Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».

Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.

Τράβα ρίχτα της ρε! Τέτοια παρτόλα που είναι, θα κάτσει ακόμα και σε σένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουφός, κουφάλογο, βαρήκοος.

- Θα 'ρθεις;
- Ε;
- Θα 'ρθεις λέω;
- Ε;
- Είσαι λίγο κουφοτσόγκας, ε;
- Ε;

Κουφάλογο. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που δε βλέπει καλά ή καθόλου, με μεγάλη μυωπία ή τυφλός.

Λάκης: Πού ν'τη ρε;
Σάκης: Να ρε εκεί...
Λάκης: Πού μωρέ;
Σάκης: Εκεί ρε, εκεί...
Λάκης: Δεν τη βλέπω, πού...;

Ο Λάκης είναι τυφλοτσόγκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευμεγέθης κουράδα.

Είχα να χέσω 4 μέρες, και σήμερα έβγαλα ένα γεννητούρι 2.700gr.

Δες και γεννητούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που προκαλεί το γέλωτα, ο γελοίος, ο καραγκιοζάκος της παρέας.

Τάκης: «Παιδιά κοιτάξτε, χοροπηδάω στο ένα πόδι και ρίχνω φάπες στο σβέρκο μου συγχρόνως!»

Ο Τάκης είναι γελωτοποιός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχετικός με τις αρκούδες, ο αρκουδιάρης, ο έχων μία ή περισσότερες αρκούδες.

Βασίλης Λεβέντης: «Αίσχος! Αρκουδέηδες! Αλητεία! Ποιός έκλεβε την ταμπακιέρα; ΕΓΩ;;»

Βλέπε και αρκουδέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.

- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατημέλητος τύπος. Βρωμιάρης, αλήτης.

Σιγά μην τα φτιάξω μ' αυτόν τον λερέτη... άσε που νομίζω ότι δεν πλένεται!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified