Προερχόμενη από τη slang της αμερικάνικης ραπ μουσικής η λέξη δαγκώνω ή bite χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος έχει αντιγράψει το στυλ ή τους στίχους κάποιου άλλου καλλιτέχνη.

Όλοι δαγκώνουν τις μπάρες του Drake και ας είναι για τον πέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφερόμενο κυρίως σαν "πιτάφιο" με ανάλογη βαριά Καρδαμυλίτικη προφορά. Ελαφρώς προσβλητικός χαρακτηρισμός στην περιοχή των Καρδαμύλων - και ίσως και της Χίου; - που αναφέρεται στον ελαφρόμυαλο, απερίσκεπτο άνθρωπο. Κατά τον Κώνστα έχει να κάνει με τον σκαλιστό χαρακτήρα του Επιταφίου, και υποδηλώνει ότι και το κεφάλι του κατηγορούμενου είναι ομοίως σκαλιστό άρα κούφιο.

Καλά, συ σαι καλά-καλά πιτάφιο, δε περίμενα να καταλάβεις. Καλά βρε πιτάφιο, δε σου 'πα να μην το πεις σε κανέναν;

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα.

(προφανώς συνδέεται με τους υπάρχοντες ορισμούς, αλλά βλέπουμε ότι το λήμμα μπορεί άνετα να καλύψει μεγαλύτερο εύρος περιπτώσεων)

- Θα έρθεις σήμερα μαζί μας ρε;

- Μπά όχι ρε, βαριέμαι. Δεν έχω και λεφτά...

- Ναι, αλλά θα είναι και η ξαδέρφη της Νίκης.

- Έλα ρε, σοβαρά; Αν είναι καλό κουλούρι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαρὰς ποὺ ψαρεύει μὲ ἐκρηκτικὰ, συνήθως δυναμίτη.

Ἰδιαίτερα καταστρεπτικὸς, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνος τρὸπος ψαρέματος. Τἰς παλιότερες ἐποχές ἔβλεπε κανεὶς στὰ νησιὰ πολλοὺς ψαράδες μὲ κομμένα χέρια, τοὺς πιὸ "τυχεροὺς". Οἱ ἄτυχοι "ἁναπαύονταν" στὸ κοιμητῆρι τοῦ νησιοῦ, ἐνῶ ἀπὸ κάποιους δὲ βρίσκανε οὔτε κομμάτι γιὰ νὰ θάψουν.

Ξακουστοὶ φουσεκάδες ἦταν οὶ Σπετσιῶτες, ποὺ κρατοῦσαν (κατὰ τὰ λεγόμενά τους) τὴν παράδοση τῶν παλιῶν μπουρλοτιέρηδων! Σχετικὸ τὸ πρῶτο παράδειγμα ποὺ "ψάρεψα" στὸ γούγλη.

Τὰ φουσέκια τὰ φτιάχνανε ἀπὸ δυναμὶτη, ποὺ ἔβρισκαν ἀπὸ τὰ λατομεῖα. Ἀπαραίτητα ἐπίσης ἦταν τὸ καψοῦλι καὶ τὸ βραδύκαυστο φυτίλι, ποὺ τὰ ἔβρισκαν ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ. Ἀργὸτερα "ἐκσυγχρονίστηκαν" κι ἔριχναν μπουκάλες ὑγραερίου, πραγματικὲς βόμβες βυθοῦ, ποὺ "σήκωναν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ τὸν πάτο τῆς θάλασσας".

Ἑτυμολογία: Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο). Ἀπὸ 'δῶ

Ο Περικλής ο Μπούμπουλης έκανε πολλά καλά στους φουσεκάδες. Τους πιάνανε, τους πηγαίναν στ’Ανάπλι και πήγαινε ο Περικλής και τους έβγαζε. Με τον πατέρα δούλευε ένα παιδί, λιγάκι χαζό που έβγαινε και πουλούσε στα σπίτια. Πάει και στου αστυνόμου, πόσο κάνουν, τόσα. «Γιατί είναι πιο φτηνά;», ρωτά ο αστυνόμος. «Γιατί είναι από φουσέκια» του λέει το παιδί. Κι έπιασε τον πατέρα. ἐδῶ

Τὸ δεύτερο παράδειγμα μοῦ τό 'χουν διηγηθεῖ γιὰ πραγματικὸ. Μπορεῖ ὅμως νά 'ναι καὶ ἀνέκδοτο. Δὲν περιέχει τὴ λέξη ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ.

Στὴν Κατοχὴ ἕνας ρακένδυτος πιτσιρικὰς μάζευε γόπες ἀπὸ τσιγάρα στὸ πεζοδρόμιο. Ὅπως εἶχε σκύψει τοῦ 'φυγε μιὰ πορδὴ. Τότε ὁ καλαμπουρτζῆς τῆς παρέας, ποὺ ἦταν ἀραχτὸς μπροστὰ στὸ καφενεῖο, φώναξε σὲ ἄπταιστη καθαρεύουσα:

"Χωροφύλαξ συλλάβατε τὸν μικρὸν. Ἁλιεύει γόπας διὰ δυναμὶτιδος!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐργασιομανὴς.

Τὸ εἶχα ἀκούσει στὸ Πολεμικὸ Ναυτικὸ ὅταν ὑπηρετοῦσα πρὶν ἀπὸ καμιὰ σαρανταριὰ χρόνια. Χαρακτηρισμὸς ποὺ δινὸταν σὲ ἀξιωματικοὺς μὲ ὑπεύθυνες θέσεις (κυβερνῆτες, ὑπάρχους, διοικητὲς κλπ).

Ὑπῆρχαν δυὸ κατηγορίες: Οἱ "τῆς οὐσίας" καὶ οὶ "τοῦ θεαθῆναι".

Οἱ πρῶτοι ἤθελαν νὰ γίνονται σωστὰ τὰ πράγματα γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μονάδας/πλοίου/ὑπηρεσίας τους, φροντίζοντας καὶ τὸ προσωπικὸ. Οἱ δεύτεροι καταγίνονταν σὲ ἄχρηστες καὶ κάποιες φορὲς παράλογες ἀγγαρεῖες γιὰ νὰ δείχνουν ὅτι "δουλεύει τὸ σύστημα".

Ὁ ὕπαρχος εῖναι μπαρμπαδουλειὰς. Ὅσο ἤμασταν στὴ δεξαμενὴ τὸ κάναμε καινούργιο τὸ καράβι. Μετὰ ὅμως μᾶς ἔδωσε ἀπὸ δέκα μέρες ἄδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

de profundis

Ἔκφραση προερχόμενη ὰπὸ τὸν Ψαλμὸ 129 τοῦ Δαυὶδ (Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε...)

Ἔγινε εὐρύτερα γνωστὴ ἀπὸ τὸ de profundis τοῦ Oscar Wilde.

Προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ προηγούμενο ὁ Ναπολέων Λαπαθιώτης ἔγραψε τὸ ποίημα Ἐκ βαθέων.

Στὶς μέρες μας ἔχει καταντήσει "ἔκφραση καραμέλα" καὶ τὴ βλέπουμε, ἀπὸ βαρύγδουπους δημοσιογραφικοὺς τίτλους μέχρι τὸ facebook. Γι'αὐτὸ νομίζω πὼς μπορεῖ νὰ σλανγκιστεῖ.

Σὲ μία ἐξομολόγηση "ἐκ βαθέων" στὸ συνεργάτη μας ... ὁ γνωστὸς (καλλιτέχνης, πολιτικὸς, δημοσιογράφος κλπ,κλπ) κάνει μία κατάθεση ψυχῆς μπλαμπλαμπλὰ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συμπλοιοκτήτης, συνιδιοκτήτης, μεριδιοῦχος.

Τὸ εἶχα ἀκούσει μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἀπὸ κάποιον παλιὸ ναυτικὸ πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρὸνια. Ὅπως λέει καὶ τὸ wiktionary ἦταν "όρος ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νησιωτική Ελλάδα, στην ελληνική επανάσταση του 1821 οι περισσότεροι καραβοκύρηδες ήταν παρτσινέβελοι, αργότερα ο όρος εξελίχθηκε σε επίθετο." ἐδῶ

Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀνάπτυξης τῆς ναυτιλίας στὴ νησιωτικὴ Ἑλλάδα (ἐξ αἰτίας τῆς συνθήκης τοῦ Κιουτσοὺκ Καϊναρτζῆ καὶ τῶν Ναπολεοντίων Πολέμων) ἦταν πολὺ διαδεδομένος καὶ ὁ θεσμὸς τοῦ συντροφοναύτη, δηλ. τοῦ ναύτη ποὺ πληρωνόταν, ὄχι μὲ μισθὸ, ἀλλὰ μὲ ποσοστὰ ἀπὸ τὰ κέρδη τοῦ πλοίου. ἐδῶ

Στα 15 τον έβαλε ο πατέρας του παρτσινέβελο, δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του, και στα 18 του ναυπήγησε την πρώτη γαλιότα. (Ιωάννης Βαρβάκης) ἐδῶ

Ἡ λέξη μὲ σχεδὸν τὴν ἴδια ἔννοια (συνιδιοκτήτης) χρησιμοποιεῖται καὶ σχετικὰ πρόσφατα:

Τα βιβλία του τυπώνονταν στα καλύτερα τυπογραφεία της Αθήνας και, όπως γράφει στην Προσωπική Ικαρολογία το 1993 ο Γ.Π. Σαββίδης, «σιγά-σιγά, όλες οι εκδόσεις του Ίκαρου απόκτησαν ένα διακεκριμένο ύφος, εν μέρει οφειλόμενο στην εικαστική ευαισθησία των δύο παρτσινέβελων (συνιδιοκτητών), και στην προσωπική τους φιλία με τον Μόραλη και τον Τσαρούχη». (Εφημερίδα Το Βήμα, 10/8/1997) ἐδῶ

Τὀ wiktionary δίνει ὡς πιθανὲς ἐτυμολογίες: < ἰταλικά barcaiuolo / barcaiolo (βαρκάρης) ἤ τουρκικά parça (κομμάτι). Ἡ ἔννοια τῆς συνιδιοκτησίας μᾶς ὁδηγεῖ μᾶλλον στὴ δεύτερη.

Στὸ wiktionary καὶ στὸ Κερκυραϊκὸ Λεξικὸ τὴ βρίσκουμε μὲ 2η ἔννοια νοικοκύρης, ἀφεντικὸ.

Ὅλα κι ὅλα! Δὲ θὰ σὲ βάλω καὶ παρτσινέβελο στὸ κεφάλι μου!

  1. Τέλος στὸ γλωσσάρι τοῦ Τσιφόρου τὴν βρίσκουμε μὲ 3η ἔννοια

παρτσινέβελος = σύρτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αργκοτική ονομασία του παραισθησιογόνου μανιταριού που εμφανίζεται στα περισσότερα παιδικά κινούμενα σχέδια. Αναγνωρίσιμο από το κόκκινο "σκουφάκι" με τις λευκές βούλες/κηλίδες.

Μαγικό λόγω του φτιαξίματος που σου κάνει και κόκκινο λόγω χρώματος.

Επιστημονικά είναι γνωστό ως amanita muscaria ή και fly amanita. Θεωρείται βρώσιμο από τους λαούς της Σιβηρίας μέχρι τον γνωστό υδραυλικό Σούπερ Μάριο και από τους ινδουιστές, τους Βίκινγκς και τους χριστιανούς μέχρι και τους Λιθουανούς (μαζί με βότκα σε γάμους) για ψυχεδελικούς λόγους. Και φυσικά σε χρήση από τα στρουμφάκια για στεγαστικούς λόγους! Ο Νίκος Πλατής στο βιβλίο του Κάμα Τσούχτρα αναφέρει ότι είναι δηλητηριώδες και για αυτό επικίνδυνο, σ' όποιον δε γνωρίζει καλά την επεξεργασία του. Ψήνεται σε χλιαρό φούρνο και όταν αφυδατωθεί εντελώς, τρίβεται σε σκόνη. Μια συνηθισμένη δόση είναι 10 με 15 κουταλάκια του γλυκού. Κάνει δυνατό "Τρίπ".

-Γουστάρω να τριπάρουμε με μαγικό κόκκινο απόψε καύλα.

-Οκ, καυλιάρη!

mushroom στρουμφάκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ διαδεδομένη μονοετή πόα με αρωματικά άνθη Datura.

Ονομάζεται και -Βοτάνι του Διαβόλου- και πέρα από κοινό αγριόχορτο είναι και πολύ ισχυρό και πολύ επικίνδυνο ναρκωτικό ή πιο σωστά δηλητήριο. Σύμφωνα με το Νίκο Πλατή σχεδόν πάντα κάνει βρώμικο "φτιάξιμο" και αφόρητο πονοκέφαλο. Δεν υπάρχει πιο οδυνηρή κι εξευτελιστική εμπειρία. Μια πραγματική ζωντανή φρίκη. Καθηλωμένος επί 7-8 ώρες ατέρμονες ώρες στους πιο μαύρους εφιάλτες σου, ανίκανος ακόμα και να σαλέψεις ή ν' αναπνεύσεις. Ίδια εφέ προκαλεί και η καλλωπιστική αδελφή της, η εξίσου δηλητηριώδεις Brugmansia (μπρουγκμάνσια). Οι πηγές που αναφέρουν ποια τμήματα του φυτού είναι "βρώσιμα" και ποια όχι είναι αντιφατικές.

Όποιος/όποια είναι αρκετά ξεροκέφαλος και τελικά έχει σκοπό να δοκιμάσει τη ντατούρα να λάβει υπόψη του πως το "τριπάρισμα" της διαρκεί μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο της δόσης, είτε το μετανιώσει είτε όχι, δεν υπάρχει τρόπος να το διακόψει. Αρχικά θα του κάνει τη γλώσσα τσαρούχι, λίγο μετά θα αρχίσουν τα όργανα και θα παίζουν για 8 συνεχόμενες ώρες, ίσως και να πεθάνει.

Μείνετε μακριά από τη ντατούρα.

περισσότερα εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποίηση της έκφρασης "δεν νιώθει". Χαρακτηρίζει αυτόν που δεν εκτιμάει, δεν καταλαβαίνει, δεν τον νοιάζει, δεν τον θίγει ή/και δεν τον συγκινεί τίποτα. Ο χοντρόπετσος, ο παχύδερμος, ο άνιωθος.

Τούντορ, ο μαθητευόμενος μάγος, ο δεχόμενος χαρτάκι από τους ανωτέρους του, ο κολληματίας, ο δενιώθογλου.

από ΠΑΟΚτσήδικο φόρουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified