Άνθρωπος σκωπτικός, καυστικός σαρκαστικός.

- Είσαι συ μια αγκαθίτσα, άπαπα...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, εκ του αγκαθιού ή, μάλλον, της αγκαθιάς (κάθε αγκαθωτό φυτό).

Από το υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 18.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.

Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.

-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε... -Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη αρουραίος, δηλ. ποντικός. Υποδηλώνει αναφορά σε τυπάκι - αλάνι - κάτοικο Ζαρουχλέικων Πατρών.

- Κοίτα, κοίτα το αρούρι ρε! Α ρε μινάρες ποντικοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Εκ του «αφηρημένος», αλλά, εν ευρεία έννοια βλάκας – παπάρας –άχρηστος και πάντα σε ουδέτερο (υποτιμητικό).

-Πήρες τηλέφωνο το Γιάννη να ‘ρθει;
-Ωχ! Το ξέχασα!
-Ω ρε! Mπίτι αφαιρεμένο είσαι ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουν τους πιτσιρικάδες με φτιαγμένα παπιά ή scooter, κυρίως στο νομό Ηλείας. Είναι ένα στάδιο που κάθε νεαρός περνάει με το πρώτο του όχημα και αν τον σημαδέψει ανεπανόρθωτα ο χαρακτηρισμός αυτός, όταν μεγαλώσει και αποκτήσει αμάξι θα γίνει ένας κάγκουρας.
Ετυμολογικά ίσως έχει σχέση με το γκατζόλι (το γαϊδούρι του Έβρου), δηλαδή το μηχανάκι με ό,τι του φορτώνει ο καθένας.

- Ρε τον γκάτζουρα, πώς το έκανε έτσι το παπί.

- Σκάσανε τα γκατζούρια.

- Το γκατζούρι μας πήρε τα αυτιά με την εξάτμιση-σωλήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπολιτσιώτικη λέξη: κυριολεκτική σημασία: είδος πτηνού
Μεταφορικά: άσχημη γυναίκα ή κάποιος που δεν κάνει σωστά τίποτα.

- Κοίτα πως στρινιάζει την μούρη της.
- Καλα, η γκόμενα είναι πολύ γκιώνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας... στην Καλαμάτα.

-Ρε με το γουδί που έχουμε μπλέξει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.

(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): tzagos.

Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πελοποννήσιος που είναι κάτω από το αυλάκι, ήτοι τον Ισθμό της Κορίνθου. Βλ. και απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.

Περπατώντας τη γη της Πελοποννήσου, δε γίνεται να μη συναντήσετε το δέντρο σύμβολο των Ελλήνων, την ελιά. Εκεί, το δέντρο αυτό φαίνεται να φυτρώνει παντού. Από τις ορεινότερες πλαγιές ως τις μεγάλες κοιλάδες. Το λάδι μοιάζει να είναι το βασικότερο συστατικό, ενώ δημοφιλή είναι και τα αγροτικά προϊόντα. Η Τσακώνικη μελιτζάνα από το Λεωνίδιο Αρκαδίας και οι αγκινάρες είναι από τα πιο δημοφιλή συνοδευτικά των κρεατικών. Τα μαυρομάτικα φασόλια είναι το αγαπημένα όσπρια σιγομαγειρεμένα με σέσκουλα, ενώ το λάχανο (στην Πελοπόννησο πιο γνωστό ως μάπα) συνδυάζεται τέλεια με τα παραδοσιακά Πελοποννησιακά πιάτα που περιλαμβάνουν το χοιρινό κρέας. Κάποιες από τις βασικές συνταγές που τιμούν ιδιαιτέρως οι «καταυλακιώτες» είναι οι πολλών λογιών σάλτσες. Σάλτσες ντομάτας με ή χωρίς κανέλα, το κλασικό αυγολέμονο, σκορδαλιά καρυκευμένη με ξύδι, φαίνεται πως συνοδεύουν γευστικά πιάτα, όπως τα χόρτα, το σαβόρο (μικρά τηγανιτά ψάρια), και το παραδοσιακό Μανιάτικο γεύμα, πορτοκάλι μπρεζέ με σπανάκι και σκόρδο.

Got a better definition? Add it!

Published