1. Κάπως πιο δόκιμα σημαίνει τρώω κάτι με το κουτάλι.

  2. Καθώς αρχίζουν οι μεταφορές, το κουταλιάζω μπορεί να περιγράψει τον βαθυκούταλο που με περισσή λαιμαργία ρίχνεται στο φαγητό, ή ακόμη πιο μεταφορικά κάποιον που ρίχνεται αρπαχτικά σε οποιαδήποτε ηδονή, λεφτά, ρεμούλα, σεξ, ή που αρπάζει και παντελονιάζει κάτι που δεν του ανήκει κ.ο.κ.

  3. Στα μάγκικα παλαιότερων εποχών και στα καλιαρντά έχει την σημασία βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω.

  1. Αυτό που μ'αρέσει σε μένα ειναι οτι ενώ παραπονιέμαι για τις κοιλιές και τα μπούτια μου,συνεχίζω ακάθεκτη να κουταλιαζω το παγωτό (Εδώ).

  2. Μια χαρά είναι οι Έλληνες. Αλλού είναι το πρόβλημα: [...] Είναι ο γερομπισμπίκης που την χούφτωσε, τα χούφτωσε, την κουτάλιασε, τα ενθυλάκωσε και τώρα κατοικεί δίπλα στον επικεφαλής των κατακτητών. (Εδώ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, ψιλοχρησιμοποιείται για μέλη και οπαδούς της ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. για λόγους που εξηγούνται αναλυτικά στο λήμμα λαχαναγορίτης. (Πιο σπάνιο πάντως από τα άλλα προσωνύμια των Παοκτσήδων, είναι δυσεύρετα τα γουγλικά ευρήματα).

Πάμε να νικήσουμε τους μανάβηδες μες στην Τούμπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Στα κερκυραϊκά, αλλά και στη Δυτική Πελοπόννησο λέγεται έτσι ο τενεκές, κυρίως αυτός που βάζουμε το ελαιόλαδο.

  1. Άμα έρθεις από το χωριό φέρε μας και μια λάτα ελαιόλαδο.

  2. Πάρε μου και ένα λατάκι κοκακόλα άμα περάσεις από το περίπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος ξεφτιλίζεται τελείως, που γελάνε και τα σκυλιά μαζί του. Μπορεί να έχει σχέση με την τουρκική παροιμία «ο γερασμένος λύκος ρεζίλι των σκυλιών». Και το ρεζίλι είναι τουρκική λέξη (rezil).

Οι πολιτικοί μας μας έχουν κάνει ρεζίλι των σκυλιών στην Ευρώπη!

Got a better definition? Add it!

Published

Τα κουτσομπολιά, τα επικίνδυνα και δολοφονικά, και συκοφαντικά, που προκαλούν προβλήματα. Λέγεται στην Καρδίτσα, αλλά και αλλού.

Κάθε μέρα βλέπει τις μεσημεριανατζούδες για να ακούσει τα τελευταία μαναφούκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οπαδός ή μέλος του Ολυμπιακού, της ομάδας του λιμανιού του Πειραιά. Κάπως πιο εύσχημο και δημοσιοκαφρικό ή δημοσιογαυρικό από το μαουνιέρης, χρησιμοποιείται πάντως κυρίως από τους αιώνιους αντίπαλους, τους βάζελους.

  1. ΧΑΡΕΙΤΕ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙΣΙΟΙ... ΜΟΝΟ ΩΣ ΤΑ PLAY OFF! Δεν αξήγητε αλλιώς αυτό που έγινε στο ΣΕΦ...ήθελαν να χάσουν από μόνοι τους οι παίχτες του Ζοτς, ας χαρούν αυτή τι νίκη οι Λιμανίσιοι...τα Play Off όμως ακολουθούν... (Εδώ).

  2. Αυτοί είστε λιμανίσιοι! Παράγκες, παραρτήματα, σκάνδαλα και τώρα στημένα επεισόδια για να πάρουν τον Τζιμπούρ! Τους ξεφτίλισε ο ατζέντης του Αλγερινού! (Εδώ).

  3. Λιμανίσιοι και σκάνδαλα πάνε πάντα παρέα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που υπάρχει στην Κέρκυρα για τον υπνάκο, το nap που λένε οι Άγγλοι, κυρίως τον μεσημεριανό ύπνο. Λέγεται και μπιζιλότο και βγαίνει από το βενετσιάνικο pisoleto ή κατά άλλους από το ιταλικό pisolo ή pisolino.

  1. Όσο κρατούσε το πανηγύρι, έριχναν κι ένα μπουζελότο κάτω από τον βαθύ ίσκιο μιας ελιάς.

  2. Έτσι που πήρε το μπουζελότο του με τον κώλο τούρλα γέλαγε ο κόσμος μαζί του.

Got a better definition? Add it!

Published

Γκάβαλο είναι τα περιττώματα των αλόγων και γαϊδουριών και μουλαριών. Όπως και η γκαβαλίνα ή καβαλίνα προέρχεται από το λατινικό caballinus (άλλοι τύποι: καβελίνα, καβαλντίνα, καβαλτίνα, γαβαλίνα). Το γκάβαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ακαθαρσίες, όπως της μύτης.

Γκάβαλος είναι ο σκατάς, ο σκατάνθρωπος, ο κουράδας, ο ηλίθιος, ο βλάκας. Αυτή η σημασία υπάρχει στη Μεσσηνία, για αλλού δεν ξέρω. Και πολλά επώνυμα προέρχονται από αυτή τη ρίζα.

Με τέτοιο γκάβαλο που έμπλεξες, και λίγα έπαθες!

Got a better definition? Add it!

Published

Το παρακάνω το ξεφτιλίζω, ή απειλώ κάποιον.

  1. Ντάξει στο σπίτι δεν πίνω, αλλά άμα βρεθώ έξω του γαμάω τα μπρίκια!

  2. Να του πεις έτσι και ξανακάνει μαλακία, θα του γαμήσω τα μπρίκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και φάε καρπούζι για να τσούζει.

Μικρό μου πόνι φάε πεπόνι, και αν σε τσούζει φάε καρπούζι - τραγουδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified