Στην φράση «μέχρι τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει»: ας μην απασχοληθούμε με αυτό το θέμα που δεν είναι του παρόντος, υπάρχουν άλλες προτεραιότητες, μέχρι τότε θα δούμε τι θα κάνουμε. Κατά μεγάλο ποσοστό η φράση αφορά συνέπειες ενεργειών του παρόντος που εκτιμάται ότι δεν πρέπει να μας δημιουργήσουν αναστολές σε αυτή τη φάση και γενικώς ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας γιατί δεν ξέρει κανείς τι θα φέρει η αύριον, ατμός, τα πάντα είναι ατμός.

Έτσι, η αντιμετώπιση ενός θέματος αναβάλλεται ελπίζοντας ότι κάτι θα έχει αλλάξει ώσπου να έρθει εκείνη η ώρα. Μέχρι τότε μπορεί να συμβεί οτιδήποτε, μπορεί ακόμα και κάποιος πρωταγωνιστής του δράματος να έχει πεθάνει, οπότε το πρόβλημα παίζει να λυθεί από μόνο του, σο τι σημασία θα έχουν όλα τα υπόλοιπα, στ' αρχίδια μου κιόλας. Κι αν δεν έχει πεθάνει και κανείς κι αν όλα μείνουν ως έχουν, τι είχαμε τι χάσαμε, θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα όταν έρθει εκείνη η ώρα.

Ας αναφερθεί εδώ το ότι το «ποιος ζει ποιος πεθαίνει» αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και συνεπώς δεν έχει την ίδια χρήση με το καιροπέταγμα, το οποίο είναι φλου κι όσο τραβήξει.

Εδώ - ας χαρούμε: Πάντως αν με ρωτάς πού θα πόνταρα περισσότερο να χρησιμοποιήσω τα φτυάρια, μάλλον θα ήταν από Δευτέρα, αφού με τα μέχρι τώρα δεδομένα, πιστεύω ότι θα έχουμε ισχυρότερα φαινόμενα !
Αλλά τι λέω;; Ποιος ζει ποιος πεθαίνει έως τότε. Ας απολαύσουμε τη σημερινή μέρα, η οποία ξεκίνησε με ασθενή χιονόπτωση, γύρω στις 8 το πρωί, η οποία όμως λόγω του ψύχους δεν άφησε να πάει τίποτε χαμένο. Ό,τι έπεφτε έγραφε, με αποτέλεσμα ήδη να έχει δημιουργηθεί μια «πέτσα» στις γνωστές επιφάνειες.

Εδώ: ΘΕΕ ΜΟΥ! σκέφτηκε κανε το θαύμα σου να εξαφανιστεί ο γκόμενος από το κρεβάτι πριν μπει ο άντρας μου μέσα και από μένα ότι θες. Αμέσως ακούει την φωνή του Θεού μόλις τελείωσε την ευχή της να της λέει: Τέκνον μου.θα κάνω αυτό που μου ζητάς! Να ξέρεις μόνο ότι το αντίτιμο είναι βαρύ!. Εαν σου κάνω αυτό που μου ζήτησες να ξέρεις ότι σε τρία χρόνια από σήμερα θα πρέπει να πεθάνεις! Η γυναίκα σκέφτηκε γρήγορα Τρια χρόνια σου λέει...Ποιος ζει ποιος πεθαίνει; Δεν βαριέσαι... ΕΝΤΑΞΕΙ! Απάντησε του Θεού. Ας γίνει όπως το θέλεις Συμφωνώ...! Και τσουπ! Μόλις συμφώνησε εξαφανίστηκε μονομιάς ο ξένος άντρας από το κρεβάτι της πριν μπει ο σύζυγος μέσα! (συνέχεια στο λίνκι)

Εδώ: Τα καλύτερα ονόματα γραφείων τελετών:
1. Η ωραία κοιμωμένη [...]
16. Από το Παρίσι στο κυπαρίσσι [...]
18. Γιατί μέχρι αύριο ποιος ζει ποιος πεθαίνει
19. Παπαλα [...]
21. Το συγχωράδικο

Got a better definition? Add it!

Published

Μονάδα μέτρησης χρόνων παραμονής στο εξωτερικό των αιώνιων φοιτητών.

Χρησιμοποιείται όταν η ακαδημαϊκή θητεία του εκάστοτε φοιτητή έχει ξεπεράσει κάθε χρονικό όριο, κοινώς όταν έχει χαθεί το μέτρημα.

Είθισται να συνοδεύεται (ο όρος) με αριθμό για να δώσει έμφαση.

(Διάλογος μεταξύ φοιτητών)
- Δε πάει άλλο φιλαράκι, πρέπει να πάρω πτυχίο φέτος.
- Άραξε ρε μεγάλε και να γυρίσεις τι νομίζεις ότι θα κάνεις, δε βλέπεις τι κρίση παίζει στην Ελλάδα; Αλήθεια πόσα χρόνια λείπεις;
- Τι να σου λέω τώρα, έχω δει τρία μουντιάλ στην Ιταλία και πάω για το τέταρτο αν συνεχίσω να τα ξύνω!
- Πλάτανος...

(από danikos, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες εγκεφαλικών καταστάσεων:

  1. Τα μυαλά σου είναι στη θέση τους, που θα πει είσαι με τα καλά* σου, είσαι με τα σωστά* σου, προχωράς μαζί τους* σε κανονικές / φυσιολογικές εγκεφαλικές διαδρομές: πας καλά.

  2. Τα μυαλά σου δεν είναι στη θέση τους, έχεις τρελαθεί, σου έχει στρίψει (η βίδα), τα ‘χεις χάσει*, έχεις ξεφύγει (από το φυσιολογικό τρόπο σκέψης, από το σωστό το μονοπάτι): δεν πας καλά.

Το ερωτηματικό «πας καλά;» εκφράζει έκπληξη για τα λόγια ή τη συμπεριφορά του συνομιλητή, δηλώνει αμφιβολία για τη φυσιολογική κατάσταση του εγκεφάλου του, δεδομένου ότι τα λόγια ή / και οι πράξεις του παραπέμπουν σε τρελοκομεία. Η ερώτηση είναι ρητορική και η φράση έχει ακριβώς την ίδια έννοια με την σχετική «α, δεν πας καλά». Χρησιμοποιείται κυρίως με στόχο την αφύπνιση του απέναντι, τ. χελόου, κούκου! κι έτσι και όχι τόσο προσβλητικά.

*μυαλά

Δικά μας: αφενός:
– Τράκαρα το σιβικάκι μου και το άφησα στον Χριστόπουλο.
Πας καλά; Αυτός είναι φαρμακείο. Θα σε στείλω σε ένα ξαδερφάκι μου να σ'το φτιάξει με τα μισά λεφτά.

αφεδύο:
- Πας καλά ή χάνεις λάδια;

αφετρία:
- Καλά ρε, πλάκα κάνεις; Αν δεν σέβεσαι τη μάνα σου, ποιόν θα σεβαστείς;
- Τι λες τώρα ρε μαλάκα; Βαλτός είσαι; Μου 'χει πρήξει τ' αρχίδια λέμε.
- Δεν έχει σημασία. Η μάνα σου θέλει το καλό σου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις στην αρχή, να σου φαίνεται εντελώς απαράδεκτη η συμπεριφορά της, αλλά πάντα έχει στο νου της το καλό σου.
- Α δεν πας καλά εσύ...

αφετέσσαρο:
- Μπα πανάθεμά το, είναι που είναι κιτσαριό, είναι και μπίζηλο από πάνω! Πας καλά, ρε Τασία; Θα κοιμάμαι μ' αυτή τη μαλακία πάνω απ' το κεφάλι μου;

Κι αλλού όμως: Ρε πας καλα θα πληρωσω τα κλεμμενα των πολιτικων; Κανεις πλακα ; Εμπρος λαε μην σκυβεις το κεφαλι ο μονος δρομος ειναι αντισταση και παλι

Got a better definition? Add it!

Published

Αναβάλλω χωρίς ιδιαίτερο πλάνο, σε αόριστο ή και ανύπαρκτο χρόνο, εξαντλώντας την ελαστικότητα των περιθωρίων, όσο με παίρνει χωρίς συνέπειες, επειδή βαριέμαι / δε θέλω / δεν μπορώ / δε γουστάρω την ευθύνη / δε με συμφέρει να ασχοληθώ με κάποιο θέμα άμεσα. Συνήθως συναντάται με τη μορφή «το καιροπετάω». Το θέμα.

Του χώνω μια κλωτσιά και το πετάω σε μελλοντικό χρόνο. Εκεί να κάτσεις εσύ, εγώ θα κάτσω εδώ, χωρίς να ασχολούμαι μαζί σου. Θα έρθω να σε βρω μετά. Ή, αν είμαι και λίγο τυχερός, δε θα σε βρω ποτέ γιατί όταν φτάσω εκεί εσύ θα έχεις φύγει.

Διαφορετικά στο πιο τρυφερό του, έχω πάρει από το χέρι απαλά το ζητηματάκι μου και απλά το αφήνω να με ακολουθεί στο ανάλαφρο ανέβασμά μου στο μαγικό συννεφάκι του καιρού που περνάει, εγώ και το μικρό ζητηματάκι μου πετάμε στον καιρό. Δεν κατεβαίνω στη γη, ακόμα περισσότερο δε μπαίνω σε βάθος στις καταστάσεις με την καμία, άσε ρε ποιος ξέρει τι θα βρω εκεί, τι λες τώρα για τέτοια είμαστε. Άααμα τέλος πάντων υπάρξει λόγος, όοοταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς δηλαδή, άντε, σταματάω το ταξιδάκι, κατεβαίνω στη γη με το ζητηματάκι μου, το παίρνω αγκαλίτσα και τελοσπάντων καταπιάνομαι με όσα ως τότε αποφεύγω. Ως τότε ασχολούμαστε επιφανειακά και βλέπουμε.

Το καιροπέταγμα γίνεται κατά κύριο λόγο επειδή ελπίζω κάτι να αλλάξει στο μεταξύ και α) τελικά να μην χρειαστεί καν να ασχοληθώ γιατί παίζει να λυθεί από μόνο του ή β) η έκβαση να είναι θετικότερη για μένα από ό,τι προβλέπεται αν το χειριστώ άμεσα. Ως τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει.

- Τι ξύνεσαι ρε πάλι; Δεν έφυγε ακόμα το τσίμπημα από το κουνούπι, δέκα μέρες πάνε!
- Μπα…
- Τι σου 'δωσε αυτός ο παπάρας, είναι δυνατό να μην έφυγε ακόμα;
- Ο γιατρός λες ε... Ε, δεν έχω προλάβει να πάω στο γιατρό… Πέσανε πολλά τελευταία…
- Ρε πας καλά; Πήγαινε να σου δώσει καμια κρέμα να ησυχάσεις από τη φαγούρα! Κοίτα την καντήλα, τούμπανο την έχεις κάνει από το ξύσιμο!
- Αααα, γάμησέ τααα, το καιροπετάω το ξέρω, το ψαξα στο γκουγκλ, παίζει να έχω καρκίνο στο πάγκρεααααας λέειιιι φοβάμαι να πάωωω.
- Είσαι ηλίθια έτσι; Κάτσε να σου βάλω λίγο φουσικόρτ δε μπορώ να σε βλέπω χράτσα χράτσα και μπορεί να σου περάσει ο καρκίνος το κέρατό μου μέσα!

Εδώ: Στην Ελλάδα ο χρόνος έχει τη δική του διάσταση. Αυτή του ξεχειλώματος, του κοινώς λεγόμενου «καιροπετάω», είτε από ανικανότητα να κάνω κάτι δημιουργικό και χρήσιμο, είτε από συμφέρον να μην κάνω τίποτα και απλά να αμείβομαι, είτε και από τα δύο.

Εδώ: Στις πόλεις μας η ρύπανση οργιάζει και το ΥΠΕΧΩΔΕ περιμένει να φυσήξει....οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν ταφεί εντελώς από τη ΝΔ με χίλιους μύριους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς «καιροπετάω» και η ΔΕΗ ρυπαίνει βάναυσα με τις θερμικές της μονάδες.

Εδώ: Πετάει- πετάει η συνταξιοδότηση; Πετάει. Για την ακρίβεια καιροπετάει. Κι εκεί θέλαμε να καταλήξουμε...Το βασικό κόνσεπτ της Ασφαλιστικής Μεταρρύθμισης Λοβέρδου περιελίσσεται γύρω από το ξεγέλασμα του χρόνου.

Για σοβαρούς λόγους. (από Galadriel, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσοτικός χαρακτηρισμός υπερθετικού βαθμού.

Αναφέρεται κυρίως σε απτά (παρ.1) παρά σε νοητά πράγματα (παρ.2) στις περιπτώσεις εκείνες που θέλουμε να δείξουμε ότι ένα σύνολο είναι ολοκληρωμένο σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει την απόλυτη πληρότητα μιας και από 'κει δε λείπουν καν οι ίδιοι οι γονείς.

Η έκφραση επανήρθε στο προσκήνιο και έγινε ευρύτερα γνωστή και αναγνωρίσιμη από γνωστό διαφημιστικό σποτάκι κινητής τηλεφωνίας.

Συνώνυμα: μόνο εγώ λείπω από εδώ μέσα, τα πάντα όλα κ.α..

  1. -Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
    -Έλα ρε!
    -Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έβαζε μέσα, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
    -Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
    -Όχι ρε 'συ, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έβαζε στο σάντουιτς τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
    -Γάααμησε!

2.-Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
-Έλα ρε!
-Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έπαιζε, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
-Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
-Όχι ρε, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έπαιζε στο πιάνο τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
-Γάααμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθ. στον πληθ., μαγείρια. Μεταξύ τους οι μάγειροι και όσα παιδιά δουλεύουν σε εστιατόρια, φαστφουντάδικα, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα κλπ και τους βγαίνει η παναγία για να τρώνε ζεστό φαγητάκι οι μικρομεσαιομεγαλοαστοί.

Μαγείρια ενωμένα ποτέ νικημένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση, συνήθως προς μικρότερους. Χρησιμοποιείται πολύ έντονα σε χωριά του Πάρνωνα (Λακωνία και Αρκαδία). Επίσης καμάρι, καμαράκι.

Βλ. έλα μάνα μου, κορώνα μου, λο για τις προσφωνήσεις στη ν. Πελοπόννησο.

  1. Κάτσε καμαράκι να πιάνεις τη μπάλα και θα σου πάρω παγωτό μετά τον αγώνα, εντάξει; Μπράβο το καμάρι μου...
  2. Έλα καμάρι μου, η θεία η Τούλα είμαι! Είναι εκεί η μαμά σου να της μιλήσω;
  3. Ήρθες, καμάρι; Κάτσε να φας κουραμπιέ και πάω να φωνάξω το Ντούλη να παίξετε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση, που χρησιμοποιείται προς άντρες και γυναίκες, προς μεγαλύτερους και μικρότερους, σε συγκεκριμένες περιοχές της Λακωνίας, όπως το μάνα μου, το καμάρι μου και το κορώνα μου.

Ετυμ.: (υποτίθεται αλλά δεν το βρίσκω) από το αρχ. λώος=καλός, αγαθός.

- Λο θεία, άνοιξε και χτυπάω μισή ώρα!
- Έλα λο, δεν άκουγα καμάρι μου, είχε ο Ντούλης τέρμα το ράδιο.

(από GATZMAN, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκική περιγραφή των γυναικών την ώρα που χορεύουν. Αναφέρεται κυρίως σε χορούς που σπάνε τη μέση, όπως το τσιφτετέλι.

- Κούνα το να σε δούμε ρε παιδί μου! Κορμάκια να σπάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τι το έχετε (το τραπέζι);
Τι φαγητό έχετε;
Περιοχή: Μεσσηνία.

- Άντε Νίτσα, σε κλείνω, μάνα μου. Θα μου κολλήσει και το φαγητό...
- Με τι το 'χουτε;
- Με κόκκορα. Πάω να βάλω και τις χυλοπίτες.
- Να κάνουτε και κείνο το κουνελάκι που σας έστειλα. Άντε, μάνα μου, καλή όρεξη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified