Η μάλλον βίαιη πράξη που χαρακτηρίζεται από combo κλωτσιδίων μετά μπουνιδίων. Γενικά, βρώμικο ξύλο.

-Και του βρίζω τη μάνα, και μ' αρχίζει στα κλωτσομπουνίδια. Μου πιάνεις λίγο την πάπια...;

Μπουνίδι (από Hank, 01/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα τσιγάρων του μεγάλου τρακαδόρου. Προκύπτει από το:

τράκα + Παπαστράτος = Τρακαστράτος

Βλ. και Απόλλων.

-Φέρε ένα τσιγαράκι ρε φιλαράκι... -Άντε πάρε πάλι. Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω δει ποτέ τι τσιγάρα καπνίζεις... -Ε... Τρακαστράτο μωρέ...

(από jesus, 03/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.

Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των χαιρέτα μου τον πλάτανο, φέξε μου και γλύστρησα, άντε γειά, κάααααλα... Εκφράζει ψιλο-αποδοκιμασία, ψιλο-βαρεμάρα, και λίγο σταρχιδισμό.

- Και τι πρέπει να κάνεις για να πάρεις το χαρτί;
- Πρέπει να πας στη γραμματεία, να στο επικυρώσουν, μετά να πας στο ταμείο, να... (μετά από 10 λεπτά) ...και τέλος στο διευθυντή για να σου δώσει το χαρτί....
- Κάαααλα, Τρεχαγυρευόπουλος δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποχαιρετώ, λέω αντίο. Από τον παραδοσιακό τρόπο αποχαιρετισμού, κουνώντας ένα λευκό μαντήλι.

-Άντε έλα να χαιρετηθούμε.
-Τι δεν θα με πας μέχρι τον έλεγχο;
-Μήπως θες να περιμένω και μέχρι να φύγει το αεροπλάνο ώστε να σου κουνήσω το μαντήλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο στεγνός.

-Πήγα το πρωί και πλήρωσα εφορία, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο και κάτι γραμμάτια και έχω μείνει ρέστος. Να δω πώς θα βγει ο μήνας πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο ρέστος.

- Δικέ μου έχεις κανένα κατοστάρικο να ταΐσουμε κανένα φλιπεράκι;
- Τι κατοστάρικο ρε 'συ; Αφού το ξέρεις, είμαι στεγνός εδώ και δυο μέρες. Ούτε τσιγάρα δεν έχω. Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.

Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρομερά σπαστικός και λέει τα ίδια και τα ίδια συνέχεια με αποτέλεσμα να εκνευρίζει τους άλλους.

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να φύγουμε!
- Μου το είπες 15 φορές, μην γίνεσαι πρηξαρχίδης, να πιω τον καφέ μου και φεύγουμε σε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified