Χαλάρωσε και μη κάνεις το μάγκα στους μεγαλύτερους γιατί θα βρέξει καρπαζιές. Βγαλμένο μέσα από τη ζωή και συγκεκριμένα από τις κόντρες με αυτοκίνητα όπου ο κάγκουρας με το τουμπανιασμένο ιμπιζάκι (βλ. σχετικό λήμμα, ορισμούς 1, 2) θεωρεί ότι πρέπει να τα στήσει με τα evo και τα imreza ή και με μεγαλύτερα θηρία, οπότε και επεμβαίνουν οι ωριμότεροι/σοβαρότεροι/πιο υποψιασμένοι και σώζουν τον δυστυχή προτρέποντας τον να παίξει στα κυβικά του.

- Θα το γαμήσω το μαλακισμένο. Θα του χώσω δυο σφαλιάρες και θα ξεχάσει τ' όνομα του το μπασμένο.
- Ναι... Μαλάκα, άραξε τώρα στα κυβικά σου γιατί ο Νιόνιος δέρνει επιστημονικά: 4 νταν στο ακίντο και 2 στο κιοκοσινκάι έχει και δέρνει από πριν περπατήσει. Άστο να πάει στο διάολο σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω διακοπτόμενη λειτουργία του εγκεφάλου είτε λόγω δυσλειτουργικής διάταξης των σχετικών νευρώνων είτε λόγω κάποιου σκουρδουμπλούκου που μου 'χει κάτσει, είτε γιατί τόσο μου κόβει ρε παιδάκι μου.

Συνήθως αναφέρεται και σε περιπτώσεις όπου το δυστυχές υποκείμενο είναι τόσο μπερδεμένο που αντιμετωπίζει και προβλήματα στην ομιλία του και κομπιάζει, θυμίζοντας αυτοκίνητο που έχει τραβήξει σκουπιδάκια στη μηχανή. Δράμα δηλαδή και μη γελάει κανείς με τον πόνο του συνανθρώπου του. Ντροπής πράγματα...

- Εεεε, δηλαδή, εννοώ ότι...
- Τι ρε Νώντα;
- Ρε παιδί μου, αφού... Δηλαδή... Έεε...
- Εξ και ξερός ρε μαλάκα. Ρετάρεις και μας έχεις γκαστρώσει. Βγάλτο να τελειώνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπέρδεμα, το βραχυκύκλωμα που παθαίνει κάποιος όταν του έρχονται όλα μαζί κι ανάποδα. Σχετικό με το σουμουντρούκουλου.

- Κακομοίρογλου, φτιάξε εκείνο το ριπορτάκι και να το 'χω σε μία ώρα. Α, και πού 'σαι. Το βράδυ έχω βάλει μία συσκεψούλα στις 10:30 με έντεκα παρά για το budget, οπότε τελικά θα χρειαστώ όλους τους πίνακες σήμερα κι όχι στο τέλος του άλλου μήνα όπως είχαμε πει. - Μα...
- Κακομοίρογλου παιδί μου, τι μα και ξε μα; Έχεις 4 ολόκληρες ώρες. Εντάξει, μάλλον όχι 4 γιατί θέλω να πεταχτείς και μέχρι την τράπεζα για τις επιταγές. Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλάσιμο, όχι βέβαια υπό την κλασσική έννοια των εκ του πρωκτού εκπορευομένων βρωμερών αερίων, αλλά αυτό που σημαίνει την πλήρη αδιαφορία για κάτι. Συντάσσεται με το ρήμα έχω, υποδηλώνοντας ότι το υποκείμενο έχει την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων σε σχέση με το κλασμένο αντικείμενο.

- Μ' έχει στο ζαρτ η Σούλα και τα 'χω δει όλα. Τι τηλέφωνα πήρα, τι κάτω απ' το σπίτι της πήγα κι έστησα περίπτερο, τι λουλούδια έστειλα, αυτή εκεί, στο κλάσιμο. Μπας κι έχει γκόμενο δεν ξέρω...
- Όοοοχι. Γιατί το λες αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εκπληκτική τριλογία Amici Miei (Εντιμότατοι Φίλοι μου), προέρχεται η αυτονομημένη ατάκα «γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα», που αποτελεί ελέυθερη μετάφραση εκ του ιταλικού πρωτοτύπου από έναν προφανώς πεφωτισμένο επαγγελματία μεταφραστή. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να θολώσει τα νερά και να παρέχει μία αληθοφανή δικαιολογία για κάτι που περισσότερες λεπτομέρειες δε χρειάζεται/δεν πρέπει να δοθούν. Έτσι χρησιμοποιείται και στην αυτονομημένη της εκδοχή.

  1. - Λουκά μου, μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη μαμά μου και μετά λίγο μέχρι το ΙΚΕΑ και αν έχουμε καιρό για πέντε λεπτάκια στο κομμωτήριο;
    - Θα ήθελα πάρα πολύ αλλά πρέπει να γουρδώσω το περπούτσι...
    - Ποιο; Τι λες Λουκά;
    - Ναι, παράμοιρα. Ασ' τα να παν. Έπρεπε να είχα ήδη φύγει.

  2. - Και πώς εξηγείς τότε το λεκέ στο πουκάμισο Αρχέλαε; Ε;
    - Έπρεπε να γουρδώσω το περπούτσι παράμοιρα και βιαζόμουν και όπως το έβαζα ακούμπησε στο ρουζ που ήταν ανοιχτό πάνω στον πάγκο, Πίτσα μου.

(από jesus, 13/10/10)

Βλ. και καλιμπιστίρι!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοι του Ηρακλή αποκαλούνται έτσι από Αρειανούς και ΠΑΟΚτσήδες, διότι το υποκοριστικό της ομάδας είναι Γηραιός, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι η παλαιότερη ομάδα στην Α Εθνική από το 1907.

Μεταξύ λοιπόν «γύφτων» και «σκουληκιών» κινούνται οι «γριές» με λίγους σχετικά οπαδούς και μία διαφορετική μενταλιτέ περί τα αθλητικά. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι ο καλύτερος οπαδός του ΠΑΟΚ έχει σκοτώσει τη μάνα του, ενώ ο χειρότερος οπαδός του Ηρακλή έχει δύο μεταπτυχιακά.

Κατά τη λογική της χρήσης του λήμματος «γύφτοι» (βλ. σχετικά), πολλές φορές χρησιμοποιείται στον ενικό (η γριά) για να χαρακτηρίσει όλη την ομάδα.

1
- Ου ρε κωλόγριες που μου θέλετε να κάνετε και κερκίδα. Όλοι μαζί σε τηλεφωνικό θάλαμο χωράτε ρε!

2
- Τι τα θες, τι τα θες, πάλι πίπες οι γριές. (σ.σ. αηδίες...)

Βλέπε και γριά, στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαθιά φιλοσοφημένη έκφραση του λαού, ο οποίος προσεγγίζει τα μεγάλα ερωτήματα της Ελπίδας, της Μοίρας, του Πλούτου και του Σεξ σε μία μεστή, λιτή και περιεκτική πρόταση, η οποία πέραν όλων των άλλων έχει και ομοιοκαταληξία.

Κατ' αρχήν στην ολότητά της η έκφραση αποπνέει έναν αέρα ελπίδας κατά τα πρότυπα και άλλων στίχων της λαϊκής σοφίας όπως το «κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός», αφού ο μη γαμών έχει κάτι να ελπίζει στο μέλλον.

Το μέγα θέμα της μοίρας, του κισμέτ δηλαδή, αναφέρεται στην έκφραση διά της χρήσης του τροχού, ενός εξωγενούς δηλαδή παράγοντα, η κίνηση του οποίου θα επηρεάσει ευμενώς το μέχρι σήμερα θύμα της ακινησίας του.

Επίσης, η αναγωγή της φτώχειας στο υπέρτατο κακό της μοίρας μας, (ενώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο λεπρός, ο μικρός, ο καραφλός (με την αφαίρεση του «κι» για λόγους στιχουργικής ισορροπίας), ο χοντρός, ο κοντός και διάφοροι άλλοι εν γένει ταλαίπωροι/αδικημένοι) αποτελεί περίτρανη απόδειξη της μαγείας του λαού αυτού, ο οποίος έχει εδώ και αιώνες κατανοήσει το τι είναι σημαντικό σε τούτη τη ρημάδα τη ζωή και το έχει χιλιοτραγουδήσει σε πλείστα όσα παραδείγματα.

Τέλος, αλλά σε άμεση συνάφεια με το προηγούμενο θέμα, ο νταλκάς του φτωχού ΔΕΝ είναι να πλουτίσει (που και εννοιολογικά και ποιητικά η χρήση του θα ήταν εφικτή), αλλά να γαμήσει, διότι και πάλι αυτό που η επιστήμη ακόμη προσπαθεί να λύσει, δηλαδή το ερώτημα της σεξουαλικής έλξης, αυτός ο λαός το έχει εξηγήσει απόλυτα, κατανοώντας την ευθέως ανάλογη σχέση του πάχους του πορτοφολιού με τη συχνότητα ερωτικής συνεύρεσης, επί πληρωμή ή όχι.

Σχετικό λήμμα: ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας

- Παπαδόπουλε, το ΣΚ μην ετοιμάζεσαι να πας πουθενά. Θα κατεβείς γραφείο για να κάνεις την αρχειοθέτηση του τμήματος για το 2006 και 2007. Δευτέρα πρωί θέλω όλα να είναι τζετ.
- Μάλιστα κύριε προϊστάμενε. (αλλά πού θα πάει ρε... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός... και τότε να σε δω κύριε Σπασοκλαμπάνια, πού θα κρύβεσαι)

μαρτυρείται στο 02.53 (από xalikoutis, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το μέρος της αμοιβής μίας πόρνης που είναι δεσμευμένο από τον προαγωγό. Επειδή εδώ υπάρχει μία εγγενής αδικία και αδυναμία του συστήματος, καθ' ότι άλλος τον τρώει και άλλος εισπράττει, είθισται η έκφραση να χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία καταχρηστική οικονομική υποχρέωση προς τρίτους, ενώ πολλές φορές απουσιάζει η αμιγώς οικονομική διάσταση του όρου και η έμφαση στην αδικία που υφίσταται το υποκείμενο ως μη όφειλε.

1
- Μηνά, ήρθε το εκκαθαριστικό της εφορίας και μας ζητάνε λέει άλλα 836 ευρώ.
- Ω ρε πούστη μου, τι νταβατζηλίκι είναι αυτό. Από εκατό μεριές μας τα παίρνουν και πάλι χρωστάμε.

2
Τι νταβατζηλίκι είναι αυτό με τη βενζίνη ρε παιδάκι μου... Ανεβαίνει το πετρέλαιο, ανεβαίνει η βενζίνη. Κατεβαίνει το πετρέλαιο, ακούνητη η βενζίνη. Ρε δε γαμιόμαστε λέω εγώ... θα το πουλήσω και θα πηγαίνω με το λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published

Παρεμπιπτόντως με την αγγλική επιρρηματική κατάληξη -ly, χρησιμοποιούμενο σ' ένα αν πασάν αφ' ενός μεν για να δείξουμε τον άριστο χειρισμό της αγγλικής και αφ' ετέρου για να δούμε αν ο συνομιλητής μας προσέχει ή τον πήρε για κανά τεταρτάκι.

- Α, και παρεμπίπταμπλυ, πού είναι εκείνα τα 300 ευρώπουλα που μου χρωστάς και θα μου έδινες πέρσι τα Χριστούγεννα;
- Παρεμπ... τι; Πώς το είπες αυτό το αγγλικό ρε γίγαντα; Μ' έστειλες μεγάλε. Τι γλωσσομάθεια! Τι εύρος γνώσεων! Τι-
- Ναι, ΟΚ, πέφτε τα 300 τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified