Ποτέ, αδύνατον, με τίποτε, αποκλείεται.

Αναφέρεται στο γνωστό συνδυασμό 1-2-Χ (ή τριπλή παραλλαγή) σ' ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ, ο οποίος περικλείει όλες τις πιθανές περιπτώσεις και αποκλείει την αποτυχία.

Άλλα συνώνυμα: ούτε με σφαίρες, με καμία κυβέρνηση, με κανένα Θεό, με την καμία, του Αγίου Πούτσου, όταν τα γουρούνια χορέψουν λαμπάντα κ.λπ.

- Μαλάκα σου λέω θα τη φάω την Άρτεμις την αρχιτεκτόνισσα, ο κόσμος να χαλάσει.
- Ονειρεύεσαι αγόρι μου! Ούτε με τριπλή παραλλαγή...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον όταν με τον λόγο ή τη συμπεριφορά του, καταδεικνύει έλλειψη συμμόρφωσης ή δραστικού τύπου διαπαιδαγώγησης, στην τρυφερή ηλικία που διαμόρφωνε χαρακτήρα.

Φτάνει στην πιο ειρωνική της μορφή όταν απευθύνεται σε συνομήλικο, αποτελεί παρωδία όταν απευθύνεται σε κάποιον γηραιότερο.

- Μαλάκα σόρι, έλιωσα μέσα το ΣΚ και δεν άφησα αλκοόλ στο σπίτι ούτε για δείγμα.
- Δε φταις εσύ λεβέντη μου... φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό!

(από Cunning Linguist, 16/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης απάντηση στην ερώτηση «Ποιος;» με παράλληλη μέτρηση του σκορ από τον αδιαφιλονίκητο σκόρερ. Συνοδεύεται με κάποιον από τους ποικίλους τρόπους να υποδεικνύει κάποιος τ' αχαμνά του στον ηττημένο.

- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Ε, είσαι μαλάκας...

Περίπτωση βρώμικου στησίματος: Πολύ συχνά, η ερώτηση «Ποιος;» προκαλείται από τον ίδιο τον θύτη-σκόρερ με την αόριστη αναφορά κάποιου ονόματος που το θύμα δεν αναμένεται ν' αναγνωρίσει.

- Ωχ, κοίτα εκεί, ο Αριστοτέλης ο Σκορδομπούτσογλου.
- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Μουνάκι! Αυτό σημαίνει πόλεμο...

Επίσης ποια Ελένη;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.

Βασικά γνωρίσματα:

  • Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
  • Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
  • Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
  • Εντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
  • Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».

Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:

Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.

- Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker.
- Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS.

(από Khan, 09/07/14)

Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος για μία πράξη ή πρόταση.

- Έλα μαλάκα, πάμε για καφέ Mικρολίμανο;
- Ψηλέ, δε σηκώνομαι από το κρεβάτι τώρα, για κανένα λόγο..

(από σφυρίζων, 13/03/15)Για κανένα λόγο (από σφυρίζων, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιώ διάφορες αναληθείς προτάσεις και επιχειρήματα, για λόγους συνήθως εντυπωσιασμού.

Συνώνυμο: πουλάω σώτα, πουλάω τρελά σώτα, πουλάω παπατζιλίκια.

- Κοίτα τον ρε, κάνει τρελό καμάκι ο τύπος. Θα το ρίξει στάνταρ το γκομενάκι.
- Έλα μωρέ, σώτα πουλάει κλασικά.
- Ναι, όντως. Σωτάρει κάργα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεοθηλασμός, το τσιμπούκι, ο στοματικός έρωτας.

Μεταφορικά σημαίνει ήττα, εξευτελισμός, καταστροφή.

— Τι λέει αυτή η γκόμενα;
— Για καμία πίπα καλή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τροπικό επίρρημα που προέρχεται από το ρήμα πετάω κατά το παρεμφερές τροχάδην και σημαίνει την τάχιστη εκτέλεση εργασιών ή την κίνηση προς έναν προορισμό με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.

Απαντάται στο στρατό όπου οι τρεις βαθμοί κίνησης του στρατιώτη είναι:

  1. Περπατάμε (απαράδεκτος)
  2. Τρέχουμε (ανεκτός)
  3. Πετάμε (κομάντο άγρια χήνα)

- Δεν είσαι ζωηρός στρατιώτη. Πετάδην είπαμε αγόρι μου!
- Αδύνατον. Έχω βγει ελεύθερος πτήσεων κύριε Λοχαγέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.

Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.

- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified