Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.

- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.

Όσην ώρα το κάναμε δεν σταμάτησε να μιλάει. Μου 'πρηξε τα ούμπαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.

Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος. Μετεξέλιξη του κουτός σε περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου.

- Έμαθες τι έκανε ο Βάιος; Πήγε στα Τρίκαλα με φανέλα Αναγέννηση Καρδίτσας.
- Ουιιί, κτούζας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό τέρας του Θεσσαλικού κάμπου, σύζευξη καλιακούδας και σκύλου. Η σκέψη της μορφής του τρομάζει ακόμα και σήμερα παιδιά, γέρους και αντιπάλους της Αναγέννησης Καρδίτσας.

Ακούστηκε κάποτε από βετεράνο οπαδό της ΑΣΑ στο γήπεδο της ομάδας των Λύκων στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης:

"Λύκοι, όταν έρθετ' στη Γκαρδίτσα θα σας φαν τα γκαλιαγκδόσκλα."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω κάτι (συνήθως μικρό αντικείμενο).

- Πού το βρήκες ρε μαλάκα το ροζ το άιποντ; Καταρχήν, πού βρήκες τα λεφτά να τ' αγοράσεις, και δεύτερον, ρ ό ζ ;!...
- Ποιος σού 'πε οτι τ' αγόρασα ρε μαλάκα. Το σούφρωσα χθες απο την δικιά μου. Λες να το βάψω πλάκα-πλάκα να μην το πάρει πρέφα;...
- ...

Συνώνυμα: σκουφώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας που αυνανίζεται, μαλάκας.

Ως βρισιά, χρησιμοποιείται ως πολιτικά ορθή και πιο ειρωνική εκδοχή του μαλάκας, πολύ συχνά σε προεφηβικές και εφηβικές ηλικίες.

Αγαπημένο μάθημα του μικρού Αποστόλη στο σχολείο ήταν η μυθολογία. Από τότε που έμαθε για τον Προκρούστη, του μπήκε η ιδέα και σούφρωνε τα μολύβια των συμμαθητριών του.

Πήγαινε μετά στο σπίτι του, καθόταν στο γραφείο του, μα αντί να διαβάζει, έβγαζε τα κλεμμένα μολύβια απο τη σάκα, τα μύριζε και κατόπιν τα μετρούσε με το πουλί του. Αν ήτανε μικρότερα, τα πετούσε στα σκουπίδια –έτσι κι' αλλιώς, τόσο μικρά για γράψιμο δέν κάναν πια. Αν ήταν μεγαλύτερα, τον έπαιζε να μεγαλώσει κι' αν πάλι δεν του έφτανε, βαλνόταν να τα ξύνει. Σχεδόν πάντα συνέβαινε το δεύτερο.

Τον μικρό Αποστόλη δεν θα τον έλεγες επιμελή μαθητή. Θα τον έλεγες μάλλον κλέφτη ή φετιχιστή, και μικροτσούτσουνο. Και σίγουρα, θα τον έλεγες μεγάλο πεοκρούστη.

Στο 0:39. (από vikar, 20/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Ορεκτικά, μεζέδες, μπινελίκια.

β. Μικροαντικείμενα, μπιχλιμπίδια.

Ενδέχεται ν' ακούστηκε για πρώτη φορά στη διάσημη φάρσα με τον οικοδόμο και την πιτσαρία από τον διαβόητο τηλε-φαρσέρ «Φουσέκη».

Το εν λόγω απόσπασμα:

- Έχετε πίτσα με φυστικοβούτυρο;
- Όχι... όχι.
- Τι ακριβώς έχετε από ορεκτικά και ψιψιψόνια;

Το επίμαχο σημείο στο 01:55. (από polonos, 28/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τμήμα του βλεννώδους και κολλώδους παρασκευάσματος που μπλοκάρει την αναπνοή μας κατά το κρυολόγημα ή μετά από υπερβολική κατανάλωση καπνού, το οποίο και απορρίπτεται με τη γνωστή κίνηση «μαζεύω και εκτοξεύω» (κχχχχχα-φτου!).

Πιο διαδεδομένα συνώνυμα: ροχάλα, χλέπα.

- Μαλάκα Σούλη, έχω κρυολογήσει αισχρά, γαμώ τον κωλόκαιρο γαμώ. Πέταξα κάτι μπαγλάμια το πρωί... σα ζωντανά ήτανε!
- Ουμφφφ! Ελπίζω να μην τα 'φερες μαζί σου στη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο οπαδός του ΠΑΟΚ λόγω της γεωγραφικής θέσης της Θεσσαλονίκης (λίγο νότια της Βουλγαρίας).

(Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού προς τους οπαδούς του ΠΑΟΚ στο γήπεδο)
-Βου-βου βούλγαροι, βου-βου Βούλγαροι!!!!

μέχρι την Αθήνα φτάσανε, ρεεε! (από xalikoutis, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published