Το στόμα στην ντούρα σλανγκ, ειδικά όταν αυτό εκφέρει λόγια βαρυσήμαντα (με την καλή ή την κακή έννοια).

- Εγώ πάντως μ' αυτά και μ' αυτά ξαναθυμήθηκα Μαλβίνα και συνειδητοποίησα πόσο λείπει. Τι θα είχε πει ο στόμας της αν ζούσε (εδώ)

- Ooόοοοoo τάπα Κανέλλη ΤΩΡΑ - Tι λέει ο στόμας της ωρέ παιδιά; (εκεί)

- Απ’ όλα τα θεϊκά που έβγαλε ο στόμας του Σταύρου στα γραφεία του πρόταγκον πριν μερικές μέρες ήταν το παρακάτω: «Εγώ τώρα, δε θα πάω στην Ευρωβουλή. Δεν έχω ίσως και τα προσόντα. Καλά καλά δεν ξέρω ξένες γλώσσες. Θα μείνω λοιπόν στην Ελλάδα. Το τι θα κάνω θα εξαρτηθεί πάλι από εσάς. …» (παραπέρα)

Του Τσιφόρου, σύμφωνα με την Ironick (εδώ).

Απαντά ως ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιπαθητικός παππάς, συνήθως με μεγάλα γένεια

Ήταν ένας τραγόπαππας εκεί, δεν μας άφηνε να καπνίσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τζιτζής, τζιτζού

Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.

Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τζελάτης ή τζιλάτης

Βασανιστής, δήμιος, τύραννος (>τζελατεύω ή τζιλατεύω).

Η μαμά στο παιδί της που ενοχλεί το μικρό του αδελφάκι: Μη τζιλατεύεις το αδελφάκι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ανδρικοί όρχεις. Το λέμε χαϊδευτικά για να αποφύγουμε την χυδαία λέξη κυρίως μπροστά σε γυναίκες. Η λέξη ίσως προέρχεται από τη λέξει μπομπολόνι που είναι ο λουκουμάς.

Σιγά ρε αγάπη μου. Τελικά μας έκλασε τα μπομπολίνια το αφεντικό στη δουλειά!

Συνώνυμο: τομπολίνια, βλέπε και τρομπολίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν οι Αργείτες τους Ναυπλιώτες διότι έπλεναν τους πισινούς τους (και όχι μόνον) σε τούρκικα λουτρά. Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών χαρακτηρισμών τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

- Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρομιάρηδες τους «Φράγκους» για μερικούς λόγους, εκ των οποίων οικυριότεροι ήταν, το ότι έτρωγαν χοιρινό και το ότι δεν καθάριζαν τον κώλο τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Το περσικό παρατσούκλι για τους «Φράγκους» γενικά είναι (kun nashu)· κυριολεκτικά «αυτός που δεν πλένει τον κώλο του», δηλαδή ο «μη κωλοπλένης». Οι Aργείτες αποκαλούσαν «κωλοπλένηδες» τους Ναυπλιώτες, λόγω του ότι επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά. (εδώ)

Απομεινάρια Τουρκικού λουτρού στο Νάυπλιο Ceci n'est pas un καλά πλυμένος κώλος

- Yπάρχουν κάποιοι κωλοπλένηδες που ζούν ανάμεσά μας, που λές και ζούνε σε άλλο σύμπαν, λές και είναι κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, λες και δεν ακούν και δεν διαβάζουν πλέον τίποτα για το τόπο τους, και διατυπώνουν τις πιο παράλογες και ανεπίκαιρες απαιτήσεις. Σαν το κύριο ανώνυμο ιθαγενή που έστειλε επιστολή σε τοπικό μπλόγκ της Αργολίδος τις προάλλες, διαμαρτυρόμενος για... (εκεί)

Πέον να σημειωθεί ότι υπάρχουν κι άλλες Π.Ο.Π. (Παπαρολογίες Ονομασίας Προέλευσης) εις βάρος όσων επιμελούνται τις ευαίσθητες περιοχές τους (πιχί παστρικιά). Αντιγράφω κείμενο του τιτανοτεραστίου aias.ath:

Ὡς πρὸς τὴν καθαριότητα: Στὴ Σμύρνη οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ εὐμάρεια, καὶ εἶχαν ἐπίπεδο παρόμοιο μὲ τὸ εὐρωπακὸ τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ χαμάμια, νὰ φᾶνε κι οἱ κόττες. Στὴν Ἑλλάδα τότε δὲν εἴχαμε λουτρὸ μέσα στὸ σπίτι· καὶ τὰ δημόσια ἦσαν σπανία ἐξαίρεσις. Ὁ παπποῦς μου ἔφτειαξε λουτρὸ στὸ καινούργιο του σπίτι τῷ 1928, καὶ ἀντιμετώπισε σχόλια τοῦ τύπου «ἀχρείαστο νὰ εἶναι», ἀλλὰ καὶ κακοήθη τοιαῦτα, τοῦ τύπου «κύριε Γιῶργο μου, δὲν εἶναι σωστό· ἔχεις καὶ κορίτσι πρᾶμα» δλδ μὴ σοῦ ποῦνε τὴν κόρη παστρικιά. Φυσικά, βρομιαραῖοι ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν παντοῦ καὶ πάντα, καὶ στὴ Σμύρνη.

Πηγή: εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η Ελληνική μετάφραση του γνωστου σε όλους μας YOLO και τα αρχικά σημαίνουν Μια Ζωη Την Εχουμε.

Θα πάρω σουβλάκι με μερέντα, ΜΖΤΕ ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η δίψα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το δίνει ως πιθανόν ηχομιμητικό. (Διερωτώμαι αν υπάρχει σχέση με ρομανί). Στο καλιαρντοσκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει" του Χάρρυ Κλυνν βρίσκουμε το ουσιαστικό μπλούκρω που μάλλον σημαίνει τη διψασμένη.

  1. -Δεν έχεις μωρή κουρκουλεζού νάκα να χαλέψουμε με το λατσο-μολ; Καμιά σιτεμένη φούσκα; -Έχω κουρνταβά μωρή μπλούκρου. (Παράδειγμα Παπάρα εδώ).
  2. Αβέλτε μου κάνα γαργαρογκλασόνι γιατί άφρισα η μπλούκρω! Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Βλ. τέλος μηδιού).

Μετά το 1.24

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σαν το "βαψομαλλιάς" αλλά γίνεσαι λιγότερο ρόμπα διότι δε φαίνεται και τόσο πολύ.

- Είδες σήμερα στην ΕΡΤ τον βαψοφρυδιά;
- Όχι δεν είδα τίποτα, τον Καμμένο εννοείς;
- Όχι ρε συ, αυτός είναι βαψομαλλιάς, για τον Μεϊμαράκη λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλλί που είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά από κάποιο ξαφνικό γεγονός.

  1. Όσο αυτή οδηγάει και συνοδηγός είναι ο μέλλων γαμπρός που εκείνη ποθεί στο έπακρο, του μιλά με μαγκιά λιμενεργάτη για κάποια τους διαφωνία μπροστά στους φίλους του και τότε εκείνος, της χτυπά εν κινήσει το κεφάλι τρεις στο τιμόνι και μια στο παράθυρο για να έρθει στα ίσα της.
  2. Έπειτα από ηλεκτροπληξία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified