Στο ιδιόλεκτο του αθλητικού παρουσιαστή Γιώργου Γεωργίου κάνω κάτι όλο αβγό σημαίνει μια ενέργεια με χάρη.

Όλο αβγό το έκανε η παικτούρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι μέσα στη φασολάδα είναι ποδοσφαιρική αργκό που σημαίνει ότι μια ομάδα είναι ακόμα μέσα στη διεκδίκηση του γκολ και, εν γένει, των στόχων της.

Μέσα στη φασολάδα είναι αλλά πολύ κλο κλο

Got a better definition? Add it!

Published

Στο ποδόσφαιρο είναι το να σκοράρεις γκολ με δυνατό ψηλοκρεμαστό σουτ με καμπύλη.

Πώς του το 'σταξε έτσι, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χάλιας, αυτός που είναι απαίσια στην εμφάνισή του. Βλ. γλαφυρό ορισμό στο παράδειγμα.

(Από εδώ): Ο μέσος χαλέος είναι ακουσμένος, αλλά όσοι είναι ακουσμένοι δεν είναι χαλέοι. Βέβαια, ο ορισμός έχει την φράση παγίδα «καθιστά εμφανές», που θα πει ότι ο χαλέος (άρα, ο χαλασμένος) γουστάρει να φαίνεται πιωμένος, μαστουρωμένος και τα συναφή. Και ναι, αυτό ισχύει. Ο χαλέος είναι χάλι, αποχαλινωμένος. Ωραίος τύπος, καλός.

Δηλαδή, ο φασαίος μπορεί να στην βγει και λίγο εξυπνακίστικα ή να στην δώσει με κάποια συμπεριφορά ή εμμονή του Ο χαλέος δεν έχει εμμονές. Εκτός του ότι συνήθως την πίνει, είναι άνθρωπος απλός-ενίοτε, και απλοϊκός. Πολύ φυσική όψη, συνήθως μακριά μαλλιά. Απλό ντύσιμο, χωρίς κραυγαλέες αντιθέσεις στα χρώματα. Μπλουζάκι-παντελόνι.

Ήρθε η στιγμή για μια σημείωση: οι χαλέοι είναι περισσότεροι από τις χαλέες. Η χαλέα με την φασαία βρίσκονται εγγύτερα. Δεν ξέρω αν σας είναι σαφές. Χαλέος με φασαίο, ως αρσενικότητες, έχουν περισσότερες διαφορές από όσες η χαλέα και η φασαία ως θηλυκότητες. Ίσως, πάλι, η έρευνά μου δεν έχει ωριμάσει αρκετά σε σχέση με τις χαλέες.

Ο χαλέος τρώει ψιλο-ό, τι βρει. Δεν έχει να διαλάγει τον βιολογικό φούρνο, το ζουμερό αβοκάντο, το καλό το κρέας από τον χασάπη 10 χιλιόμετρα από το σπίτι του. Αυτά είναι φασαιότητες. Ο χαλαίος είναι σαν το νεράκι, προσαρμόζεται εύκολα σε δοχεία. Είναι, βέβαια, κάπως πιο πολιτικοποιημένος από τον φασαίο. Ή ίσως, στους φασαίους θα βρεις περισσότερα απολιτίκ άτομα. Ο μέσος Έλληνας χαλέος, που είναι η 20s εκδοχή του γκρούβαλου (του χίπη, ξιπόλητου με μούσια μέχρι το στήθος, ξιποληταρία στα βράχια της Γαύδου, πιθανά Κνίτη, Ρηγά ή αναρχικού), έχει ενσωματώσει τιε πέντε δέκα basic ιδέες αριστεροσύνης και αλληλεγγυότητας: φεμινισμός, οι πρόσφυγες είναι φίλοι μας, όλοι οι νεοέλληνες χριστιανοί μπάρμπες είναι κυρ-Παντελήδες, μίσος για τους πλούσιους καταπιεστές κλπ. Αυτά δεν είναι δουλεμένα σε μια βάση διαβάσματος, ζύμωσης και κοινωνικής εμπέδωσής τους. Ο χαλέος τα ακούει, τα ξεσηκώνει από συζητήσεις με στριφτά τσιγάρα κάπου στα όρθια, αλλά παίζει και να μην έχει κατέβει σε καμία πορεία σε όλη του την ζωή. Τα ενστερνίζεται γιατί του φαίνονται δίκαια και σωστά.

Μια άλλη βασικότατη διάκρισή του με τον φασαίο είναι η χαλαρή, πολύ χαλαρή, σχέση του με το διαδίκτυο. Συχνά, οι χαλέοι δεν έχουν σόσιαλ ή τα έχουν για να παρακολουθούν τους άλλους, τους κολλητούς ή την κοπέλα τους. Και πάλι, χαλαρά. Μπορεί να μπαίνουν δυο φορές την εβδομάδα. Και πολύ σας λέω.

Ο χαλέος φοράει βερμούδα το καλοκαίρι, ακούει ακόμα Ημισκούμπρια, δεν είναι πολύ extrovert κοινωνικά, του αρέσουν συνήθως μη χαλέες, πίνει πολλές μπίρες και, πιθανώς, πολλούς μπάφους. Αν καλούμουν να σχεδιάσω έναν χαλέο, θα τον έκανα κοντούλη, αδυνατούλη, με μπούκλες στα καστανά μαλλιά του, ωραίο πρόσωπο, αμηχανία στο βλέμμα, διστακτικότητα στις κινήσεις. Ο χαλέος είναι αυτός που, κατά την άποψή μου, θα επιβιώσει ανάμεσα στο χαωμένο σύμπαν φασαίων, γυμναστηριακών, κάγκουρων, χαρτογιακάδων και φλώρων.

Ο χαλέος είναι το μέλλον-είναι απλός, οικονομικός, γλυκούλης, καλόκαρδος, λίγο προχειρατζής βέβαια και ελαφρώς, τόσο όσο για να τον ερωτευτείς, επιπόλαιος. Τον αγαπάμε, τον προστατεύουμε, τον μιμούμαστε σε κάποιες από τις συνήθειές του. Ας πούμε, μην δει γάτα και σκυλί στο δρόμο. Θα πάει να χαϊδέψει, να αγκαλιάσει. Βασικά, χρειάζεται ο ίδιος μπόλικες αγκαλιές κι ας μην το ομολογεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρεζάκιας, ο τοξικοεξαρτημένος, εκ του πρεζαίος -> ζαίος (κομμέ) -> ζέουλο (υποκοριστικό).

Γέμισε ζέουλα το πάρκο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τοξικοεξαρτημένος, ο πρεζάκιας στα κομμέ ή, μάλλον, στα μένα.

  1. Κάποτε ο ζακιας σας πληρωσε για να του βρίζετε τη μάνα στην κερκίδα. Τώρα ξανά γραμμή. Έλα, βριστε του και ευχηθείτε του τα πάντα, όπως κάνατε στους Βαρδινογιαννηδες. Σαν καλοι υπάλληλοι. (Χ).
  2. Ο συγκεκριμένος ζακιας καλλιτέχνης που φαντασιωνεται ότι είναι ο Goya....πως θα αποθανατιζε την μητέρα του...το λέω επειδή για να προκαλέσει μπογιατισε έτσι την Μητέρα ολων. (Χ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρεζάκιας εκ του: πρεζαίος -> ζαίος (στα κομμέ) -> ζαίουλο (υποκοριστικό).

Πιάσε ένα ζαίουλο στη γωνία, αραχτό και λάιτ!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κάνει νταφού, από τον ομώνυμο ήρωα.

Έσκασε μύτη ο Φου Μαντσού στον Ρούκουνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο μπαφάκιας.

Όταν πέρασα πολυτεχνείο είχα τις πρώτες μου επίσημες επαφές με τη συνομοταξία. Επί το πλείστον ανεξάρτητοι, αυτόνομοι και διασπασμένοι ακόμα και με τον εαυτό τους, οι τζιβάτοι είχαν μια τάση προς τα αριστερά κινήματα με τα πολλά αρχικά: Ε.ΝΕ.Ρ.Γ.ΕΙ.Α, Α.Ρ.ΧΗ. ΑΣ.ΠΡΟ.Δ.ΟΝ.ΤΗ.Σ. και παρόμοιες παρατάξεις ξεπηδούσαν κάθε δεκαπενθήμερο στα τραπεζάκια της σχολής. Και όλα ήταν στελεχωμένα με αφανοφόρους μουσο-ξερόλες και άσχημες γκόμενες με στυλάκι "προσπαθώ να γίνω ακόμα πιο άσχημη". Γαμώ το πρηξοπούτσι τους και γαμώ το "δασκαλίστικο" ύφος με το οποίο ξεκινούσαν κάθε συζήτηση. Ο "ανεξάρτητος" μπαφάτος πάντα νόμιζε ότι ήξερε την τάδε μπάντα πριν από σένα, ότι ήταν ο μόνος που κατέβαζε South Park σε rmv απ' το Napster, ο μόνος που κατέχει τα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Από το 2000 και μετά, εξαπλώνεται και εξελίσσεται και πλέον στις μέρες μας ο τζιβάτος μεσουρανεί.

Ο σωστός τζιβάτος φοράει μεταχειρισμένο σαλβάρι μωβ-μαύρο, all-starάκια που έχουν γίνει παντόφλες απ' τα πολλά σκισίματα και από πάνω μπλούζα 8 νούμερα μεγαλύτερη, συνήθως άσπρη με στάμπα "Ψαροταβέρνα ΤΟ ΚΥΜΑ" ή κάτι παρόμοιο. Εναλλακτικά κυκλοφορεί παντού με μαγιό ξεβαμμένο απ' τον ήλιο και καφέ σανδάλι με στρώμα κοράτσας 2 cm, που θα αηδίαζε ακόμα και τα Τζαπανάκια του 2 girls 1 cup. Πάντα φέρει κάποιο "χειροποίητο" ξύλινο ή κοκκάλινο κόσμημα σε χέρια και πόδια, λες και είναι ο Σάκα Ζουλού. Το μαλλί του είναι φυσικά αφάνα ή τζίβα και βρωμάει σαν χώμα που το 'χει γαμήσει άστεγος. Αν το μαλλί είναι ίσιο και δε μπορεί απ' τη φύση του να τζιβώσει, θα το πιάσει με ευρηματικούς τρόπους χρησιμοποιώντας ριγέ πάνινη κορδέλα ή γυναικείο κλάμερ. Συχνά ο μπαφιάρης φέρει τεράστια γενειάδα που θα ζήλευε το μπάσταρδο παιδί του Zakk Wylde και του Osama Bin Laden. Βέβαια η γενειάδα παρουσιάζει πολλά "κενά" α-λα Bob Marley, καθότι το παιδί είναι ακόμα στην ανάπτυξή του. (Φάε ένα μαλάκα).

Got a better definition? Add it!

Published

Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για Ρώσο και γενικότερα για υποστηρικτή των ευρασιατικών δυνάμεων.

ΟΛΟΙ οι Σλαβα Ουκραινα ( ρεαλιστές και ιδεαλιστές , συντηρητικοί ή φιλελεύθεροι ) οραματίζονται ήδη τον επόμενο γύρο πολεμικής αναμέτρησης με τους σλαβομογγόλους Ορκ σε 5-10 χρόνια. (ΦΒ).

Got a better definition? Add it!

Published