Στη γηπεδική διάλεκτο σημαίνει επεισόδια μεταξύ οπαδών αντίπαλων ομάδων ή οπαδών και αστυνομίας.
Στη γηπεδική διάλεκτο σημαίνει επεισόδια μεταξύ οπαδών αντίπαλων ομάδων ή οπαδών και αστυνομίας.
Got a better definition? Add it!
Στη γηπεδική διάλεκτο χρησιμοποιείται όταν σε επεισόδια το ένα «στρατόπεδο» τρέπεται σε φυγή και οι «αντίπαλοι» τους κυνηγούν.
- Όπως γυρνούσαμε από γήπεδο, μας την είχαν στήσει κάτι γαύροι στην Κηφισίας.
- Όντως; Τι παίχτηκε;
- Τι να παιχτεί ρε; Τους ρίξαμε τρελό τρέξιμο!
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη από το καΐλας και το κατεστραμμένος. Χαρακτηρίζει τον κατεστραμμένο / καμένο / καΐλα στον τρισμέγιστο βαθμό.
- Τι θα κάνουμε σήμερα αγορίνα;
- Δε με κόβω να βγαίνω ρε μαν, θα παίξω λίγο WoW.
- Ti κατεστραΐλας είσαι εσύ ρε!
Got a better definition? Add it!
Αλληγορική και σουρεάλ έκφραση-επιφώνημα που χρησιμοποιείται από τον μαίτρ του street theatre Κώστα Τσέκο. Η προέλευσή της μέχρι τώρα παραμένει απροσδιόριστη.
Κύριε Μαλακίου, Κύριε Μαλακίου! Τσίου-τσίου!
Got a better definition? Add it!
Παλιά στρατιωτική έκφραση που δηλώνει την μαρτυρική παράταση της στάσης της προσοχής ως καψόνι, συχνά ύστερα από σχετικό παράγγελμα. Συνώνυμο: μάρμαρο.
Κούτσουρο το κορμί, στραβάδι!
Got a better definition? Add it!
Παλιό καψόνι στον στρατό (πιο πολύ μουσειακώς το διασώζω) που είχε ως εξής: ο φαντάρος καθόταν προσοχή με τα πόδια του να σχηματίζουν ορθή γωνία με το έδαφος. Το δεξί χέρι έπρεπε να το έχει τεντωμένο στα πλάγια σαν βελόνα ρολογιού. Στην συνέχεια καλείτο να κινεί κυκλικά το χέρι-βελόνα χωρίς να χαλάει την ορθή γωνία των ποδιών του, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να σωριαστεί.
Α προπό, καψόνια στο σλανγκρ: αλεξίπτωτο, αντιγόπινγκ κοντρόλ, γόπινγκ, έρπινγκ, κάλινγκ, λιοντάρι, μάρμαρο, μεταβολάρω, πευκοβελόνινγκ, πύλινγκ, πυροφάνι, στάχτης, σουτιέν, σινούκ, Σω.Βε., σωβέ, τέντα, τζουκ μποξ, τσάπινγκ, υποβρύχιο, φύλλινγκ.
Είχε πια μπαϊλντίσει με τον στρατό, τα πειθαρχεία, τα καψόνια, τις βελόνες...
Got a better definition? Add it!
Υποδηλώνει τον τόπο καταγωγής μίας πολύ βήτα γκόμενας. Προέρχεται από παράφραση του Ρίο Ντε Τζανέιρο, όπου τη θέση του Ντε Τζανέιρο παίρνει, τιμής ένεκεν, το Μπουρνάζι με την αντίστοιχη κατάληξη.
Α: - Πού πάει έτσι η γκόμενα ρε ψηλέ;
Β: - Έσκασε με charter από Ρίο Μπουρναζέιρο!
Got a better definition? Add it!
Παρεμφερής με την κοκοτιέρα.
Ο ναρκισσισμός της Μπομπονιέρας, έγινε τραγούδι από τον Διονύση Σαββόπουλο, με θέμα τον κότσυφα «τσουλουφομύτη», μια άλλη εκδοχή της ίδιας ναρκισσιστικής συμπεριφοράς κατά την λαϊκή παράδοση...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλητοχασικλορεμπετολαχανοψαραγοράδικη ρετροσλάνγκ που σημαίνει τον πληροφοριοδότη των Σωμάτων Ασφαλείας. Η έκφραση ήταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι το 1967, μετά μάλλον την έφαγε η μαρμάγκα γιατί ούτε γουγλίζεται, ούτε ακούγεται, ούτε την έχω απαντήξει πουθενά εκτός από το παράδειγμα που παραθέτω.
Εδεπά μέσα την έχει χρησιμοποιήσει σε σχόλιά του, όχι άπαξ αλλά δίπαξ αυτός εδώ ο χρήστης ο οποίος προφ βαρέθηκε να ανεβάσει το σχετικό λήμμα ο ανεπρόκοπος.
Αυτή η ραστώνη διαβρωσκ... διαβριβρ... (φτου γμτ) αδιαβροχ... εεε διαπροβοσκιδ....τέλος πάντων απαυτώνει τα θεμέλια του Έθνους έχω να πω εγώ...
Ο Μάθεσης εξακολουθούσε να με κοιτάει καχύποπτα και σε λίγο με ρώτησε ευθέως: μπά κι είσαι κουκουβίνος ; (δηλαδή, μήπως είσαι χαφιές;). Πάτησα τα γέλια και αμέσως ο Μάθεσης μου πρότεινε να πιούμε κάνα ουζάκι.
Η. Πετρόπουλος, περιγράφοντας την γνωριμία του με τον Νίκο Μάθεση ή Τρελάκια, εν έτει 1967 (μάλλον), στο ψαράδικο του τελευταίου. Από το «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», εκδ. Νεφέλη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ονομάζεται η γυναίκα (αλλά και άντρας) η οποία δίνει έμφαση στο τι φοράει και πώς βάφεται, επειδή νιώθει πως όλοι την θέλουν!
Άντε μωρή κοκοτιέρα, που νομίζεις πως σε κοιτάω γιατί σε γουστάρω!
Got a better definition? Add it!