Είναι η Δημοτική Ελληνική Γλώσσα. Έτσι αποκαλούνταν η Δημοτική Γλώσσα κοροϊδευτικά, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ιδιαίτερα όταν κάποιος αναφερόταν με ιδιαίτερα "λαϊκό" τρόπο η χρησιμοποιώντας άκρα λαϊκό λεξιλόγιο και εκφράσεις μέχρι χυδαιότητας, για εξευγενισμένα η μη ζητήματα. Ο χρήστης του όρου συνήθως προηγουμένως φρόντιζε να μας ενημερώσει περιγραφικά με έναν πιο κόσμιο (καθαρευουσιάνικο) τρόπο πριν την απόδοσή του στην ... "μαλλιαρή".

ο αφηγητής:-Τότε λοιπόν τον απέπεμψε σκαιώς και για να το πούμε και στη "μαλλιαρή", τον έστειλε στο διάολο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το καπέλο (ή κουλούρα) είναι ποινή στο κουμκάν, για κάθε φορά που ένας παίχτης ξεπερνάει τους 100 πόντους (οπότε λέμε ότι "κάηκε"). Επειδή η πληρωμή για κάθε καπέλο αυξάνει κατακόρυφα, είναι σημαντικό για έναν παίχτη να αποφύγει το καπέλο (να μην "καεί"), "κατεβάζοντας" όσο πιο πολλά φύλλα (πόντους) μπορεί πριν τελειώσει η παρτίδα (πριν "βγει" κάποιος). Οπότε "έσωσα το καπέλο" (ή "γλύτωσα το κάψιμο") σημαίνει κατάφερα να μού μείνουν τόσο λίγοι πόντοι στο τέλος της παρτίδας, ώστε απέφυγα να υπερβώ το 100.

Με την τελευταία τρίτη που κατέβασα έσωσα το καπέλο πριν βγει ο Τάκης.

Got a better definition? Add it!

Published

Μικρής έκτασης αγώνας παραδοσιακής τοξοβολίας στο Τοξοβολείο Πεντέλης, εντελώς μακρυά και εκτός οιουδήποτε επίσημου φορέα

Τα αναμνηστικά τυπώνονται από τους διοργανωτές, οι οποίοι στους τρεις (ή παραπάνω) πρώτους απονέμουν - αντί για μετάλλια - ξύλΙα, χαρτόνΙα, χαρτοδέρμΙα, ξυλοδέρμΙα, ακόμα και βελανίδΙα!!

Δοκιμασίες:

- Χαρτοκουτομπούκαλο, Ταχυρριψία, Μαξιλαρριψία και Εκκρεμές μπουκαλάκι

στην Κεντρική Στοχοδιάταξη,

- Μακρόθεν & Υπερμακρόθεν

στο Καβαντζοβολείο,

- Εγγυτάτη

στον Μοκετόστοχο,

- Καλαθοβέληση

περί το Ερείπιο

κλπ {διαρκώς εμπλουτίζονται}

Ποιος βγήκε πρώτος στο τοξαγωνάκι;

Θα έρθεις Κυριακή στο τοξαγωνάκι να σε πατήσω κάτω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπλουτισμένο - ως επί το πλείστον - φαγοπότι που συνοδεύει συνήθως τοξοβολάρειν με πενιές κατά προτίμηση απάνου στα βουνά

πιώμα - μασάω - μπουκώνω

Το ερχόμενο Σαββάτο μουσική πιωμασαμπούκα με τοξοβολές στους Άγιους Ασώματους!

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Περιφρονητική προσφώνηση για άτομο που θεωρούμε ποταπό και ασήμαντο(συνήθως νεαρής ηλικίας).

''Ο Κωστής μου έδειξε τις απαντήσεις στο διαγώνισμα''

''Α το τσουτσέκι...''

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα άτομο που επωφελείται εξαπατώντας άλλους.Ο απατεώνας, το κωλόπαιδο. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά.

''O Αντώνης μου έκλεψε το τόπι''

''Α το λαμόγιο!''

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει ότι είμαστε ταιριαστοί ή ότι μοιάζουμε σαν δύο σταγόνες νερού....

Παράδειγμα εδώ

Πωωω ρε φίλε αυτοί οι δυο είναι Ντάλε Κουάλε λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλη ονομασία για το κλύσμα. Βγαίνει από τον ήχο φις-φις του κλύσματος.

Ακύρωσε τη παραγγελία!! Μας έκανε γερό φισφιτάλι!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι έκφραση που χρησιμοποιείται στον Ορχομενό Βοιωτίας και στα χωριά του και σημαίνει ότι αυτός που τσακώνει (δηλαδή σκύβει και πιάνει) το χώμα, είναι αδερφή (όχι βέβαια νοσοκόμα)..... κοινώς ο πούστης.

Παράδειγμα εδώ

Κάθονται δυο τύποι στο καφενείο και ρεμβαζουν και εκείνη τη στιγμή περνάει μια αδερφω από μπροστά τους.... μιλάμε τώρα για χωριό και αυτό είναι κοινό μυστικό.... απλά υποψιάζονται χωρίς να είναι σίγουροι ότι είναι αδερφή, συν τοις άλλοις έχουν ακούσει και κάποιες φήμες.... γυρνάει λοιπόν ο ένας και ρωτάει... "-Ρε!! Αυτόν εδώ, τον Γιαννάκη τον ξέρεις; " .....και απαντάει ο άλλος..."-Το μόνο που ξέρω είναι ότι το τσακώνει το χώμα ο Γιαννάκης "....και βέβαια με την διάλεκτο της επαρχίας που κόβονται φωνήεντα στο τέλος των λέξεων και πολλές φορές αντί για "ο" ή "ω" χρησιμοποιείται το "ου"......δηλ. "του τσακών' του χούμα"

Got a better definition? Add it!

Published