Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.

Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...

(από bright, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή δολοφονίας ή / και απόκρυψης πτώματος διά της μετατροπής αυτού σε τοίχο, μάντρα, ντουβάρι, θεμέλιο, γουατέβα, με την ῥίψη σκυροκονιάματος.

Για επιθαλάσσιες παραλλαγές, βλ: τσιμεντένια παπούτσια, θα σε κάνω σουμπούτεο.

1. Άγρια δολοφονία στη Λούτσα: Τον σκότωσε και τον τσιμέντωσε κάτω από την τουαλέτα

2. «Τσιμεντωμένος» βρέθηκε βουλευτής στη Ρωσία. Εδω θέλει τσιμέντωμα ΟΛΗ η Βουλή.

3. Τοξικομανής «τσιμέντωσε» τον πατέρα του για να μη χάσει τη σύνταξη

4. Ιδού η γυναίκα που φέρεται να τσιμέντωσε το θύμα στο διακοφτό

Η τελευταία κατοικία του θείου. (από σφυρίζων, 23/05/13)Ο 36χρονος ρώσος βουλευτής Μικαήλ Πακχόμοβ (από σφυρίζων, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουβέντα που εκφράζει ότι ο κόσμος είναι μικρός, με την έννοια ότι δύο τυχαία πρόσωπα σε ένα κοινωνικό δίκτυο συνδέονται είτε άμεσα, είτε μέσω λίγων άλλων προσώπων, όπως δυο γόπες ακουμπάν μέσα σε ξέχειλο τασάκι –φαινόμενο παράδοξο δεδομένου του μεγάλου συνήθως μεγέθους του δικτύου.

Η έκφραση, ταυτόσημη με την κλασική μικρός που 'ν' ο κόσμος, απεικονίζει και την τριβή του έλληνα με το κάπνισμα, σε καιρούς κατά τ' άλλα ανελέητα αποστειρωτικούς.

Λίγες πίπες για σπασίκλες

Το φαινόμενο τασάκι ο κόσμος, λέγεται και έξι βαθμοί διαχωρισμού (απευθείας απόδοση του αγγλικού six degrees of separation), που μπορεί ν' ακουστεί και ως «φαινόμενο Κέβιν Μπέικον»: στο δίκτυο των ηθοποιών του Χόλιγουντ, πες ότι ο ηθοποιός άλφα που έχει παίξει σε ταινία με τον Κέβιν Μπέικον έχει βαθμό 1, ο ηθοποιός βήτα που έχει παίξει με τον άλφα έχει βαθμό 2, ο γάμμα πού 'χει παίξει με τον βήτα έχει βαθμό 3, και ούτ' ο καφετζής· το φαινόμενο Κέβιν Μπέικον είναι ότι κάθε ηθοποιός του Χόλιγουντ έχει βαθμό το πολύ 6.

Το φαινόμενο, όπως διαβάζω στην αγγλική Γουικιπίντια, θεματοποιήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του εικοστού αιώνα ώσπου εξετάστηκε πειραματικά από το Στάνλεϊ Μίλγκραμ* στα τέλη της δεκαετίας του Εξήντα. Για τα πιο μοντέρνα μαθηματικά που έχω υπόψη να εξηγούν το φαινόμενο μπορείτε να την ψάξετε με τα λεγόμενα δίκτυα μικρού κόσμου.


  1. - ρε φιλαράκι μήπως είσαι φιτίτης στη λιβαδειά
    - πλάκα με κάνεις ναι!! (ήμουν) ποιος είσαι;; [...] χαχαχαχαχα τρελέ τασάκι ο κόσμος εε;;;
    (από φόρουμ)

  2. - Αν η Αθήνα είναι πια μικρή έμεις στη Σαλονίκη τι να πούμε; Εμείς προχωρήσαμε ένα βήμα πιο πέρα γίναμε μεγάλο κρεβάτι, γνωρίζεις γκόμενο και στάνταρ έχει περάσει έστω ένα βράδυ με ξαδέρφη, αδερφή, κουνιάδα, κουμπάρα, προισταμένη, διευθύντρια, συνάδελφο, φίλη, γνωστή, την κομμώτριά σου κτλ κτλ κτλ.
    - Συμπέρασμα : τασάκι ο κόσμος! (ή αλλιώς «και στου βουγιού το κέρατο να θέλεις να κρυφτείς δεν μπορείς» που λέει και η γιαγιά μου!)
    (από ιστολόι)

  3. Από τις αγκαλιές και τις εγκάρδιες χειρονομίες συμπεραίνω όμως ότι υπάρχουν κάποιοι γνωστοί ακόμα και μέσα στους άγνωστους. Τασάκι ο κόσμος τελικά. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις ένα συνάδελφο θα τον βρεις. (από ιστολόι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά είναι επώνυμο, αλλά λόγω του γελοίου στο σχολείο το χρησιμοποιούσαμε μεταξύ μας, χαρακτηρίζοντας αγοράκια που σέρναν και ήθελαν να το βυθίσουν στη μηλόπιτα.

- Κοίτα ρε ο σπόρος, θέλει και να μαμήσει.
- Πού πα ρε, τσουτσουλικλή;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα υγρά του μουνιού από την κάβλα.

Όπως και να το κάνουμε, το σημαντικό με τον γκόμενο είναι να του αρέσει η μουνόσαλτσα.

(από σφυρίζων, 23/05/13)(από σφυρίζων, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι για τον πούτσο, που δεν έχει καμία αξία.

Τι κάθεσαι και στεναχωριέσαι; Για τον γκόμενο του μηδέν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O βαθμός 5 με τον οποίο περνάει ο φοιτητής.

- Πώς τα βλέπεις παικταρά μου; Θα γράψουμε καλά σήμερα;
- Τι καλά, μια ΠΦΣ θέλω να πάρω πτυχίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαπαχελληνική απόδοση του όρου cement shoes: τση μαφιόζικης μεθόδου εκτελέσεως διά του τσιμεντώματος ποδών σε κουβάδες και της ῥίψεως του συνημμένου θύματος (ζωντανού) στο απέραντο γαλάζιο όπου θα αναπαύεται εσαεί με τα ψάρια. Η φαμίλια του μακαρίτη στη συνέχεια θα παραλάβει ταχυδρομικά πεσκέσι ένα συμβολικό ψάρι τυλιγμένο σε εφημερίδα.

Η πατρότητα της μεθόδου αποδίδεται στην οικογένεια Gambino. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα τσιμεντένια παπούτσια φορέθηκαν πολύ περισσότερο στο Χόλυγουντ απ' ότι στην πραγματικότητα (βλ. εδώ).

Ευρηματικότερα: θα σε κάνω σουμπούτεο, επιθαλάσσιο σουμπούτεο.

Ασίστ: Χότζας, Αλλιβέ.

1.
Μια μέρα του ανατίθεται να φορέσει τσιμεντένια παπούτσια σε έναν ασυνεπή πωλητή φαλάφελ και να τον στείλει να κοιμηθεί με τα ψάρια. Πλήθος μπράβων έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι, ενώ ο Ευγένιος, όταν το τσιμέντο έχει πήξει, ρωτά τον πωλητή αν τον στενεύουν τα παπούτσια. Εκείνος του απαντά πως τον χτυπούν στο μικρό δάχτυλο.

2.
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΣΙΜΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μπορεί να παραμείνει να απασχολείται στην αγροτική παραγωγή το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται τώρα ;;;;;;; Και να είναι αυτάρκεις ;;;;;;;;;;; Με τις εξής δύο προϋποθέσεις:
1.υποχρεωτικους αναδασμους και υποχρεωτική παράδοση της αγροτικής γης σε κατ επαγγελμα αγρότες
2.φουνταρισμα στην θάλασσα με τσιμεντένια παπούτσια όλων των οικολογουντων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μακρύ μεταλλικό σίδερο που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα της φωτιάς. Το άκρο του είναι ελαφρός γυριστό και κατά περίπτωση μπορεί να υπάρχει και χειρολαβή.

Οι πιο μεγάλες σε ηλικία γυναίκες σε πολλά χωριά της Λευκάδας το χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν το αντρικό γεννητικό μόριο.

  1. Έχασα το σουδαύλι και κάηκα προσπαθώντας να φτιάξω τα ξύλα στη φωτιά.

  2. Αχ αυτή η γυναίκα δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο, όλο το σουδαύλι έχει στο μυαλό της.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μολότοφ... του Βορρά, τι άλλο να πεις.

- Πως τη λέτε ρε τη μολότοφ στη Σαλόνικα;
- Ξέρω 'γω ρε... μπουγάτσα με στουπί μάλλον.

λαμπαδα με στουπί (από bright, 22/05/13)(από Khan, 30/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified