Ντερβεσίδικη παραλλαγή της γνωστής φράσης έγινε της πουτάνας. Χρησιμοποιείται κυρίως από κουτσαβάκηδες των Βορείων Προαστίων Αττικής. Συσχετίζεται συνήθως με υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και μετέπειτα ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Τι λέει ρε τζόννυ; Πήγατε τελικά για ξεφτιλίκια με τον νιάρη; - Ε ναι ρε μαλά! Παίχτηκε κωλίλα. Τα τσούξαμε, της - τέιν έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή προς όποιον δεν καταλαβαίνει κάτι. Το reset χρησιμοποιείται στην γλώσσα των υπολογιστών για να δηλώσει την επανεκκίνηση, που συνήθως χρησιμοποιείται όταν ο υπολογιστής «κολλάει». Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το εκάστοτε στουρνάρι θα πρέπει να κάνει επανεκκίνηση στον εγκέφαλό του γιατί όσο κι αν προσπαθήσεις να του εξηγήσεις κάτι, αυτός δε νιώθει.

- Ο Μ. τα έχει με την Σ.; Θα τρελαθούμε τελείως!
- Γιατί ρε; Επειδή είναι άσχημος;
- Ανιωθίλα; Ρε παπάρα, κάνε reset! Ο Μ. είναι gay!

(από HardcoreGR, 30/01/12)(από HardcoreGR, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε νιώθει: Δεν καταλαβαίνει, δεν χαμπαριάζει τίποτα.

- Ρε γιωτόμπαλο, μισή ώρα περιμένω να με αλλάξεις. Την σκοπιά σου θα κάνουμε; Θα σε σκίσω ρε!
- Ηρέμησε ρε Μήτσο. Αφού δε νιώθει ο μπούφος. Ι3 είναι.

(από HardcoreGR, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει μεταξύ όσων γουστάρουν να τη βγάζουν καθαρή, σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός του κώλου (νταξ γιατρέ μου, σωστότερα: του απευθυσμένου ή και του πρωκτού) που δεν είναι επιμελώς αδειασμένος από μεζέδες, μπίο σπρέντς και σοκολατοειδή που δίνουν ..επώνυμο στον μπαργαλάτσο.

Υπ’ αυτήν την έννοια, το «ασ’ τα σάπια» θυμίζει πατρική συμβουλή.

  1. Όταν ήταν ανοιχτό το στούντιο στην Ακάμαντος είχα γαμήσει τρεις κοπέλες από το κώλο!! Η μια ήταν η Μαρίνα η ελληνίδα, με 40 ευρώ παρακαλώ της γάμησα το κώλο, ακάποτο τσιμπούκι και χύσιμο στο στόμα!! Οι άλλες δυο είχαν πάρει από 70 ευρώ!! Και δυστυχώς έκλεισε το μαγαζί αυτό!!!! Και τώρα όχι μόνο ψάχνω με το όπλο για πουτάνα που να δίνει κώλο αλλά είναι και σάπιες οι περισσότερες!! Σκατά και πάλι σκατά!! (Τώρα διαφωτίστηκε πλήρως το τι εννοεί ο ποιητήςστουντιάκιας.)

  2. Αν ο πρωκτός δεν έχει σκατά τότες γίνομαι ενεργητικός. Αν είναι σάπιος τότες θα γίνω παθητικός. Αν είναι και τα δυο σάπια τότες καλό Πάσχα.
    (Μπάι θέτει τις κόκκινες γραμμές του.)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιόρρυθμος, ο τρελαμένος, ο παθιασμένος ή κολλημένος με κάτι, ο μονομανής, ο κάργα παραξενιές και ιδιοτροπίες. Ο με άποψη που καρατσεκαρισμένα δεν του την αλλάζεις με την καμία.

Για να συνυπάρξεις χρειάζεται ειδικούς χειρισμούς, γερά νεύρα κι διαθέσιμα αρχίδια για πρήξιμο. Γιατί να το πάθεις;

Επειδή, είτε δεν μπορείς να τον αποφύγεις αφού είναι αφεντικό, συνάδελφος, συνεργάτης, γείτονας, ο λοξός πλησίον ντε που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι αμαρτίες πληρώνεις, είτε γιατί είναι αυτός που μπορεί αυτό που εσύ θέλεις, αλλά δεν μπορείς και τον ανέχεσαι εν είδει χαρατσιού τιμής στο ταλέντο, την πείρα, το μονοπωλιακό του πόστο, τη μοναδικότητά του.

Τα ψώνια που δεν διαθέτουν τίποτε από αυτά ενώ πολύ θα γούσταραν, μιμούνται, για να ξεχωρίσουν από το σύνολο, την τόσο κλισαρισμένη παρενέργεια του ιδιαίτερου που κάνει τη διαφορά. Στην τελική, είναι βίδες με τους ..βίδες.

  1. Μια φορά πάλι πέρασε από δω ένας βλαμμένος να γυρίσει μια ταινία για το χαζοκούτι. Ήθελε έναν γάιδαρο για το πλάνο. Πόσα θες, μου λέει για μια μέρα; Ξέρω 'γώ του λέω, να τον ρωτήσω, γιατί είναι και λίγο βίδας -κατάλοιπα της συνδικαλιστικής Σοσιαλθολούρας του παρελθόντος!. Πάω που λες, του το λέω στ' αυτί. Θέλει, μου είπε, 100 Ευρώ και συμβόλαιο.

  2. Το μόνο ψεγάδι που έβρισκα στη τότε ταινία της Ντίσνεϋ ήταν ότι είχαν «κακοζωγραφισμένη» την Ποκαχόντας όμως αυτό ήταν επειδή είμαι βίδας με τη ζωγραφική.

  3. Ετούτος είναι βίδας!!! Κι αυτό δεν ξέρουμε αν θα μας βγει σε καλό ή κακό. Προσωπικά θα έλεγα πως είναι καλός προπονητής όταν έχει να κάνει με «αγνό» υλικό. Οι δικοί μας είναι «βεντέτες». Η ρήξη μεταξύ τους είναι θέμα ημερών.

(αναφέρεται στον Πολωνό Γκουαρντιόλα - ιδιόρρυθμο Μιχάλ Πρόμπιερζ του Άρη)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι δεν έχει να κάνει με μετεωρολογία.Ο λόγος για τα μποφόρ της... μουνοθύελλας. Συνοδεύεται και από εκφράσεις του τύπου «με πήρε ο αέρας».

Δυο φίλοι μπαίνοντας σε καφετέρια.
- Πω, ρε μαλάκα τι γίνεται σήμερα; Πλακώσανε μποφόρια.
- Με έχει πάρει ο αέρας ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι συνώνυμη με το ''τα κάναμε σκατά''. Τη λέμε όταν κάναμε κάτι που μας βγήκε πολύ μπέρδεμα, που άλλο θέλαμε και άλλο κάναμε, που τέλος πάντων δεν μας πέτυχε.

Εναλλακτικά: κουρουβάχταλα.

- Πως ανοίγει αυτό τέλος πάντων;
- Άστο, άστο! Τα έκανες κουλουβάχατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό που περιγράφει τον άνδρα που κανονίζει πολλές κυρίες.Ο μάγκας που ξέρει να επιβάλλεται και να υπερισχύει των υπολοίπων. Δεν είναι απαραίτητα ο πιο ωραίος αλλά ο πιο καπάτσος.

- Αποκαλύφθηκε λέει κύκλωμα που κανόνιζε φάσεις με όργια και ναρκωτικά. Πιάσανε και τον Αχιλλέα χθες!
- Ποιόν Αχιλλέα αυτόν με τα σπόρια στη γωνία;
- Ναι! Από ότι λένε ήτανε το μακρύ δοξάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας όρος, προερχόμενος από παιχνίδια MMO και RPG, όπου ένας από μία ομάδα παιχτών παίρνει για τον εαυτό του κάποιο μαγικό αντικείμενο, το οποίο βρέθηκε μετά από πολύωρη μάχη και κάψιμο, χωρίς να το δικαιούται και αμέσως εξαφανίζεται από την ομάδα, προκαλώντας την οργή των συμπαιχτών του. Συχνά, τέτοιοι παίχτες (γνωστοί και ως ninja- looters), αφού νιντζάρουν ένα αντικείμενο, αλλάζουν την εμφάνιση και το όνομα του χαρακτήρα τους για να μην γίνονται αντιληπτοί και από άλλους παίχτες.

Λίγο αργότερα, ο όρος επικράτησε και στην καθημερινή μας γλώσσα με τη σημασία: κλέβω, παίρνω κάτι στα μουλωχτά χωρίς να με πάρουν είδηση οι υπόλοιποι, ωστόσο, τα αποτελέσματα γίνονται αντιληπτά πολύ αργότερα, όταν θα έχω ήδη εξαφανιστεί, εφαρμόζοντας την αλάνθαστη τεχνική των νίντζα.

Άλλη μία αρκετά γνωστή ερμηνεία είναι η εξής: μαχαιρώνω (μεταφορικά πάντα) ή χτυπάω κάποιον πισώπλατα, χωρίς να καταλάβει από πού του ήρθε.

  1. απο δουλεια τπτ...
    σημερα θα μιλησω με μια ιδιωτικη κλινικη παλι...
    αν δεν βρεθει τπτ το κοβω να νιντζαρω κανα 2000 χιλιαρικα απο τους δικους μου και να την κανω εξω... (από εδώ)

  2. Εσυ κ455λοπαιδι, που τα τακίμιασες με τον Ντόλη, κοίτα να μαζέψεις την γλώσσα σου γιατι θα σε τραμπουκίσω και θα σε νιντζάρω. (από εδώ)

  3. Ο El σηκώθηκε να μου ρίξει τις άμυνες αφού ανακοίνωσε τον πόλεμο αλλά δεν είχε δει ποτέ του τον στόλο μου και δεν ήτανε δυνατό φυσικά να σιμάρει,έτσι έστειλε στο πρώτο κύμα τα μεγάλα σκάφη και στο 2ο τα 200000 ελαφριά με άλλα καλούδια που δεν θα μπορούσα με τίποτα να νιντζάρω... (από εδώ)

(από Mr. Cadmus, 19/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή έχει προέρθει από τη ταλαντούχα Βούλα Βαβάτση την οποία την μάθαμε μέσα από πορνοταινίες. Το βαβατσελέ το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να εκφράσουμε κάτι με ένα επίθετο και δεν μας έρχεται κανένα! Τότε πετάμε ένα βαβατσελέ και τελειώνει εκεί.

Αυτό το πράγμα ήταν πολύ...πολύ...πολύ... βαβατσελέ ρε παιδί μου!

Για γερά νεύρα. (από Mr. Cadmus, 30/01/12)όρος που παραπέμπει λόγω επωνύμου και στον υπόγειο εδώ και κάμποσα τέρμενα,  Τώνη  (από GATZMAN, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published