Χρησιμοποιείται στη Μεσσηνία σε γεγονότα όπως γλέντια, γιορτές και λοιπές εκδηλώσεις και σημαίνει αναποδογύρισμα (π.χ. τραπεζιών, καρεκλών κλπ).

Κατ' επέκταση η λέξη τουρνόκωλα υποδηλώνει το πιώμα-μεθύσι, το τσαλάκωμα και γενικότερα την επιτυχία του γλεντιού χωρίς αναστολές, όχι και μή.

  1. - Καλά του αγιωργιού θα γίνει χαμός στη γιορτή μας. Θα το κάψουμε
    - Τουρνόκωλα όλα ρε, δε θα μείνει τίποτα όρθιο.

  2. - Είχαμε πάει χτες στο Prive, μιλάμε φύγαμε μπουσουλώντας από το μαγαζί...
    - Έλα ρε φίλε, χαμός δηλαδή;
    - Άσε, σου λέω, τουρνόκωλα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφέρομαι με θράσος, αυθάδεια, προπέτεια, με απόλυτη περιφρόνηση για γραπτούς και άγραφους κανόνες και νόρμες, συμπεριφέρομαι δηλαδή σαν κωλοπαιδαράς και κωλοπαίδι.

  1. ΚΙ ΟΙ ΑΝΤΑΡΣΥΟΙ ΟΝΤΩΣ ΚΩΛΟΠΑΙΔΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΑΠΑΝΤΑΝΕ. ΧΑΛΑΡΩΣΤΕ ΛΙΓΟ ΒΑΡΥΜΑΓΚΕΣ. (Εδώ).

  2. Που εχει τον Τεβες, τον Μπαλοτελι, τον Αντεμπαγιορ, ακομα και τον Κολο Τουρες και τους πληρωνει για οσους μηνες κωλοπαιδιζουν-ειναι τιμωρημενοι-μουτρωμενοι-τσακωμενοι... (Εδώ).

(από Khan, 27/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα που έχει φορτώσει πάνω της ό,τι έχει και δεν έχει σε μια μάλλον αποτυχημένη απόπειρα να δείχνει σικ και περιποιημένη. Μιλάμε για τίγκα στο στραφταλιζέ φο μπιζού, πανηγυριώτικο φουλάρι με λαχούρια και κρόσια, φαντασμαγορικό μακιγιάζ, ψεύτικα νύχια με την την Άρτα και τα Γιάννενα επάνω και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ένα άρρωστο μυαλό. Το αποτέλεσμα μοιάζει με κάδο για μπάζα, εξού και ο χαρακτηρισμός «μπαζόκαδος».

Έδωσε ρέστα πάλι η Τασούλα. Φορτώθηκε όλη της την γκαρνταρόμπα ο μπαζόκαδος και βγήκε στους δρόμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα που έχει πεταχτά τουρλωτά οπίσθια που την καθιστούν αντικείμενο του πόθου όταν τουρλοκωλιάζεται.

Ετυμολογείται από τα ρήματα τουρλώνω και τρουλώνω, συγγενή με το τρούλος. Δικαιώνεται, λοιπόν, ετυμολογικώς, ο Gatzman που αποκαλεί τον συγκεκριμένο γυναικότυπο Βασιλική μετά τρούλου. Ετυμολογία του κώλου, πάντως, δεν κάνω.

Ψιλοκυκλοφορεί και ως τουρλόκωλο και ως επίρρημα τουρλόκωλα.

Συνώνυμα: καρπουζοκώλα, ορθοκώλα, μπουζουκοκώλα.
Αντώνυμο: χαμηλοκώλα.

  1. Εγω δεν ειμαι ρατσιστης. Μου αρεσε πολυ η τουρλοκωλα Ουκρανεζα (Γιουροβύζιον 2007).

  2. Να κάνεις την προσευχήσου στην παναγία την τουρλοκωλα που κατάφερες να μπεις σεκιούριτι στο δημόσιο και τρως ένα κομμάτι ψωμί. (Εδώ).

  3. Ως επίρρημα: παντως παιδια γερη κραση εχουμε οι Ελληνες!!!!!και τον μαλακομαγνητη απο οτι φαινεται που θα παει ομως θα ερθει τουρλοκωλα ο ερμης και θα γλυτωσουμε (Εδώ).

Jennifer Lopez, η μάνα για όλες τις τουρλοκώλες! (από Khan, 08/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε τεχνικούς Η/Υ το «κουκουρούκου» σημαίνει και «κουτουρού», ό,τι νά 'ναι, γενικά μια υποθετική βλάβη που δύσκολα μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει.

- Μου κάηκε η μητρική! Τι θα κάνω τώρα;
- Αν είναι μες στην εγγύηση, θα δηλώσουμε μια βλάβη κουκουρούκου (που να μην μπορούν να επαληθεύσουν) και μπορεί να στην αλλάξουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωσιματίας διαιτητής, κιτρινίζει τους παίκτες σαν να μην υπάρχει αύριο.

Σπανιότερα (και κυρίως στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο) καρτάκιας αποκαλείται κι ο παίχτης που συνεχώς τρώει κάρτες.

- Ματς για γερά νεύρα που αν λάβουμε υπόψη και το ματς του πρώτου γύρου που είχε μπόλικο ξύλο και 6 κίτρινες. Διαιτητής της αναμέτρησης ο Ούγγρος Κασάι που έιναι καρτάκιας.

- «Καρτάκιας» διαιτητής στο Ελλάδα-Νιγηρία

- Ο «καρτάκιας» Τιάγκο Κόστα: Δίχως ίχνος αμφιβολίας, ο Τιάγκο Κόστα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ποιοτικότερους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού. Ο Πορτογάλος δεξιός μπακ, όμως, συνοδεύεται από ένα αρνητικό στατιστικό στοιχείο.Αγωνίστηκε σε πέντε ματς και αντίκρισε ισάριθμες κίτρινες κάρτες!

Ο Θεός να σε φυλάει! (από Vrastaman, 07/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρήξας του ελέους είναι ο γνωστός σε όλους μας πρήχτης (και λοιπά παρεμφερή), μόνο που έχει αναγάγει το τρομπάρισμα σε τέχνη. Είναι ακούραστος, έχει ζήλο και πείσμα και δεν θα σταματήσει αν δεν στα κάνει ζέπελιν για να εκτοξευτείς στο διάστημα. Γιατί μόνο εκεί θα γλιτώσεις από αυτόν.

Η συνοδευτική επεξήγηση «του ελέους» προκύπτει από το έλεος που θα ζητάς από την Αγία Τριάδα, το Δωδεκάθεο και τον Βούδα, ελπίζοντας πως θα σε ακούσει ένας από αυτούς έτσι και πέσεις πάνω του.

- Έβαλε μπρος την τρόμπα ο Μάκης χτες, ο πρήξας του ελέους, και το' βαλε σκοπό να μας ενημερώσει για όσα συνέβησαν στη ζωή του τα τελευταία 15 χρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξεπεσμένος κουνιστός, αυτός που αφήνει και λίγο μακρύ μαλλί να χαϊδεύει ώμο, για λίγο πιο ανέμελο λουκ. Προκαλεί περισσότερο γέλιο παρά ενόχληση. Οι πιο συνηθισμένες παραλλαγές του όρου είναι η Φλωράνς ή Φλωρούμπα.

Ήταν που ήταν, πέταξε και μια ανταύγια να γίνει τελείως Φλωρεσιέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοριτσούδι (η κλανίτα είναι συνήθως νεαρής ηλικίας) που μιλάει για όλα και για τίποτα, που έχει γνώμη περί πάντων χωρίς να έχουν καμιά όμως ουσία τα λεγόμενά της. Κοινώς, είτε μιλάει είτε κλάνει, ένα και το αυτό.

Πέντε ώρες μας τα' πρηζε χθες η κλανίτα και τελικά ούτε που ξέρω να σου πω τι μας έλεγε.

(από Kilerakias, 08/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που περιγράφει το περιορισμένης ευθύνης άτομο, εκείνον που περπατάει και κουτουλάει τοίχο. Δεν είναι ενοχλητικός και σπασαρχίδης,, απλά η βλακεία του έχει φτάσει στο μεδούλι, οπότε παρομοιάζεται με μπετόβεργα αφού σε τέτοιο επίπεδο είναι και το iq του.

Εναλλακτικά θα ακούσετε να τον παρομοιάζουν με τούβλο ή πυρότουβλο, με στόκο, γκασμά και τσιμεντόλιθο.

- Πόσο καθυστερημένος παίζει να είναι ο Τάκης; - Ανίατη περίπτωση ρε, μπετόβεργα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified