Επικό μπέρδεμα σχοινιών, καλωδίων, κορδονιών κλπ. Κόμπος μπροστά στον οποίο ο Μεγαλέξανδρος θα τράβαγε σπαθί.

-Δώσ' μου το φορτιστή, βγήκε ο Χαμήλ Μπατάρ παγανιά...
-Κάτσε γιατί έγινε το καλώδιο κοκορέτσι μες στην τσάντα!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό του παπάρι. Δεν πρόκειται όμως για το μικρό τσουτσούνι, την ψωλίνα ή το πουτσάκι, ούτε για ακαθορίστου ονομασίας αντικείμενο, το λεγόμενο μαραφέτι, αλλά για ακαθορίστου ονομασίας ενέργεια. Και αντίθετα απο τη χρησιμότητα που έχει το μαραφέτι, που μπορεί να είναι αναπόσταστο κομμάτι της καθημερινής διαβίωσης, το παπαρίκι χρησιμοποιείται κυρίως για ευτελείς σκοπούς, ή κοινώς μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published

Λογοπαικτικός νεοαρχαϊσμός αναφερόμενος σε άτομο το οποίο είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα με εμβριθείς γνώσεις (ειδήμων), αλλά σε υπερθετικό βαθμό (αρχί-) μιάς και έχει πανυπερκαρατεραμπάιτ-αποψάρες επι παντός επιστητού, κινουμένου, πετουμένου, ερπομένου, αναρριχωμένου και κωλογαμημένου πράγματος απάσης της οικουμένης, του σύμπαντος κόσμου συν των παραλλήλων συμπάντων, πασών των Ρωσιών, της Εξαρχίας της Βουλγαρίας και της Πλατείας Εξαρχείων. Είναι ο κλασσικός ξερόλας, ο φωτεινός παντογνώστης, ο απόλυτος πανεπιστήμονας. Και επειδή ένα τέτοιο άτομο δεν μπορεί να υπάρχει, πρόκειται στην ουσία για ένα κοινοτυπικό αρχίδι, για τον συμπαθέστατο αρχιμαλάκα της διπλανής πόρτας που είναι κρυμμένος σαν τα πόκεμον. Στην ουσία δε πρόκειται και γι ένα απο αυτά, το πιο διαδεδομενο και ταυτόχρονα πιο δυσεύρετο, το αρδίχι-μον.

-Τελευταία μου πονάει πολύ το πόδι, ρε φίλε.

-Μάλλον έχεις θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα των άκρων.

-Μεγάλε αρχειδήμονα! Πως το είπες αυτό ρε συ;!

Got a better definition? Add it!

Published

Εργαλείο τσαγκάρη που χρησιμεύει στην κατασκευή και επεξεργασία υποδημάτων. Για δε ρε τι μανθάνει τινάς περιδιαβάζοντας τα ιντερνέτια...

Φωτό βρήκα στο νέτι αλλά δεν τη βάζω για πεντακόσιους ογδόντα έξι λόγους, εκ των οποίων ο εκατοστός δεύτερος είναι ότι δεν ξέρω πώς. Τέλος πάντων, αποτελείται από ένα κάθετο στέλεχος με μιά βάση στήριξης, στου οποίου την κορυφή προσαρμόζονται μεταλλικές φόρμες / σόλες / καλαπόδια όπου τοποθετείται ανάποδα το πατούμενο για επεξεργασία.

Σχετικά με την ετυμό δεν θα επιχειρήσω τίποτα για θα με πάρετε με τις κλωτσές.

-Έλληνες είμαστε, του εξηγεί η ιταλομαθής της παρέας μας. Και δείχνοντας εμένα του εξηγεί ότι είμαι γιος τσαγκάρη από την Αθήνα, της ίδιας περίπου ηλικίας με εκείνον, που διατηρούσε ένα σχεδόν όμοιο μαγαζί. Με τον πάγκο του, τα εργαλεία, τον μπαρμπαλιά, τη μηχανή για τα φόντια, τα καλαπόδια στα ράφια και το μαστέλο κάτω ακριβώς από τον πάγκο του τεχνίτη.

εδώ

Μάθαμε πώς φτιάχνονται τα χειροποίητα παπούτσια με το καλαπόδι και τον μπαρμπαλιά.

Από διαφημιστικό ρεπορτάζ αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός πράξης ή ενέργειας, που γίνεται κατ' εξακολούθηση, κατά την οποία το άτομο προτιμά χειροκίνητη χρήση όταν υπάρχει αυτοματισμός, που όχι μόνο λύνει τα χέρια αλλά ενδείκνυται, αφού αποφέρει σημαντικά οφέλη μακροπρόθεσμα.

-(Διευθυντής Πληροφορικής στον τζούνι-ο-ρα): Ρε βλήτο, πάλι καρφωτέλες τα dll;
- Ναι, γιατί;
- Τα έχουμε πει 100 φορές, αφού έχουμε νουγκέτ!

- Άσε τον ήπια
- Γιατί, τι έγινε ρε μαλέα;
- Έκανα ρινέιμ το assembly και το είχε καρφωτέλα παντού στα configurations.

- Έβγαλα prepaid να πληρώνω τα skins του LoL, μη δίνω την κάρτα και μου φάνε τα λεφτά.
- Καλά ρε μαλέα, δε βαριέσαι; Εγώ έχω κάρτα με την μισθοδοσία και την κουμπώνω παντού καρφωτέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία μεταφυσική οντότητα με σαφή κλίση στον προγραμματισμό λογισμικού. Συνηθίζει να επαναλαμβάνει τις ίδιες ερωτήσεις, όσες φορές κι αν απαντηθούν, με αποτέλεσμα να υποπίπτει πάντα στα ίδια λάθη. Έχει παρατηρηθεί πανομοιότυπη συμπεριφορά σε πολλούς νέους προγραμματιστές, οδηγώντας την επιστημονική και θρησκευτική κοινότητα στο συμπέρασμα πως πρόκειται για την ίδια οντότητα, η οποία έχει καταφέρει με κάποιον άγνωστο, μέχρι την στιγμή τούτης της συγγραφής, τρόπο να δημιουργήσει ενδεχομένως άπειρες εκφάνσεις της, πολλές φορές κατ' απαίτηση, δημιουργώντας έτσι ολόκληρους στρατούς από τζούνι-ο-ρα, έτοιμους να προγραμματίσουν κάκιστα το όποιο λογισμικό.

Άσε έχω ένα κεφάλι καζάνι από το πρωί. Είχα το τζούνι-ο-ρα να ρωτάει τα ίδια και δεν με άφησε σε ησυχία. Να πω ότι δεν του τα είχα ξαναπεί...

Δεν θα προλάβουμε με τίποτα το deadline. Μακάρι να μπορούσαμε να βρούμε γρήγορα κανά δυο τζούνι-ο-ρα να το γράψουμε όπως όπως... (2 αιτήσεις για την θέση junior εμφανίζονται άμεσα στο mailbox)

-Μαλέα μου τα 'χει σκίσει σημερα το τζούνι-ο-ρα μου...
-Γιατί ρε μαν?
-Άσε ρε, έχει ρωτήσει 7 φορές τι σημαίνει "ConfigureAwait(false)"...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ παραγωγικός και αποτελεσματικός εργάτης ή ο εργάτης που εισάγει μια καινούργια μέθοδο ("νόρμα") που εκτοξεύει την παραγωγή. Η λέξη προέρχεται από τον Αλεξέι Σταχάνοφ, σοβιετικό εργάτη ορυχείου κατά τη δεκαετία του '30, που ξεκίνησε το ομώνυμο κίνημα. Πιο συχνά ο όρος απαντάται ως σταχανοβίτης αλλά κάποιες φορές ως σταχανοφικός. Ξεκίνησε ως κουκουσλάνγκ αλλά πλέον χρησιμοποιείται ευρύτερα.

1) Δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ σαν τον σταχανοβίτη, μυρμήγκι αθόρυβο κι ακούραστο (από εδώ)
2) «Άμα λευτερωθούμε Πίδα, θα πάμε στον Πειραιά να δουλέψουμε μαζί στο εργοστάσιο, θα φκιάνουμε τραχτέρ να οργώνουν τη γης, καράβια που θα ταξιδεύουν ως την άκρη του κόσμου, αεροπλάνα, παιχνίδια για τα παιδάκια, πολυθρόνες για τους γέρους. Θα γίνουμε σταχανοφικοί. Γιατί να μη γίνουμε; Όλα δικά μας θάναι», Κώστα Μπόση, "Εμείς θα νικήσουμε", 1953, Νέα Ελλάδα
3) Χθες τρεις ώρες προσπαθούσαμε να στήσουμε το κρεβάτι μέχρι να έρθει ο σταχανοβίτης ο Κώστας να μας βάλει σε σειρά

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κερδίζει πολύ καλό εισόδημα. Αυτός που κουβαλάει πολλά μετρητά πάνω του.

Προκύπτει απο τον -πάντα υπερφουσκωμένο- πάκο χρημάτων που βγάζει ο υπάλληλος στο βενζινάδικο για να σου δώσει ρέστα. Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για επαγγέλματα του μεροκάματου, μουσικούς της νύχτας και γενικότερα σε περιπτώσεις όπου οι πληρωμές γίνονται σε μετρητά.

1

- Είδα το Θρασύβουλο τις προάλλες

- Έλα ρε μαν μου, τί κάνει ο έτσι, που παίζει τώρα ?

- Ασε, έπιασε δουλειά στα μπουζούκια...

- Α, κατάλαβα, βενζινάς ο δικός σου...

2

- Είχες κάνα νέο?

- Αν κλείσουμε τη δουλειά που σου έλεγα, θα γίνουμε βενζινάδες!! (με χαρακτηριστική χειρονομία χτύπημα τσέπης παντελονιού απ'εξω)

- πσσσσσ...!

3

-Τι λογαριασμό έκανε το 21?

- 1200 ευρώ

-Δεν πιστεύω να πλήρωσαν με κάρτα

-Οχι, τα έσκασε μετρητά ο μάν

- Ρε το βενζινά...

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεκομμένος στρατιώτης, συνήθως φρουρός σε προκεχωρημένο φυλάκιο, αγγελιαφόρος κλπ που σβερκώνεται από τους οχτρούς με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών.

Μαλερεζμάν δεν έχω το πρωτότυπο κείμενο του β' παραδείγματος για να δούμε την αντίστοιχη αγγλική ορολογία, και δεν έχω ιδέα κατά πόσον η προφανής εννοιολογική σύνδεση είναι ντόπια ή εισαγωγής.

Όταν τέλειωναν -πολύ γρήγορα- "τα πολιτικά", αρχίζανε οι ατέλειωτες διηγήσεις για μάχες [...] για την προσωπική παλικαριά [...] για τον Θεσσαλό ομαδάρχη που [...] αναποδογύρισε ολόκληρη διμοιρία του αντιπάλου. Ή για την μικρόσωμη λαζού αντάρτισσα που [...] περνά μόνη, ντυμένη γυναικεία, στα μετόπισθεν, "πιάνει γλώσσα" σε μιά πηγή κι οδηγεί στη βάση της έναν λοχία -κοτζάμ άντρακλα- του κυβερνητικού στρατού.

Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, εκδ. Δωρικός, 1983.

Οι λόχοι αναγνώρισης των σοβιετικών μεραρχιών έβγαιναν έξω κάθε βράδυ προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες "γλώσσες". Δύστυχοι φρουροί και στρατιώτες που μετέφεραν μερίδες συσσιτίου αιχμαλωτίζονταν και μεταφέρονταν πίσω από τις ρωσικές γραμμές για ανάκριση.

Antony Beevor, Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη 2004.

Got a better definition? Add it!

Published

Η μαύροπράσινη βρωμιά που συσσωρεύεται/σφηνώνει στο υπονύχιο (δέρμα κάτω απο το ελεύθερο άκρο του νυχιού) και απομακρύνεται με μεγάλη δυσκολία.

Το σπανάκι είναι έντονο φαινόμενο γι' αυτό και είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο. Το συναντάμε κυρίως σε βενζινάδες, μηχανικούς αυτοκινήτων, αγρότες κ γενικότερα άτομα που εκτελούν χειρονακτικές εργασίες.

- Τι θα γίνει? θα βάλεις κάνα pro να παίξουμε?

- Ναι, πήγαινε πλύνε τα χέρια σου κ έλα να σε παίξω ενα ματσάκι

- Καθαρά είναι ρε...

- Τι καθαρά ρε μαλάκα, έχεις πιάσει σπανάκι μες'τα νύχια!

Got a better definition? Add it!

Published