Αυτός που παίζει καλό ποδόσφαιρο. Ο «τεχνίτης της μπάλας».

- Πολύ μπαλαδόρος αυτός ο πιτσιρικάς της Κέρκυρας. Να μου το θυμηθείς, σε 1-2 χρόνια αυτός θα παίζει σε ομάδα της πρώτης εθνικής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός του «μαλάκας».

- Αυτός; πολύ φλόμπας ρε παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα, με την ίδια σημασία, είναι γνωστό και ως τιγκανά, παραπέμποντας στον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή.

-Άντε! πέρασε η ώρα και έχω δουλειά αύριο. Τιγκανά, τα λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπούρδα, βλακεία, απορία.

Γιατί δεν σκέφτεσαι πριν μιλήσεις ρε μαλάκα, μας τρέλανες στις αρχιδιές.

Βλ. και παπαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός του οποίου το επαγγελματικό αντικείμενο ή ενασχόληση είναι η πληροφορική, η συγγραφή κώδικα υπολογιστή.

Συνώνυμα: πληροφορικάριος, σοφτγουεράς, code monkey.

Συναντάται σε σκοτεινά υγρά υπόγεια όπου γράφει χιλιάδες γραμμές κώδικα που κανείς δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ. Συντηρείται με καφέ και πίτσα και τα απογεύματα δουλεύει ντελιβεράς, μιας και η αγορά πληροφορικής έχει κορεστεί.

Προσοχή:
Ο απόφοιτος πληροφορικής δεν είναι απαραίτητα και πληροφορικάντης, μιας και σε πολλές περιπτώσεις μπήκε στη σχολή μόνο επειδή του είπε η μάνα του ότι είναι το μέλλον, χωρίς ωστόσο να έχει μεράκι για το αντικείμενο. Σε τέτοιους οφείλεται το γεγονός ότι ο Τάκης (ο παραπάνω αυθεντικός πληροφορικάντης) δουλεύει ως ντελιβεράς.

- Είπες και στον Τάκη να έρθει;
- Του είπα αλλα είπε θα μείνει μέσα να τελειώσει τον kernel που γράφει στον ελεύθερό του χρόνο, δηλαδή πάντα.
- A, true πληροφορικάντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σύζυγος, «σύζυγος», γκόμενος, ή απλά συνοδός γυναίκας, τον οποίο η τελευταία έχει μόνο για το πορτοφόλι του.

-Της πήρα το αυτοκίνητο και μια βδομάδα μετά με παράτησε σου λέω! Μου τα 'φαγε και μ' άφησε μαλάκα! Δεν αντέχω... «κλαψ» -Ντάξει ρε Σάκη, ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος σπόνσορας είσαι.... κούλαρε, θα βρεις άλλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».

- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...

τσακο ρε μαγκα οκτακοκια και καντινα γαργαρα τη δουλεια (από notheitis, 05/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΤΕΙ του κώλου, συνήθως κάπου στο διάολο.

-Πού πέρασε ο συμμαθητής σου ο Τάκης, Σάκη;
-Ξέρω 'γω ρε μάνα, σε κάνα ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής στην Κωλοπετεινίτσα θα πέρασε... Αφού τά 'ξυνε όλη τη χρονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεχε, σε παρακολουθώ, κι όταν κάνεις τη μαλακία σ' έφαγα λάχανο.

-Θα μου κλασεις τ' αρχίδια... -Καλάααα, ξέρω που μένεις φ'λαράκ'. Το νου σ'...

Βλέπε και το νου σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ, μα πολύ μούρης. Το πολύ άτομο, η μεγάλη μορφή, ο έξτρα κουλ τύπος.

- Ο Τάκης ρε; Ο Τάκης είναι μορφέας, σ' όποιο μαγαζί μπει όλοι τσακίζονται να τον χαιρετήσουν!
- Του φιλάνε και το δαχτυλίδι;

ο πολύ μορφέας του μάτριξ (από xalikoutis, 22/01/09)(από Jonas, 24/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified