Ο στύλος / σωλήνας γύρω από τον οποίο εκτελείται αισθησιακός χορός, και συνεκδοχικά όλο το μπαρ / κλαμπ που τον διαθέτει και είναι τ. σωληνάδικο, κωλάδικο και λοιπά ευαγή ιδρύματα.

Πάσα (Δ.Π.): Perkins.

Δεν σου κρυβω οτι επιδιωκω να παω στη κολαση αν υπαρχει. Το παραδεισο τον φανταζομαι σε ενα ωραιο και ησυχο τοπιο στη φυση οπου θα βρισκονται παντου καλογεροι και ανθρωποι γενικα του θεου. Αντιθετως η κολαση πιστευω θα ειναι τιγκα στις γκομενες (ειδικα στις πιο εμπειρες!) στα ξεφρενα κλαμπακια με σωληνομπαρες που θα γινονται καθε Παρασκευη foam party, φουλ στα beach bars, πολυ ζεστη (οποτε πολυ κολυμπι για να συνελθουμε) ξαπλα στην αμμουδια κατω απο τον καυτο ηλιο, και ανα μιση ωρα 14 σετακια ρακετες! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπουρδελοϊδίωμα, αποτελεί τεχνικό όρο ειδικά για την στριπτιτζού.

Όχι δηλαδή ότι οι άλλες κορασίδες δεν ξεβρακώνονται, αλλά η διαφορά είναι ότι οι τζούδες μόνο ξεβρακώνονται (που λέει ο λόγος δηλαδή), ενώ οι άλλες γαμιούνται κιόλας.

Εξάλλου, ο όρος χρησιμοποιείται μειωτικώς κυρίως για να πλήξει την ψευτογκλαμουριά του σωληνάδικου, με το να αναδείξει την ταπεινή κοινωνική προέλευση (τ. Sans-culottes) των εν λόγω κορασίδων, που τις κάνει μάγκες και ντίβες ο κάθε αγαπούλης, ενώ κατά την πιο κυνική άποψη των παλαίμαχων στριποβετεράνων, που χρησιμοποιούν τον όρο, αποτελούν απλώς αποπροσανατολισμένες βλαχάρες, που δεν αξίζουν το όλο φαντασιακό παίγνιο.

  1. Ναι ρε για να πηδήξουμε μια ξεβράκωτη τώρα να κάνουμε ολόκληρο επιτελικό σχέδιο. Καλααααααααααααά (Απάντηση σε θρεντ: «Πώς ρίχνουμε στριπτιτζούδες»)

  2. Θα ερθεις για λιγο οπως λες και θα κυνηγας τις ξεβρακωτες; (Απάντηση σε θρεντ «Που πάνε για μπάνιο οι στριπτιτζούδες;»)

ξεβράκωτη μοτο (από dryhammer, 18/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπουρδελοϊδίωμα, τζου είναι η στριπτιτζού. Συνηθέστερα στον πληθυντικό: τζούδες.

Πέρα από το μάγκικο της σλανγκικής αποκοπής έχει το πλεονέκτημα ότι αποφεύγεται η λέξη στριπτιτζού που είναι πολύ πασέ. Από ό,τι βλέπω στο Διαδίκτυο, μπορεί σπανιότερα να χρησιμοποιηθεί το τζου, (περισσότερο όμως ως χαριτωμενιά της στιγμής, και όχι ως πάγιος όρος), και για την πιπατζού και την τεκνατζού, ενδεχομένως και για άλλες. Ενδιαφέρον, τέλος, έχει και ο εναλλακτικός ορισμός που έχουμε, που συνδέει τον όρο με το τζες.

Έτσι κι αλλιώς τα πιπίνια στα μπαράκια, λόγω και της φετεινής μόδας λιγώτερα φοράνε από τις τζουδες. (Ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών από μπουρδελοσάι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερός έως γουτσιστικός χαρακτηρισμός για νεαρό (συνήθως) άτομο που έχει εμφάνιση καύλα, και ωσεκτουτού προκαλεί γκαύλα και σε εμάς. Συνήθως χρησιμοποιείται για καυλοπίπινα μικρόσωμα, λεπτοφυή και με ένα slutty ζενεσεκουά, τ. λολίτες, γυμνηματομούνες, ξεκωλάκια, πιπινέζες κ.τ.ό. Οριακά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αγόρια που είναι και πολύ μουνιά. Χρησιμοποιείται πολύ και ως γαμησιάτικο μπινελίκι.

  1. Τίτλοι από το Ιντερνέτι:

- 19χρονο κοκκινομάλλικο καυλάκι σε αυτοφωτογράφιση.
- Βάλτο καυλάκι μου το αγγούρι όλο μες στη σούφρα σου.
- Λινάκι το καυλάκι, Χριστινάκι το καυλάκι.
- Καυλάκι να το γαμάς από όλες τις τρύπες.
- Ντόπιο καυλάκι αφοσιώνεται στο γαμήσι.
- Γιαπωνέζικο καυλάκι.
- Καυλάκι ποζάρει μόνο και με την φίλη του.
- Ντροπαλό Ελληνικό καυλάκι.
- Μπιχλιμπιδάτο το καυλάκι.

  1. (Από διάλογο που αυτηκόησα):
    - Μπράβο γιατρέ μου που αδυνάτησες! Καυλάκι έγινες πάλι!

(από Khan, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι που μοιάζει πολύ με το τάκα-τάκα μόνο που δεν έχει κρίκο στη μέση.

Begleri Tricks / How To Play The Greek Begleri Videο

(από earendil_ath, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ονείρωξη του μηχανόβιου είναι να ξύνει γόνατο σε στροφιλίκια και φουρκέτες ωσάν επαγγελματίας MotoGP.

Οι ξύστρες σκληρά προστατευτικά γονάτου είναι απαραίτητες για την διατήρηση της αρτιμέλειας του αναβάτη. Αλλά ας μην γελιόμαστε, στις περισσότερες περιπτώσεις φοριούνται ως καγκουροκρεμαντζόλια.

- ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΩ ΞΥΣΤΡΕΣ; ΘΑ ΑΚΟΥΜΠΗΣΩ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ ΜΟΥ ΚΑΤΩ; Εάν ο στόχος σας είναι να ακουμπήσετε το γόνατό σας στην άσφαλτο, ο πιο ασφαλής τρόπος να το επιτύχετε είναι να έχετε κατανοήσει τις βασικές αρχές οδήγησης της μοτοσυκλέτας. Με άλλα λόγια, το να κατανοείτε και να εφαρμόζετε την τεχνολογία οδήγησης που μαθαίνετε στο Επίπεδο Ένα είναι ο καλύτερος τρόπος για να είστε σίγουροι ότι θα ξύσετε το γόνατό σας και όχι την μηχανή σας στην άσφαλτο. Μερικοί αναβάτες μπορούν να 'ξύσουν' και μερικοί όχι. Μερικοί το έχουν κάνει χιλιάδες φορές και μερικοί απλά δεν θέλουν! (φακ σχολής μοτοσυκλετιστώνε)

- Πριν αρχίσω τους αγώνες είχα την ίδια διαφωνία με τον αδελφό μου. Αυτός έξυνε τα πάντα εγώ καθόλου και «μου την έλεγε» ότι δεν ξέρω τί κλίση έχει η μοτο κτλ κτλ κλτ. Οταν αρχίσαμε τους αγώνες ο brother δεν έξυνε καθόλου και εγώ άλλαζα 3 σετ ξύστρες (γόνατου και μπότας, για να μη σας πώ για τα μαρσπιέ) σε κάθε ΣΚ αγώνα. Κάποια στιγμή, στις Σέρρες με έπιασε ο [...] και μου είπε: «Σου έχει πει κανείς ότι υπάρχει κανα βραβείο για αυτόν που πλαγιάζει περισσότερο; Αν δεν ριχνεις τόσο πολύ το μηχανάκι θα μπορείς να εκμεταλευτείς παραπάνω πέλμα από το ελαστικό και να είσαι με πιο πολλά χιλιόμετρα!»
(από ρουμανικό σάη)

Ξύστρες (από Vrastaman, 01/08/12)Ξύστρα in action (από Vrastaman, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο (μπα σε καλό μου, πώς μού συνέβη εμένα αυτό;) σλανγκοτέτοιο, πώς τα λένε μωρέ αυτά με τα τρία γένη, επίθετα νομίζω, που τεσπα έχει την έννοια του ύπουλου, του άτιμου, του αναξιόπιστου, του μπαγάσα, ενίοτε όμως και με μια χαϊδευτική νυάνς μεγαλόψυχης ανεκτικότητας τ. «βρε τον κερατά!».

Γιά κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η λέξη δεν επιβίωσε ούτε στον γραπτό, ούτε στον προφορικό λόγο μετά την δεκαετία του '60, άντε πρώιμα '70. Πιθανώς η πίστη της να μην ήταν και τόσο βαθιά, ή τα κέρατά της να μην χωρούσαν να διαβούν τις πύλες της Μεταπολίτευσης. Who nose....

  1. - Ψόφησε, ρε, ψόφησε;
    - Τώρα πιά, τα κακάρωσε!
    - Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο! Τρείς ώραις έκανε να ξεψυχήση!
    - Ζωή σε λόγου σου!
    - Βρε, το άτιμο!

(Μιχαήλ Μητσάκης «Θεάματα του Ψυρρή» (1890).
Μιχαήλ Μητσάκης «Πεζογραφήματα», εκδ. Νεφέλη 1988.
Η μοναδική (αρκούδως φρικτή) ιντερνετική αναφορά στη λέξη μνημονεύει αυτό το κείμενο και βρίσκεται εδώ).

  1. - Τι θα με κάνεις; Θα με δείρεις;
    - Όχι εσένα. Τον κόκκινο που 'χεις μες στην ψυχή σου.
    - Δε χωρίζουνε. Θα σκοτώσεις κι εμένα;
    - Έχουμε μιά μέθοδο που τα χωρίζει. Το «πλύσιμο».
    - Δε βγαίνει. Το μικρόβιο αυτό, Μακ, είναι πολύ κερατόπιστο. Άκου το αυτό από μένα. Σκοτώνεις τον άνθρωπο, μα το μικρόβιο δε σκοτώνεται.

Ο Μακ καταξέσκισε ένα πανάκριβο πούρο.
- Στο διάολο, είπε. Αυτή η κερατόπιστη Ελλάδα μού χάλασε δυό Αμερικανίδες!

(Μεν. Λουντέμη «Λύσσα». Πρέπει να το διέπραξε εξηντατόσο, άντε το πολύ εβδομηντακάτι, ώχου μωρέ κουμπάρε, δε μ' απαρατάς με τα σορόπια πρωινιάτικα λέω 'γω...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να δηλώσει ότι κάτι είναι ανεξάρτητο από την ύπαρξη ή όχι του Χ. Το ξε λέγεται για ονόματα ενώ το δεν λέγεται για ρήματα.

  1. Παγετός-ξεπαγετός, αν παίρνεις με 80 τόσο κλειστή στροφή, θα σου φύγει το αμάξι.

  2. Πληρώσεις δεν πληρώσεις, η εφορία σου στέλνει σημείωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματική έκφραση που σημαίνει τάχιστα.

Θα μαζέψω τάκα-τάκα το σπίτι και θα σας συναντήσω στο καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύντμηση για τον ομοιοπαθητικό δόκτορα (homeopathist).

Προσοχή, αναγράφω δόκτορα και όχι ιατρό, καθώς οι έννοιες του «ιατρού» και του «ομοιοπαθητικού» είναι αντικρουόμενες σε τέτοιο βαθμό, που τελικά καθίστανται ασυμβίβαστες. H «ομοιοπαθητική» δεν διδάσκεται σε καμία ιατρική σχολή του πολιτισμένου κόσμου, ενώ ταυτόχρονα δύνανται να την «ασκήσουν» και άτομα που στερούνται πτυχίου ιατρικής.

- Έρχεται, συνάδελφοι, ο πελάτης και σας ζητάει Panadol Flu και ταυτόχρονα σας ρίχνει και μια συνταγή του homeo με ματζούνια για το κρυολόγημα και σας ρωτάει τι είναι καλύτερο. Τι του απαντάτε; (από φαρμακευτικό φόρουμ)

Ο γκουρού του είδους. (από Vrastaman, 31/07/12)

Disclaimer: το λήμμαν αυτούνο συνέταξε ιατρός τις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified