Στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν τον Εμπειρίκον, το ψωλοκόριτσο ορίζεται αστασιάστως ως «ἡ κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλὴν», ήτοι η ψωλοζητιάνα, η ψωλοδιψάζουσα ζητιάνα της πούτσας, η ψωλού. Στο νέτι το βρίσκω και με πιο queer σημασίες ως κορίτσια που έχουν/ είχαν ψωλή (τραβέλια ή τρανσφόρμερ) ή παντός είδους ψωλίδας.

  1. -Ἄν είμαι λοιπὸν γκουνιώτα, πρέπει να είμαι τόσο λίγο ποὺ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀληθινὰ γκουνιώτα... Τόσο λίγο ὅσο ἐγώ, εἶσαι καὶ σὺ Μιμί μου, δὲν τὸ παραδέχεσαι;
    - Τὸ παραδέχομαι απολύτως... Τόσο ὅσο λὲς είμαι καὶ ἐγώ... Κι ὅποια κοπέλλα εἶναι τόσο λίγο, δὲν εἶναι γκουνιώτα, μὰ ψωλοκόριτσο- δηλαδή κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλή!... Ἡ μόνη μας διαφορὰ εἶναι, θαρρῶ, ὅτι τρελλαίνομαι ὄχι μόνο γιὰ ψωλὴ μὰ καὶ γιὰ σπέρμα... Μπορῶ νὰ καταπιῶ 5-6 ἀνδρῶν ψωλόχυμα, συνέχεια, τοῦ ἑνὸς μετὰ τοῦ ἄλλου...
    - Καὶ τὸ μουνόχυμα; Ἄν χύσηι μιὰ κοπέλλα μὲς στὸ στόμα σου δὲν σοῦ ἀρέσει;
    - Μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ πάντα τὸ καταπίνω... Θεωρῶ ὅμως τὸ σπέρμα ὡς κάτι ἀνώτερο, πολὺ άνώτερο, ὅσο εἶναι ἡ σαμπάνια ἀπὸ τὸ κοινὸ κρασί... ποὺ δὲν ἀρνοῦμαι ὅμως ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν άξίαν του. Μ'ἐννόησες, ἀγαπητή μου Estelle; (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 3, σ. 302).

  2. Συνέχισε ψωλοκόριτσο. Ποιείς ωραίαν μαλακίαν. Στας διαταγάς σας κυρία. (Από σάιτ).

  3. ανωμαλο τρανσ ψωλοκοριτσο 25 χρονων ψαχνει παρέα για τρελα παιχνίδια. (Από σάιτ γνωριμιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ σφοδρές γαμιές με έγκαυλη ζέση.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεξιοτέχνις της χειραντλήσεως ψωλογάλακτος, η φραπεδιάρα, η χαρίεσσα ἀνασεισίφαλλος.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Η συμπαθής ψωλοτρομπάρισσα έχει βγάλει από τον στηθόδεσμόν της και την μπλούζαν της τους μεγάλους και σφικτούς μαστούς της, και το αγόρι, με το στόμα ανοικτόν ωσάν να φωνάζη από την γλύκαν του, και με τα μάτια του λιγωμένα, ψαύει και ζουλά με πάθος τα ωραία βυζιά, των οποίων αι εκτοξευόμεναι ζωηρώς και από την καύλαν ρώγες, ομοιάζουν πολύ με εν πλήρει στύσει μικράς ψωλάς.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμαρτωλό καυλάκι, η ευειδής και ηδυπαθής θεραπαινίς, ο καυλοπυρέσσων μουνάγγελος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Και ενώ ο οργασµός τής Φλώσσυ εξηκολούθει, καθ' όλην τήν διάρκειάν του, ο φύλαξ, φλεγόµενος από τήν διέγερσίν του, µε τό βλέµµα του καρφωµένον εις τήν σφύζουσαν μουνότρυπαν τής κορασίδος, εκ τής οποίας έρρεε εκ νέου ο ερωτικός χυµός της, ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας, δονούµενος από τόν ίµερόν του, εκοίταζε κεχηνώς τήν εµέσσουσαν ροδαλήν οπήν, και απεταµίευε εις τήν µνήµην του και εις τήν ψυχήν του, ως ανεκτίµητον θησαυρόν, τό εξαίσιον θέαµα τού οργασµού και τό γλυκύ ακρόαµα τών στεναγµών και τών κραυγών τής ηδονής που εξέφευγαν από τά χείλη τής ασπαιρούσης κόρης, και εξηκολούθησε να τής τρίβη τό αιδοίον, έως που εβεβαιώθη ότι όσον μουνόχυμα είχε να διάθεση τήν στιγµήν εκείνην η ωραία καυλόπαις, είχε εξέλθει εκ τού ερωτικού οργάνου της.

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι η κλειτορίδα ή οι θηλές της γυναίκας όταν λόγω εγκαύλου καταστάσεως ερεθιστούν και ομοιάσουν με μικράν ψωλήν, δείχνοντας την κοινότητα της εγκαύλου συνθήκης μεταξύ ανδρών και γυναικών.

«Κύπτουσα ἐπὶ τῆς τελείως ἐκτεθειμένης ἡβικῆς χώρας τῆς Γκρέτας, καὶ παρατηροῦσα μὲ λιγωμένην τρυφερότητα τὸ φουσκωτὸν αἰδοῖον της, τὴν ηὐνάνιζε σταθερὰ καὶ μὲ μεγάλην ἐπιδεξιότητα, τρίβουσα τὴν ὑπερσφύζουσαν κλειτορίδα της μὲ τὸν μεσαῖον δάκτυλον τῆς δεξιᾶς της, ἐνῶ, μὲ τὴν ἀριστεράν της, ἔτριβε καὶ ἐμάλασσε τοὺς ὡσαύτως γυμνωμένους καὶ εἰς πλήρη σπάργωσιν πυργουμένους σφικτοὺς μαστούς της, τῶν ὁποίων αἱ ἐκτοξευμέναι θηλαὶ ὠμοίαζαν τώρα μὲ δύο κατακαυλωμένας μικροσκοπικὰς ψωλίδας». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 55)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι συνώνυμο του ψωλίς, ήτοι η ερεθισμένη κλειτορίδα της γυναίκας ως μικρό πέος. Δηλώνει τη φαλλική υπόσταση λεσβίας ή εγκαύλου κορασίδος.

«Τότε μόνον ἐπρόσεξε ὁ ἐν ψυχικῆι διαμάχηι τελῶν ναύτης, ὅτι τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν μόνον τὴν ἡδονικὴν ὀπὴν τοῦ αἰδοίου, ποὺ ἐμφωλεύει μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν ἐσωτερικῶν χειλέων τῆς ἐρωτικῆς σχισμῆς ὅλων τῶν γυναικῶν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὅτι ἔβλεπαν κάτι ποὺ δὲν ἐτρέπετο ὅπως ὁ κόλπος πρὸς τὰ ἔσω, μὰ ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἔξω, κάτι, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Τζέην ἤνοιξεν περισσότερο τὰ σκέλη της πρὸ ὁλίγου, ἤρχισεν ὡς βέλον πολὺ μικρόν, ἢ ὡς γλωσσίδιον χαρίεν, ἢ ὡς στήμων εὐαίσθητος θερμοῦ σαρκοπετάλου ἄνθους, νὰ αἰχμίζηι εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ μουνιοῦ, καὶ νὰ τανύεται, νὰ πάλλεται, καὶ νὰ ἐκμυτίζηι ὡς ράμφος μικροῦ πουλιοῦ, περιπαθῶς καὶ ἐπιχαρίτως, ἤ, ἀκριβέστερον ἀκόμη, ὡς μία μικρὰ ψωλίς, ὡς ἕνα πεΐδιον μικρόν, μικρούτσικον καὶ ὑποτυπῶδες, τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ ἐπιτεθῆι, νὰ ἐκτοξευθῆι, νὰ χύσηι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 83).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα αγγλικά δεν σημαίνει και πολλά. Στα Greeglish απλά η πανσέληνος.

- Τι ωραίο φεγγάρι αυτό απόψε ρε παιδιά!

- Ναι… moonara!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χειράντλησις: η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος πούτσης, ίνα εκτοξευθεί το λιπαρόν σπερµατικόν πίαρ. Κοινώς, η μαλακία.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
Άλλος (είναι ένας άνδρας στιβαρός) εις ήσυχον σημείον ενός πάρκου, υπό το φως ενός φανού κινών με σθένος την δεξιάν του, τρίβει το γυμνωμένον πέος του και μία διερχομένην νεάνιδα (που ερυθριά πολύ, μα στέκει και τον κοιτά) καλεί, με «Άαααχ!» και «Ωωωχ!» λαγνοβαρή, με επιμόνους φλογερούς εις την γαλήνην της νυκτός ψιθύρους, ικετεύων αυτήν να πλησιάση, και από κοντά να ιδή το εξογκωμένον πέος του, και, ωσαύτως, μέχρι τέλους, την τελουμένην επ’ αυτού χειράντλησιν του σπέρματός του

2.
Και όμως, εύκολα θα μπορούσαμε να κάνουμε λίγη αυτοκριτική, να πούμε «φτάνει, πια, η παροξυσμική, παρακρουστική, εθνική χειράντλησις σπέρματος».

3.
Ναὶ μέν, ὁ ὑπερφαὴς κῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν μεγάλων Μετεώρων, Προηγούμενος Ἀθανάσιος, κατερείπωσε τὸ σκέλεθρο τῶν ἀρβυλοπατημένων τοῦ δικομματισμοῦ... Καὶ ναὶ μὲν κι ἐμεῖς, οἱ ἐκεῖ πανεπιστημιακοί, δείξαμε τὴν ἐλεφαντίασιν τοῦ κεχηνότος μὴ ὑπουργείου τους, ἀλλὰ ξανά: γιατί τόση καὶ τέτοια ἡ μεμαλθακισμένη χειράντλησις, ἡ ἐκπορευομένη ἐκ τοῦ σεβαστοῦ ὑπουργείου τῆς Παιδείας τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μεθόδου επαυνάνισις της εν λαγνική εξάρσει παλλομένης πούτσης, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος σπερματική βροχή.

Φραπέλημμα του του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε η σιωπή τού κατάπληκτου ανδρός, και ο Μπερτιέ επρόκειτο να οµιλήση και µάλιστα ενθουσιωδώς όταν η γλυκεία παιδίσκη, νοµίζουσα ότι ο ζωγράφος δεν τήν εφαντάζετο αρκετά πεπειραµένην εις τήν τέχνην τής ψωλαντλήσεως, υπεγράµµισε διά µιας σαφούς διαβεβαιώσεως και µε τήν ιδίαν πάντοτε αµεσότητα και ελευθερίαν, τήν ικανότητά της εις τήν αυνάνισιν τών ανδρών. « Μαλακίζω καλά... Θα δήτε, θα ευχαριστηθήτε... Αφήστε µε να σας τήν τρίψω... Ή µήπως έκανα λάθος και δεν θέλετε; » (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωνυμία του Θεού στον οποίο πιστεύει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, για τη λατρεία του οποίου έχει επιστρατεύσει ένα ετερόκλητο θεολογικό και φιλοσοφικό υλικό.

Τον θεωρεί ως έναν Θεό γονιμοποιητή, όπως στην αρχαία ελληνική μυθολογία, που έχει χαρακτηριστικά του Δία και του Πανός, ο Οποίος, όμως, κείται επέκεινα του καλού και του κακού, σύμφωνα με την κατάρριψη της χριστιανικής ηθικής στο ομώνυμο έργο του Friedrich Nietzsche. Φέρει ωστόσο ονόματα και του χριστιανικού Θεού αντλημένα από τη βυζαντινή παράδοση την οποία οικειούται απολύτως ο Εμπειρίκος στο πλαίσιο μιας γλωσσικής φετιχιστικής προσκόλλησης στην ελληνοπρέπεια του λόγου, που χαρακτηρίζει όλη τη γενιά του 1930. Ο βυζαντινός μυστικισμός του Ακτίστου Φωτός μπλέκεται έτσι με τις αρχαιοελληνικές οργιαστικές λατρείες, με τον ιουδαϊστικό αποκρυφισμό, με τον πανθεϊσμό ή πανενθεϊσμό του Baruch Spinoza (=ο Θεός μέσα στα κτίσματα, ή ο Θεός εκτός των κτισμάτων, αλλά η ενέργειά Του εντός τους), και με τον προφητικό αντιηθικισμό και ουτοπισμό του δυτικού 19ου αιώνα σε ένα ιδιότυπο εμπειρίκειο συνονθύλευμα (βλ. παράδειγμα).

«Μήπως οἱ ἀπέραντοι κόσμοι ποὺ ἀπετέλουν τὴν θεσπεσίαν ἁρμονίαν ἦσαν τὸ ἔργον ὄχι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς ἐπιβάλληι, ἀλλὰ ἑνὸς Θεοῦ τελείως διαφορετικοῦ, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοκράτορος, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοδυνάμου, ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὰ ἲδια τὰ ἔργα του καὶ τὰ κτίσματά του, ἀποτελοῦντος ἕνα μὲ αὐτά, καὶ ὑπάρχοντος παντοῦ ἀλλ' ἀοράτου, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὴ μὰ ἀόρατος ἡ ἐνέργεια, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν μὰ ἀόρατον τὸ πνεῦμα, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν ἀλλὰ μὴ ὁρατὸν εἰς τοὺς πολλοὺς τὸ Μέγα Φῶς τὸ Ἄκτιστον, τὸ ἐν μεγαλείωι καὶ δόξηι καταυγάζον, τὸ εἰς τοὺς αἰῶνας ἄπιαστον, μὰ ἐκθαμβωτικὰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ὁρατόν, μόνον εἰς ὅσους εὐλογήθησαν μὲ τὴν Ὑψίστην Χάριν τὸ Φῶς αὐτὸ νὰ ἰδοῦν; [...] Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Καὶ μήπως αἱ ἡδοναὶ αὐταί, τουτέστιν αἱ ἐρωτικαί, ἦσαν αἱ πράξεις ἐκεῖναι, ποὺ ἐπλησίαζαν ἀσυγκρίτως περισσότερον ἀπ' ὁ,τιδήποτε ἄλλο τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Μεγαλοψώλονα Θεόν, τὸν ἀπόλυτον Πλάστην καὶ Κτήτορα τοῦ Κόσμου, τὸν Ἀπόλυτον Κύριον τῶν Δυνάμεων, τὸν Ἀπόλυτον Ἄρχοντα τῶν Οὐρανῶν καὶ τῆς μικρᾶς μας Γῆς;» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Dick Almighty (από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified