Κραυγή. Δεν κυριολεκτεί. Δεν έχει σταθερή σημασία. Ανάλογα με την κατάσταση και τα συμφραζόμενα μπορεί να δηλώνει επιθετικότητα ή αγανάκτηση ή στέρηση ή κορεσμό ψυχής ή νοσταλγία. Ή, ό,τι άλλο θέλεις να βγάλεις από μέσα σου - ειδικά αν είσαι φαντάρος ή μετανάστης ή, γενικώς, κοντεύεις να πλαντάξεις.

Η αρχική χρήση της φράσης ήταν στο στρατό. Με την μορφή Αχ Μαρία, τα μπούτια σου την ξεκινούσε ο βαθμοφόρος, δίκην παραγγέλματος, και ακολουθούσαν οι φαντάροι για να κρατούν ρυθμό στο βήμα: ταν τατάτα τατά τα ταν ...

Την φράση, με αυτή τη μορφή, κατέγραψε ο Νικόλας Άσιμος στο τραγούδι «Καλέ Στρατιώτη», στο στέκι που είχε μετά τη Μεταπολίτευση του '74 στον Λευκό Πύργο στη Σαλονίκη (βλ. Παρ.1 και μήδι 1).

Πιο γνωστή είναι η φράση στην μορφή τα μπούτια σου Μαρία, όπως την είπε ο Τζίμης Πανούσης στο τραγούδι «Κάγκελα Παντού» στα μέσα της δεκαετίας του '80 (βλ. Παρ.2 και μήδι 2).

Γιατί Μαρία; Και γιατί τα μπούτια της;

Μαρία, εικάζω, γιατί είναι μάλλον το πιο συνηθισμένο γυναικείο όνομα στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να είναι εξ ίσου εύκολα - και είναι - το κορίτσι της διπλανής πόρτας με το οποίο ο Έλληνας αρσενικός ονειρεύεται ν' ανοίξει σπίτι αλλά και η καραπουτανάρα που γουστάρει να την ξεσκίσει μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Ιδανικά, βέβαια, η γυναίκα που κάνει και τα δύο - κάτι που ούτε η Αφροξυλάνθη (με την παραδοσιακή έννοια), ούτε η Λίλιαν μπορούν να συνδυάσουν. Το δε οικείο του ονόματος Μαρία κάνει και το όλο πράγμα πιο προσιτό.

Σε ό,τι αφορά τα μπούτια, σημειώνω απλώς ότι στα Ελληνικά η λέξη αυτή έχει πολύ εντονότερη σεξουαλική φόρτιση απ' ό,τι έχουν εξίσου κοινές λέξεις για τους μηρούς σε άλλες γλώσσες - π.χ. thighs στα αγγλικά, cuisses στα γαλλικά - βλ. και μπουτάρες, άνοιξε τα μπούτια της, ανοιχτομπούτω, πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα, στα μπούτια τα γιαούρτια.

  1. Τι λεν ουρέ στους φαντάρους για να ισθάνουντι αφεντικά κάπ' αλλού;
    Το ρυθμό, το ρυθμό, τον θυμάστι το ρυθμό ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... (Νικόλας Άσιμος, Καλέ Στρατιώτη)

  2. Τα μπούτια σου Μαρία / σκοπιά Κ.Ψ.Μ. αγγαρεία
    Δεκαπέντε χιλιάδες και μία / στραβάδια απολύομαι
    τριαντά τρία χρονάκια θητεία / στραβάδια απολύομαι
    (Τζίμης Πανούσης, Κάγκελα Παντού)

Περίπου στο 1\'30" (από poniroskylo, 21/06/09)Επίσης στο 1\'30" (από poniroskylo, 21/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... αλλά δεν το λέω. Ξέρω πολύ καλά τι θέλω να πω, αλλά συγκρατούμαι, είμαι ανώτερος άνθρωπος, δίνω τόπο στην οργή, το καταπίνω και δεν το λέω και μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ωσεκτουτού τυχερό.

Σε ό,τι αφορά τις χειρονομίες, ενώ στην περίπτωση της προσωρινής αμνησίας που πραγματεύεται ο jonas ο δείκτης όντως δείχνει προς το στόμα του ομιλούντος και ενίοτε ακουμπά ελαφρά το κάτω χείλος ή και τη γλώσσα, στην περίπτωση του καταπιεσμένου μπινελικίου παίζει αντίχειρας, με το νύχι προς τα μέσα, να ακουμπάει στιγμιαία στην άνω οδοντοστοιχία και να φεύγει προς τα μπρος - έρκος οδόντων κλπ.

Απαντάται συνήθως στον αόριστο - «εδώ το 'χα». Συνήθως επίσης, της φράσεως προηγείται το αχ ή το να.

- Αχ, εδώ το 'χα να της τα πω ένα χεράκι και για την προκομμένη την κόρη της και πόσα παλούκια έχει πηδήξει που θα μου βγάλει εμένα γλώσσα για την ανατροφή που έχουν τα παιδιά μου, αλλά ας έχει χάρη που 'τανε μπροστά κι ο άντρας που 'ναι συνταξιούχος και ποτέ δεν έχει δώσει αφορμή και 'χει και την καρδιά του και τον λυπήθηκα τι χρωστάει αυτός τώρα και είπα μόνο θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου και το μόνο που δεν άντεξα και της είπα φεύγοντας κυρα-περμαθούλαμου μεγάλη μπουκιά φάε μεγάλο λόγο μην πεις και κοίτα αυτά που κοροϊδεύουμε μια μέρα να μην τα λουστούμε, αλλά σε λέωΚατίνα μου να, εδώ το 'χα, σ' ό,τι έχω ιερό η Μαρία σου τι κάνει με 'κείνον τον ανεπρόκοπο που τραβιότανε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που έχει περάσει από μπλέντερ. Κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά.

Τα πάντα μπορούν να περάσουν από μπλέντερ. Το έχει αποδείξει αυτό η εταιρεία κατασκευής μπλέντερ Blendtec στο καλτ σάιτ Will it blend;

(Ασίστ από τον ο αυτοκτονημένος. Εκ παραδρομής μάλλον είχε γράψει «να μπλεντεριστεί» στον ορισμό του λήμματος γκαβός, διορθώθηκε σε «να μπλενταριστεί» και μετά ανέβηκε και το λήμμα μπλενταρισμένος. Οπότε, μπλενταρισμένος με -α, μεταφορική σημασία, μπλεντερισμένος με -ε, κυριολεξία)

'Ελα τώρα ... δείτε τα βίντεα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν στο slang.gr κάποια λήμματα (τέσσερα, προς το παρόν) με κοινό τους χαρακτηριστικό ότι περιέχουν τη λέξη μπουγάτσα. Συγκεκριμένα, είναι τα:

Στη Βόρεια Ελλάδα, που ξέρουμε τι είναι μπουγάτσα, εννοείται ότι αυτές τις φράσεις δεν τις λέμε. Τις θεωρούμε παραδείγματα του λεγόμενου Αθηναϊκού χιούμορ που, βασικά, δεν το καταλαβαίνουμε και όταν το καταλαβαίνουμε δεν το βρίσκουμε αστείο αλλά, επειδή είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι (ξέρεις, δεύτερη πόλη σε δυο αυτοκρατορίες, η Μεσευρώπη είναι η ενδοχώρα μας κλπ), χαμογελούμε συγκαταβατικά. Νταξ, και το μπουγάτσα με τουρίστα έχει μια πλάκα, ωσαύτως και το μπουγάτσα με λεφτά που δεν υπάρχει ως λήμμα αλλά να μη σας βάζω ιδέες τώρα.

Τέσπα, εμείς που τρώμε μπουγάτσα - Σαλονικιοί, αλλά και οι Σερραίοι είναι ακόμα πιο δυνατοί και Βερροιώτες, Καβαλιώτες, Δραμινοί επίσης γνωρίζουν - όταν λέμε μπουγάτσα εννοούμε αυτό που τρώμε - με κρέμα, με τυρί, με σπανάκι, με κιμά η και σκέτη.

Εδώ ήρθαμε.

Σκέτη μπουγάτσα είναι η μπουγάτσα χωρίς γέμιση - τίποτα. Στη σοφτκόρ έκδοση βάζεις από πάνω ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στο πιο χαρκόρ βάζεις λίγη ζάχαρη χοντρή. Και σε καταστάσεις μόνο μπλακ δε βάζεις τίποτε - τρως το φύλλο κι αν είναι σωστό ως φύλλο κωλολέει.

Σκέτη μπουγάτσα, εξ αυτού, είναι ευρύτερα και ο,τιδήποτε το γουστάρουμε χωρίς ψιμμύθια, φρου φρου αρώματα και φραμπαλάδες - το γνήσιο, το απέριττο, αυτό που η ποιότητα του δεν χρειάζεται support act για να αναδειχθεί. Σκέτη μπουγάτσα, καφές σκέτος, ούζο ανέρωτο - όλα αυτά ζουν στο ίδιο μεταφορικό, μυθολογικό σύμπαν όπου οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες ξέρουν να τηγανίζουν μελιτζάνες.

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μάλλον και το μόνο παράδειγμα όπου η λέξη μπουγάτσα γνησίως εμπλέκεται σε μεταφορικές περιπέτειες.

ΟΚ, φτάνει. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τη μπουγάτσα να πάει σε αυτό το Σερρέικο σάιτ. Οι άνθρωποι έχουν κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στη μπουγάτσα κι εσείς τους λέτε ακανέδες.

- Φίλιππα, στη μπριζόλα σου θέλεις λεμόνι; Βούτυρο; Κάποιο σως;
- Όχι ρε, τίποτα ... σκέτη μπουγάτσα ... αφού με ξέρεις εμένα ...
- Να την ψήσω;

Focaccia σκέτη (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τενεκεδένιο δοχείο γύρω στο μισό μέτρο ύψος με μια βρυσούλα πολύ μικρού διαμετρήματος στο κάτω μέρος. Το μουσλούκι κρεμόταν στην κουζίνα ή στην αυλή και κάτω από τη βρυσούλα υπήρχε λεκάνη, μπακιρένια ή και χτιστή.

Τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες έφερναν το νερό από το πηγάδι ή τη βρύση του χωριού σε τενεκέδες συνήθως, γέμιζαν το ένα ή δυο μουσλούκια που διέθετε το σπίτι και είχαν, ας πούμε, τρεχούμενο νερό. Επειδή πίεση δεν υπήρχε και η βρυσούλα ήταν μικρή - για οικονομία - το νερό έτρεχε σταθερά μεν αλλά πολύ λίγο. Εξ ου και ό,τι τρέχει αργά και βασανιστικά - π.χ. το ντουζ άμα δεν έχει πίεση - το παρομοιάζουμε με μουσλούκι. Άμα ξέρουμε τη λέξη.

Μουσλούκι δούλευε σίγουρα μέχρι τη δεκαετία του '70, σε χωριά χωρίς κεντρική υδροδότηση και στις πόλεις σε παράγκες εκτός σχεδίου. Το μουσλούκι είναι, βέβαια, και ο ο πρόδρομος του θερμός από PVC με το βρυσάκι - βασικό είδος για κάμπινγκ χύμα στο κύμα.

Είναι λέξη βορειοελλαδίτικη, κυρίως. Προέρχεται από το τούρκικο musluk που θα πει βρύση, κάνουλα. Η πλάκα είναι ότι στην τούρκικη αργκό musluk θα πει και τσουτσούνι. Λογικό - κάτι μικρό που στάζει ...

  1. «Υπάκουοι οι δυο μικροί τρέχουν στο μαγειριό, στο χώρο όπου ήταν κρεμασμένο το μουσλούκι. Πρώτος αρχίζει να πλένεται ο Λεωνίδας. Χαίρεται το δροσερό νερό και ρίχνει με τις χούφτες του μπόλικο στο πρόσωπο και στον λαιμό του.» (Από το βιβλίο της Σουζάννας Παπαναούμ-Σιάπαντα 'Η γιαγιά μ’η Μαριγώ' για τη ζωή στην παλιά Σιάτιστα.)

  2. - Με τις σαπουνάδες έμεινα, ρε γαμώτο - δε μπόρεσα να ξεπλυθώ. Αυτό δεν είναι ντουζ που έχετε, μουσλούκι είναι. Να βάλετε πιεστικό ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε μεταφορικά, εννοείται.

Μεταφορικά, λοιπόν, ο πορδορούφας είναι ο τέλειος κόλακας, ο μαιτρ γλειψιματίας - ή, ο απόλυτος φαν. Δεν έχει σημασία ότι το αφεντικό (ή το ίνδαλμα) δεν μιλάει, κλάνει, δεν έχει σημασία τι μπόχα αναδύεται - ο τύπος είναι εκεί, μισό μέτρο απ' τον κρυωμένο κώλο που τις αμολάει και ρουφάει τα πάντα - προσκυνώ την πορδούλα σου, πρόεδρε! Και δεν μιλάμε για πορδούλες ευαίσθητες, μιλάμε για κατά ρυπάς κλανίδια ή για γιουσούφια βρωμερά και τρισάθλια.

Πρώτος ξάδερφος του ρουφοκλάνη και τακίμι του κωλογλείφτη.

Τη λέξη την συνάντησα πρώτη φορά, φορ ρήαλ, ως παρατσούκλι σε χωριά - ο τάδε ο πορδορούφας.

- Ρε μαλάκα, δεν πάει αυτό το πράμα ... μας φλόμωσε ο άλλος στην παπαριά κι ο δικός σου ο πορδορούφας αντί ν' αφήσει κάνα χριστιανό να μιλήσει ... «μάλιστα, έχετε δίκιο, δεν το είχαμε σκεφτεί αυτό» και «παιδιά, έτσι όπως τα λέει ο κύριος περιφερειακός είναι» και κολοκύθια τούμπανα ... άι σιχτίρ δηλαδή ...

Got a better definition? Add it!

Published

Η αγορά επί πιστώσει. Βαθμιαία, η λέξη έφτασε να σημαίνει ότι αγοράζω κάτι βερεσέ χωρίς να έχω πρόθεση να το ξοφλήσω - ειδικά στις φράσεις βαράω τσέτουλα και κόβω τσέτουλα που, πιο χαλαρά, μπορεί και να δηλώνουν την τράκα γενικώς.

Είναι παλιά λέξη της αργκό που καταγράφηκε στα λόγια λεξικά σε κάποια φάση και μετά έπεσε σε αχρηστία. Σε ό,τι αφορά την προέλευση της:

Ήταν η τσέτουλα ένα λεπτό ξύλο πάνω στο οποίο με εγκοπές οι παλαιοί μπακάληδες, έμποροι κ.λπ. σημείωναν τα προϊόντα που έδιναν επί πιστώσει. H παροιμιακή φράση «Bαρώ τσέτουλα» εσήμαινε πως αγοράζω επί πιστώσει με απώτερο στόχο τη μη πληρωμή. Ήταν δηλαδή ισοδύναμη του «γράφ' τα και κλάφ' τα» γράφει ο Σαράντος Καργάκος εδώ.

Και στο blog Anna-Silia, τα λέει πιο αναλυτικά:

Η τσέτουλα ήταν το πρωτόγονο “λογιστικό” σύστημα των Τούρκων και αποτελείτο από δυό επιμήκη ξυλαράκια, ένα του πωλητή και ένα του αγοραστή, που τα τοποθετουσαν σε επαφή και τα χάραζαν κάθετα με ένα μαχαιράκι κάθε φορά που γινόταν μια πληρωμή. Σε κάθε συναλλάγή κουβαλούσαν μαζί τα χαρακωμένα ξυλαράκια, τα έβαζαν διπλα- δίπλα για να ελέγχουν την ακρίβεια του λογαριασμού. Έτσι βγήκε η έκφραση κόβω τσέτουλα, που σημαίνει όμως την επί πιστώσει αγορά με σκοπό να μην καλοπληρώσω.

Απαντάται και η λέξη τσέτουλας. Είναι ο τζαμπατζής, αυτός που αφήνει φέσια εκ συστήματος. Ή, όπως λέει ο Καπετανάκης στο κλασικό «Λεξικό της Πιάτσας», ο επιδιδόμενος εις την τσέτουλαν.

Ενδιαφέρουσα είναι και η φράση βγάζω τσέτουλα φυλακή. Σημαίνει πάω μέσα άδικα, εκτίω ποινή για κάτι που δεν έκανα.

Ετυμολογικά, στα τούρκικα υπάρχει η λέξη çetele που είναι ακριβώς αυτό το ξυλαράκι με τις εγκοπές (καμμία σχέση με τους τσέτες του Κεμάλ). Ο Μπαμπινιώτης, όμως, δεν το αναφέρει καθόλου αυτό και το πάει το πράμα σε αντιδάνειο από τα ιταλικά:

τσέτουλα < cetola, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κόλλα χαρτί < cedola, ιταλική λέξη για το κουπόνι < λατινικό schedula, εξ ου και schedule < υποκοριστικό του scheda < σχίδη = φύλλο χαρτιού ή παπύρου.

Τώρα, δεν τόξερε το τούρκικο το çetele, δεν του άρεσε - θα σας γελάσω.

Σχετικά λήμματα: βερεσέ, ο μπαρμπα-Τζάμπας πέθανε, φέσι, πιστολιάζω, τάπα, αμάκα, Απόλλων, Τρακαστράτος

  1. Το τεμπεσίρι και η τσέτουλα του βερεσέ δούλευαν όλο τον χρόνο. Οι χωρικοί έπρεπε να ξεχρεωθούν για ν’ ανοίξουν τα καινούρια τεφτέρια. (Από την ιστοσελίδα του Διαπολιτισμικού Δημοτικού Σχολείου Σαπών, στη Θράκη)

  2. - Πάλι εσύ κέρασες; Εμ, βέβαια ... σιγά και να μη βάλει αυτός το χέρι στην τσέπη ... μια ζωή τσέτουλα βαράει ο καβουράκιας

(από BuBis, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ ίσου κοινό και το μπλέξαμε τα μπούτια μας

Εκφράσεις πολύ συνηθισμένες πια, περιγράφουν μια κατάσταση σύγχυσης και αντιφάσεων, αλούμπαρδη τελείως, απ' την οποία άκρη δεν βγαίνει. (Παρ.1)

Συχνά, μπερδεύουμε τα μπούτια μας όταν το βασανίζουμε πολύ το πράμα και κάνουμε τα εύκολα δύσκολα. Χαρακτηριστικά, τη λέμε τη φράση ως συμπέρασμα και για να μπει τελεία και παύλα σε μια παπαρολογία, θεωρητική ή πολιτική, όπου, αφού έχουν ακουστεί οι χιλιάδες μαλακίες, η συζήτηση έχει καταλήξει σε πλήρες αδιέξοδο. (Παρ.2)

Λέμε, επίσης, ότι μπλέξαμε τα μπούτια μας όταν βρισκόμαστε μπροστά σε συνοθύλευμα ετερόκλιτων απόψεων - ειδικά όταν κάποιοι τη βγαίνουν απροσδόκητα και αλλόκοτα. Σχετικό εδώ είναι και το πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια. (Παρ.3 & 4)

Αλλά, τα μπούτια τους δεν τα μπερδεύουν μόνον οι άνθρωποι. Τα μπερδεύουν επίσης οι πίσουλες, ειδικά σε μεγάλα δίκτυα (Παρ. 5), τα χρηματιστήρια (Παρ.6) και τα ποδοσφαιρικά συστήματα (Παρ.7).

Η προέλευση της έκφρασης δεν είναι σαφής. Νταξ, επειδή έχετε βρώμικο μυαλό η προφανής παραπομπή είναι στις παρτούζες (Παρ.8) - να οργανωθούμε, παιδιά, να οργανωθούμε... Αλλά, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, τα μπούτια τους τα μπλέκουν επίσης και οι παλαιστές. Και τα μπλέκουν - από μόνοι τους, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις - και διάφοροι άμπαλοι ποδοσφαιριστές (Παρ. 9).

  1. Μερικοί έχετε μπλέξει άγρια τα μπούτια σας και δεν ξέρετε τι σας γίνεται. Γι αυτό έχουμε αυτό το χάλι που έχουμε γύρω σας. (forum, antinews.gr)

  2. Κοίτα, όπως όλοι εδώ μέσα είπες και εσύ μια θεωρία η οποία μπορεί να είναι λανθασμένη μπορεί όμως και όχι. Οι θεωρίες πολλές, τα παρακλάδια πολλά και εν τέλει αυτό που πάθαμε είναι ότι μπερδέψαμε τα μπούτια μας. (από το newsfilter.gr)

  3. Πώς το είπε ο Γιάννης ; Α, ναί : μπερδέψαμε τα μπούτια μας, γιατί οι αριστεροί γίνανε δεξιοί και οι δεξιοί αριστεροί, οι κεντρώοι αριστεροδεξιοί και ο Καρατζαφέρης στον δικό του κόσμο.....:)))) (από φόρουμ του ΠΑΣΟΚ)

  4. (Αλλάξανε τα γούστα σου, Μπουλάς-Γιοκαρίνης)

Αλλάξανε τα γούστα σου
και μπέρδεψες τα μπούτια σου
Και φέρεσαι αλλόκοτα
και παρατάς τον Κόκοτα

  1. Καποτε ειχε γινει ενα τετοιο κουλο επειδη ο χρηστης ηταν μελος νουμερο 65536 (2 εις την 16η) και το συστημα εμπλεξε τα μπουτια του σε μια αναβαθμιση ή κατι τετοιο τελος παντων... (από ένα geek forum)

  2. Με άλλα λόγια τώρα που φράκαρε το πράγμα και η αγορά έμπλεξε τα μπούτια της και το χρήμα έγινε φύλλο και φτερό στις κομπίνες και στον τζόγο, φέρτε το χρήμα του μεροκαματιάρη, του χαμηλόμισθου, του μικρομεσαίου, να τα ξεμπλέξουμε... (από τον ΠΟΛΙΤΗ της Λευκωσίας, 11/05/09)

  3. «Καταρχάς είδα έναν προπονητή να έχει μπλέξει τα μπούτια της ομάδας! Δεν επιτρέπεται να διασύρεσαι και να κινδυνεύεις να μένεις εκτός Τσάμπιονς Λιγκ από τους Κύπριους που δεν έχουν βάλει σε ομίλους ποτέ ομάδα...» (Τρισμέγιστος Αλέφαντος σχολιάζων τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού από την Ανόρθωση)

  4. (στιχάκια από το από το gaypatras.gr)

Τα μπούτια μας μπερδέψαμε ξεπέτα την ξεπέτα
κι ανάθεμα κι αν χάρηκα
την έρμη την κουκέτα!!!

  1. - Ασε να πούμε, μας τον φέρανε και καλά ότι τρώει παιδιά ... και το άτομο είναι και ο πρώτος ξυλοκόπος ... μόνος του στην μικρή περιοχή, μια ζωή μπερδεύει τα μπούτια του και πέφτει ...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση κλισέ που κυριολεκτεί μεν, αυτοαναιρείται δε. Δηλώνει ότι ο ομιλών ήταν μεν παρών σε κάποιο γεγονός - σημαντικό και, συνήθως, μακρινό - αλλά, συγχρόνως αφήνει να εννοηθεί και ότι ήταν απλός θεατής και μάλιστα από απόσταση, στην ουσία παρών απών (παρ.1). Χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά για να περιγράψει κοσμικούς τύπους του στυλ «όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη», ρουβίτσες που είναι αδιανόητο να χάσουν συναυλία, δημοσιοκάφρους που είναι, εννοείται, πάντα παρόντες στα γεγονότα, ή, πιο απλά, τους φαντασιόπληκτους (παρ.2).

Για τους άνω των 40-45, η έκφραση παραπέμπει σε μια σειρά εικονογραφημένων παιδικών αφηγημάτων με τον γενικό τίτλο «Ήμουν κι εγώ εκεί» τα οποία μοίραζε ως δώρα το απορρυπαντικό ΡΟΛ. Συγγραφέας ήταν η Γεωργία Ταρσούλη (πα μαλ) και κεντρικός ήρωας ο Άλκης, ένας νεαρός που είχε ανοίξει φάμπρικα με μια χρονομηχανή και κυκλοφορούσε σε διάφορες στιγμές της αρχαιότητας - Κρήτη, Αννίβας, Βαβυλώνα και δε συμμαζεύεται. Βλ. μήδια και για περισσότερα εδώ.

Ή έκφραση, ωστόσο, είναι πολύ παλαιότερη. Στη βερσιόν «ήμουνα κι εγώ εκεί μ' ένα κόκκινο βρακί», είναι μια κλασική κατάληξη παιδικών παραμυθιών - ένα λατέρνατιβ στο «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» (Παρ.3).

Υπάρχει και ομώνυμο άλμπουμ του Παπάζογλου. Καμία σχέση.

  1. ... προσελκύει ένα μεγάλο πλήθος κόσμου, που έρχεται να παρακολουθήσει όλα τα πάρα πάνω, έστω και από μακριά για να μπορεί να πει «ήμουν κι εγώ εκεί» (Άρης Τερζόπουλος στο ΚΛΙΚ, «Αποχαιρετισμός στη Μύκονο»)

  2. Τελέρε, με τον παραμυθά ... και στο Γουέμπλεϊ ήτανε το '71, και στο Πολυτεχνείο μέσα και με τον Αγγελόπουλο τακίμι ... ποιός είναι, ρε πστ ... ο ήμουν κι εγώ εκεί; Ευτυχώς, δηλαδή, που είχε γεννηθεί κι αυτός και δεν αναβλήθηκαν τα σέβεντις, μυγαμήσω ...

  3. Μια φορά κι έναν καιρό,
    πήγε η γάτα στο χορό
    και δεν χόρευε καλά
    και της κόψαν την ουρά,
    και την πήγαν στο παλάτι
    και της βάλανε αλάτι.
    Ήμουνα κι εγώ εκεί
    μ' ένα κόκκινο βρακί,
    κάθησα στα χώματα
    φύγαν τα μπαλώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified