Ρήμα παράγωγο της γνωστής και αγαπημένης σε όλους λέξεως «χάος». Παρ' όλο που τα πράγματα τα οποία είναι χαώσιμα είναι πληθαρίθμου έως και άλεφ-μηδέν*, το ρήμα συντάσσεται αποκλειστικά με τη συζήτηση και απαντά ως άπελπις έκκλησις κάποιου για να περισωθεί ο λογικός ειρμός της συζήτησης που απειλείται από το ό,τινάναι ή (κυρίως) από την ακραία εξάπλωση του θέματος.

Όταν μια συζήτηση χαώνεται, μπορεί να συζητάμε ο,τιδήποτε από το απόλυτο τίποτα μέχρι τα πάντα. Όπως φαίνεται και από το παράδειγμα, η έκκληση είναι συνήθως αποτυχημένη.

*Η σχετική εικασία ανήκει στο τρισμέγιστο πανκ συγκρότημα «Η γενιά του Χάους».

Α: - Η λογική του Σοσιαλισμού, σύντροφοι, βασίζεται στην παράκαμψη της αστικής ψευτο-έννοιας της δικαιοσύνης μέσω της εργατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Έτσι, το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης λύνεται χωρίς καν να τεθεί, καθώς μέσα στο πλαίσιο του προλεταριακού κράτους...
Β: - Λέγε με ΕΣΣΔ...
Γ: - Μη χαώνεις τη συζήτηση, ρε συ σύντροφε. Η οργάνωση έχει λήξει το ζήτημα της ΕΣΣΔ και αυτή είναι θεωρητική κουβέντα.
Β: - Οκ σύντροφε, το κόβω. Τι λέει; Γαμείς καθόλου;;
Γ: - Γνώρισα μια συντρόφισσα χτες στη συνέλευση φίλε, τρελλό μουνάκι. Θα την κυκλοφορήσω σήμερα και μάλλον θα μπει η τράτα στο λιμάνι.
Α: - Ποια χρονιά πέθανε ο Πικάσο ρε σεις;
Δ: - Δε γίνεται επανάσταση ρε με σάς. Θα γραφτώ στο ΚΚΕ νά 'χω και καμιά καβάτζα για όταν μεγαλώσω και τα βαρεθώ αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί του «παρακαλώ» στη Λευκάδα. Μάλλον ως συντόμευση μεγαλύτερης φράσης που θα λέει «κι εγώ στον γάμο σου θα κάνω το τάδε», αλλά πού να τόνε λες τον σιδηρόδρομο μωρ' τώρα μωρέ...

- Θα σου γαμήσω το μουνί που σε τίναζε!!!!
- Ευχαριστώ.
- Στο γάμο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί κατάφασης μετά από ερώτηση σχεδόν ρητορική, με διάθεση να δείξει στον ερωτώντα ότι δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις, πουλάκι μου.

(Από γελοιογραφία σε αφίσα)
- Καλά ρε συ, βαράνε οι μπάτσοι;
- Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;

πετάει; (από BuBis, 10/08/09)(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα ξεκαρφώματος στη θέα εκπληκτικού κώλου προερχόμενη από τη δυτική Πελοπόνησο (Πατρα, Πύργος και τα ρέστα τσίχλες). Οι συνειρμοί που προκαλεί η βολβάρα κολλημένη στον γάτζο με λόγκο σκοτώνει οποιαδήποτε πρόστυχη σκέψη γεννά το άκουσμα της πρώτης λέξης, τουλάστιχον στους μη υποψιασμένους.

- Πάρε μάτι. Τρεις η ώρα ΤΩΡΑ!!!
- Πσσσσσσσσσ... κωλάρα η λόγκο φίλε!! Όλα τα κολλάει!!!

(από jesus, 07/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον η ελληνική απάντηση στον ηχοποίητο βαρβαρικό όρο σπλατ και τα παράγωγά του. Το αντίστοιχο ουσιαστικό είναι η μπλάθρα και αναφέρεται σε ουσίες χυλώδεις, παχύρρευστες και αηδιαστικές. Το ρήμα, όπως υποδηλοί και η κατάληξη, σημαίνει καθιστώ κάτι μπλάθρα ή πασαλείβω κάτι με μία ουσία που χαρακτηρίζεται μπλάθρα.

  1. - Άσε ρε που θα πάμε για μπάνιο μεσημεριάτικο. Να πέσει λίγο ο ήλιος μην καούμε.
    - Θα σε μπλαθρώσω εγώ με το αντηλιακό και δε θα μασάς τ' αρχίδια σου.
    - Τσομπ!

  2. - Πώς τον έκανες έτσι τον ταραμά να πούμε, μπλάθρα σκέτη είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονική μέθοδος διόρθωσης γραπτών κατοχυρωμένη από το Ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Εργαστηριακές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι βοηθοί-μεταπτυχιακοί-διδακτορικοί φοιτητές διορθώνουν ασύγκριτα χειρότερα από τους καθηγητές. Καθώς, όμως, ο εχθρός του κακού είναι το χειρότερο, ο ανεμιστήρας έχει υποδειχθεί ως η χείριστη μέθοδος διόρθωσης, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για το κάτω φράγμα αντικειμενικότητας.
Η καθεαυτού μέθοδος, ή τουλάστιχον το ντηκλάσσιφάιντ κομμάτι της, συνίσταται στο άπλωμα εν είδει τραχανά των γραπτών στο πάτωμα και την ακαριαία εκκίνηση του ανεμιστήρα. Τα γραπτά που μένουν στη θέση τους κόβονται, ενώ όσα μετακινούνται υπόκεινται σε μια αλεατορική κατανομή βαθμολογιών που υπερβαίνουν το πέντε (5).
Η ταχύτητα, που αποτελεί προφανές πλεονέκτημα της μεθόδου, δεν ανακλάται απαραίτητα στην αμεσότητα έκδοσης των αποτελεσμάτων, καθώς συνήθως τα γραπτά γίνονται αντικείμενο πειραματισμού για την εξέλιξη ή και την αντικατάστασή της.

Πάλι ανεμιστήρα διόρθωσε ο καργιόλης ρε πστ! Να διούμε πότε θα πάρουμε πτυχίο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.

Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.

Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.

Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερχάιτέκ, υπερπανάκριβο και συνήθως υπεράχρηστο γκάτζετ.
Η ρίζα είναι από τη λέξη μπλιμπλίκι, που, όπως έχει επισημανθεί και σε έναν από τους ορισμούς, έχει γίνει όρος που συστεγάζει ό,τι το ηλεκτρονικό, με προσθήκη της κατάληξης -τρον που δίνει την αίσθηση τεν γήερς άφτερ τεχνολογίας (βλέπε Σύχνοτρον, Κύκλοτρον, Έσοπτρον και άλλα συναφή).

- Τι μπλιμπλίκιτρον είναι αυτό ρε θείο;;;
- Άσε μάστορα σου λέω, είναι ταυτόχρονα κινητό, τζιπιές, εφεφές, σέηκερ και επιταχυντής μποζονίων. Το αγοράζεις με τρεις χιλιαρίσκες από το Γερμανό και χρηματοδοτείς και τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τα μονοπώλια και τον Τσίπρα.

Του Woοdy Allen το Orgasmatron (από Vrastaman, 31/07/08)(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και αγαπημένο χτυπητήρι, του οποίου η χρήση περιορίζεται στην παρασκευή. Τις υπόλοιπες μέρες έχει αργία. Χάχα, καλό ε;;;

– Πιάσε μία τη φραπογαλιέρα ρε, μπας και ανοίξει το μάτι μας ναούμ...
– Μωρ' εγώ να την πιάσω, αλλά είναι Τρίτη σήμερα.

Φτεροφραπογαλιέρα (από joe909, 09/09/11)(από jesus, 13/05/12)

Δες και μαλακιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακραία ξεφτίλα στο μπάσκετ στην αλάνα. Εκστομίζεται προσβλητικά όταν έχασε ο κολλητός μας στο μονό ή (σπανιότερα) η αντίπαλη ομάδα χωρίς να βάλει πόντο, χωρίς δηλαδή να σπάσει η παρθενιά.

Δεν γνωρίζω αν λεγόταν γενικά στην Ελλάδα ή αν εξακολουθεί να λέγεται, αλλά ήταν στάνταρ έκφραση στη Λευκάδα εδώ και καμιά δεκάρα χρόνια.

- Πάρε και το τελευταίο στη μάπα!! 11-0! Παρθένα σε πήρα!
- Αφού την πετάς και μπαίνει ρε κώλε... Ο Ντομινίκ Ουίλκινς ήταν σπίτι σου χτες;
- Άντε και γαμήσου ρε!! Πάμε ρεβάνς στα 16;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified