Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.
-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!
Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.
-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδηλώσει κατάσταση πλήρους αδράνειας, όμοια με αυτή στην οποία βρίσκεται κάποιος υπό την επήρεια ηρωίνης.
Παράγωγο ρήμα: ζαμπονιάζω.
-Πω ρε φίλε από τις 5 το απόγευμα το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι στον καναπέ και να βλέπω τηλεόραση, έχω γίνει ζαμπόν (/ έχω ζαμπονιάσει)...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πολύ ωραίο, το super, το ολοκληρωμένο (από το κομπλέ - complet).
-Κάτσαμε στην παραλία όλη μέρα και περάσαμε κόμπλα!
Got a better definition? Add it!
Η μπύρα που αγοράζεις στο περίπτερο όταν δεν έχεις λεφτά, ή βαριέσαι να πας στο bar.
- Τέλος του μήνα και δεν είχαμε μία. Χτυπήσαμε κάτι περιπτερόμπυρα στην πλατεία και περάσαμε κόμπλα.
Got a better definition? Add it!
(ή τσουλί)
Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).
Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).
Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παραισθησιογόνο μανιτάρι.
Η ετυμολογία προέρχεται από το αγγλικό mushroom -> shroοm -> σρούμι.
Got a better definition? Add it!
Published
Το Άμστερνταμ εν συντομία. Χρησιμοποιείται από άτομα που έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές την εν λόγω πόλη και κατ' επέκταση νιώθουν μια κάποια οικειότητα προς αυτή.
-Πω ρε φίλε τέτοια σοκολάτα είχα να πιω από τα περασμένα Χριστούγεννα στο Νταμ!
Got a better definition? Add it!
Published
Η άκρως ενοχλητική μυρωδιά σπόρου που σκάει κατά τη διάρκεια καπνίσματος μπάφου και παραπέμπει σε μυρωδιά φρεσκοψημένης μπριζόλας. Συχνά έχει ως αποτέλεσμα την έντονη αποδοκιμασία του εκάστοτε στρίφτη για την έλλειψη προνοητικότητας που τον διέκρινε καθώς δεν μπήκε στον κόπο να ξεσπορίσει το stuff.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified