταν! Και ύστερα παραπονιέσαι ότι κοιτάω την Λάουρα!!! Τι απέγινε το αμαρτωλό που αγάπησα; Ή ρίχνουμε ένα χαιρετισμό των τριών δακτύλων, εδώ και τώρα, ή τον μπούλο αρμ!!!

Μπλουζάκι με μήνυμα (από poniroskylo, 20/01/09)

Δες και κοντροντιλιτάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.

-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!

Χάρτης της Μπουρκίνα Φάσο - η Ουαγκαντουγκού πρώτο τραπέζι πίστα (από poniroskylo, 13/03/09)

Βλ. και αντάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».

Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)

sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh

Ronaldinho91: lol what;

3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite

Ronaldinho91: Oh, ok then

Sit on it and rotate ! (από spydel, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified