Έκφραση που χρησιμοποιείται για να απαξιώσει πλοία με ανθρωπιστική βοήθεια και ακτιβιστές.
Η αρπαγή της Γκρέτας από το σέλφι γιοτ.
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να απαξιώσει πλοία με ανθρωπιστική βοήθεια και ακτιβιστές.
Η αρπαγή της Γκρέτας από το σέλφι γιοτ.
Got a better definition? Add it!
Ο οπαδός που συνηθίζει να μπαίνει στο γήπεδο δωρεάν με πρόσκληση και το παίζει παράγοντας, φλεξάρει κ.ο.κ.
Αν χάνουν οι Σέρβοι προς το τέλος δεν νομίζω να τα κάνουν λαμπόγυαλο. Είπαμε, υπάρχουν ανεγκέφαλοι σε κάθε κερκίδα και οι Σέρβοι δεν είναι και οι πιο ήρεμοι οπαδοί γενικά, αλλά δεν πιστεύω ότι θα δούμε κάτι ακραίο. Το πολύ-πολύ να πέσει κανένα μπουκάλι ή κατά την αποχώρηση των ομάδων για τα αποδυτήρια να σπρώξει κανένας οπαδός/σεκιουριτάς/προσκλησάκιας της Παρτιζάν, κάποιο μέλος της αποστολής της Ρεάλ.(Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τη Φιλιππινέζα στα κομμέ, ιδίως αν είναι πινέζα σε ύψος και πιπινέζα σε εμφάνιση και ακαθόριστη ηλικία, προερχόμενη από νησάκι στην πινέζα του χάρτη.
Για τα γεράματά μου θέλω να κάνω σχέση με μια πινέζα. Ξέρει κανείς κανένα καλό app, όπου να μπορώ να βρω;
Got a better definition? Add it!
Ο τρόπος, γνωριμία ή άτομο που χρησιμοποιεί κάποιος για να διεκπεραιώσει υπόθεσή του, το βύσμα, η άκρη.
Σκίζεται για ξένο ιντερέσο, ψάχνεται να βρει κανένα μέσο. Δεν τον νοιάζει γόπες που φουμάρει, φτάνει να τον λένε παληκάρι. (Λαϊκό άσμα).
Got a better definition? Add it!
Κοντός Πάντα Κερδάει. Χρησιμοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από οπαδούς του Προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν (θεωρουμένου ως κοντού) για να εκφράσει το δόγμα ότι η Ρωσία αποκλείεται να χάσει στην Ουκρανία, αλλά περισσότερο από αντιπάλους που ειρωνεύονται τη μη διαψευσιμότητα αυτού του δόγματος.
Οκ, οι Ουκρανοί διέλυσαν με ντρόουνς από το σουπερμάρκετ το 1/3 των ρωσικών στρατηγικών βομβαρδιστικών, αλλά κατά τα άλλα ΚΠΚ.
Got a better definition? Add it!
Επώνυμο που επέχει θέση προστακτικής, σημαίνοντας: ξεκόλλα!
Ξεκολλίδης, δεν έχω όρεξη για μανούρες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ψευδο-επώνυμο που χαρακτηρίζει γυναίκα που αρέσκεται στο πρωκτικό σεξ και συμπεριφέρεται γενικότερα ως ξεκωλάκι.
Got a better definition? Add it!
Ψευδο-επώνυμο που χαρακτηρίζει με σεξιστικό και ομοφοβικό τρόπο κάποιον που αρέσκεται στο πρωκτικό σεξ και θεωρείται ότι έχει στερεοτυπικώς αποδιδόμενες χαρακτηριολογικές ιδιότητες σχετιζόμενες με αυτό.
Τα «τούρκικα» νησιά είναι τα: Ίμια, Φαρμακονήσι, Μεγανήσι, Κατσικονήσι, Φούρνοι, Λήμνος, Πάτροκλος, Τζιά και μερικά ακόμα που είτε μου διαφεύγουν είτε δεν περιέχονται στα 21 Μνημόνια. Τα ελληνικά νησιά είναι (μέχρι σήμερα): η Αίγινα, ο Πόρος, οι Σπέτσες, το Γαϊδουρονήσι, οι Φλέβες, ο Αι Γιώργης και, βέβαια, το Νησί των Ανέμων που έχουν τις «βίλες» τους οι: Κώστας Αρχιδόπουλος, Νίκος Κοκαλάκης, Παύλος Κορακάκης, Γιάννης Κολωτρίφτης, Βαγγέλης Σκαθαροζούμης, Αντώνης Τουτανχαμόν, Γαλάτεια Φασιονίστα, Νικολέτα Καντακουζηνός, Μπέτυ Ξεσκισμένου, Ντίμης-Λούλα Ξεκωλίδης και λοιπά λουλούδια της νεοελληνικής χλωρίδος που φυτρώνουν σε κομπραδόρικες, μπαταξήδικες και παρασιτικές κοινωνίες όπως αυτή της Ελληνίτσας. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!