Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.
- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..
Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.
- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..
Got a better definition? Add it!
Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.
- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...
Got a better definition? Add it!
Ακούγεται σαν φάρμακο, αλλά προέρχεται από το κλάνω μέντες και σημαίνει παίρνω μεγάλη τρομάρα.
- Καλά, η Γιούλα φοβάται τα αεροπλάνα;
- Ναι ρε! Κάθε φορά που πετάει πίνει Κλαζμεντέν απ' το μπουκάλι...
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα με την οποία σχετίζεται κανείς φιλικά και σεξουαλικά, αλλα όχι και συναισθηματικά.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Αποφεύγω να πατάω πάνω στο πόδι παρευρισκόμενου ατόμου.
Got a better definition? Add it!
Λιμός: μεγάλη πείνα.
Ταγάρι: Το γνωστό κρεμαστό σακούλι που βάζει ο χωριάτης το φαγητό που θα φάει στα χωράφια που δουλεύει ή στα γιδοπρόβατα που φυλάει.
Όλο μαζί σημαίνει τον δήθεν χορτάτο πλούσιο επαρχιώτη.
-Πήγες ρε στα εγκαίνια του μαγαζιού του Τάκη;
-Πήγα, αλλά είχανε πάει όλα τα λιμοτάγαρα νωρίτερα και δεν αφήσανε τίποτα στο μπουφέ...
Got a better definition? Add it!
Published
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ένω περπατούσε γλίστρησε και έπεσε.
-Γιατί περπατάς έτσι;
-Γλίστρησα από το χιόνι και έφαγα σάρα!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω. Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς ο χαζός.
-Τι βλακείες λες; Είσαι ντιλινός;
Got a better definition? Add it!
Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.
- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει Lαϊκή Aγορά, συνήθως για ειρωνεία.
- Από πού πήρες την μπλούζα και είναι τόσο χάλια; Από L.A.;
Got a better definition? Add it!