Λέξη της κοινής νεοελληνικής, προστατική του ρήματος κάνω, που στα λευκαδίτικα (χωριάτικα και μπρανελίτικα) έχει το στάτους λέξης που δεν παίζει κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στην πρόταση, πλην την επίταση του νοήματος, δίνοντας έναν τόνο αγανάκτησης.

Μπαίνει κατά κανόνα (αν όχι πάντα) στο τέλος της φράσης και σημαίνει κάτι σαν «επί τέλους», «πλέον» και τα συναφή.

Όταν συνειδητοποίησα ότι πρόκειται όντως για την προστακτική του κάνω, τρίπαρα άσχημα με το πώς διάολο μπορεί να έφτασε να χρησιμοποιείται έτσι αυτή η λέξη.

Για ηχητικά με παραδείγματα προφοράς βλέπε το δεν πάω πόντο.

- Έλα, κάνε, μας γκάστρωσες!
ή - Ε, ά στο δγιάλο κάνε...
ή - Τι θες, μωρέ, κάνε, πρωϊνιάτ'κο;
ή - Ε, μα, κλjείζ' τ' μπόρτα κάνε...κιο μας έκοψε!
(το λ προφέρεται με την άκρη της γλώσσας πίσω από τα πάνω δόντια, αλλά το πίσω μέρος δεν ακουμπάει στον ουρανίσκο, αλλά είναι προς τα κάτω. το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιότυπα παχύ λάμδα. στην πόλη είναι πιο παχύ απ' τα χωριά.)

με μπολντ το πλέον κλασσικό λευκαδίτικο υπερμπινελίκι (όταν δεν πέφτουν άγ' σπ'ρ'δόν' και άγ' γεράσ'μ', και κυρίως παναγίες φανερωμένες), μάλλον το πιο ακραίο που μπορεί να πει η μάνα μου χωρίς ενοχές:
- Κόπ'κε το νερό πάλ'...
- Μπα γαμώτο κάνε...και πώς θα πλjύνω γω τα 'γγειά; (<αγγεία: τα πιάτα, τα σκεύη. το παίζω λίγο βίκαρ εδώ, αλλά πάντα φανταζόμουνα αυτή τη λέξη να ξεκινάει με «γγ». Έτσι κι αλλιώς, στον ενικό λέμε «το γγειό»)
- Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος ότ' θα τ'νε φκιάξ' τ'νjύδρευσ', (σταυροκοπούμενος) να, μά τ' μπαναΐα γαμώ τ' φανρωμέν'μ...
- Ε μωρέ ξεπατωμένο, πώς βλαστ'μάς έτσ';; Ε, και καλά π' στού πε, εσύ τονε πίστεψες;

(η απόστροφος παριστάνει ι που δεν προφέρεται, απλά μένει να γιωτίζει το σύμφωνο που προηγείται, αντίστοιχα με το ь στα ρώσσικα. στην προφορά της πόλης όλα τα σύμφωνα προφέρονται σκληρά και όταν ένα φωνήεν εκλείπει γιατί δεν τονίζεται [κατά το αξίωμα «φωνήεν που δεν τονίζεται δεν έχει λόγο ύπαρξης»], το προηγούμενο παραμένει σκληρό και κατ' αντιστοιχία θα βάζαμε ένα ъ αν θέλαμε να το τονίσουμε. πχ, στην πόλη θα λέγαμε «Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος οτθατνε φκιάξ τνύδρευσ» και με μια πιο ένρινη προφορά, αντί για αυτό του παραδείγματος. Το j είναι για το λευκαδίτικο νjι και λjι, που είναι διαφορετικό απ' τα πελοπονησιακά και τα κρητικά.)

και ένα παράδειγμα από το νέτι:
- Μπα, μαρή κοπέλα μ'. Δε μ' λες κάνε, τ' αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ'. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ' ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ'ς, με το ν'κοκύρ' μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!

κ ευχές με τίνγκα μπρανελίτικη προφορά, από μία πλήρως καλτ μορφή της λευκάδας (από jesus, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση, και καλά παρασυνθηματική, κάποιου που του έχει βγει το όνομα ότι τη μπαίζει συστηματικά, ή που τον έκαναν τσακωτό να τη μπαίζει. Ρετσινιά. Αποφύγετέ το.

Παράβαλε το μνημείο του slang.edu παίχτης, και θενξ στον θείο χότζα για την έμμεση ασσίστ.

- Ωπ! Να κι ο παίκτης! Στις πόσες το τερμάτισες χτες;

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού, ικανοποίησης, και τα δύο, γενικά εξαιρετικά θετικών συναισθημάτων που μας διακατέχουν. Αποδίδει μια διάσταση Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές στην πραγματικότητα, με την επίκληση υπερ-πραγματικών δυνάμεων, μια διάσταση μαγικού ρεαλισμού.

Ασσίστ: μαυρόγιαννος, εδώ.

  1. - Έφτιαξα μουσακά και γαμεί!
    - Μαγεία!

  2. - Μου τά 'ριξε η Μαρία!
    - Μαγεία!

- Πως ήταν το πάρτυ χθές, έπαιξε τίποτα; - Μαγεία! (από BuBis, 03/11/09)(από jesus, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα η λαϊκή δοξασία-δεισιμαλακία ότι από το πολύ το τίκι τάκα τυφλώνεσαι, το ρήμα τυφλώνομαι μπορεί να κρύβει υπόνοια αυνανισμού, αν τα συμφραζόμενα το επιτρέπουν.

  1. - Τι έγινε, βρήκε γκόμενα αυτός;
    - Μπααα, το πάει ντουγρού για τύφλωση.

  2. από σχόλιο εδώ, να αυτοδιαφημιστούμε και λίγο:

έτσι κ αλλιώς στ @@ μου, αυτός θα τυφλωθεί στο τέλος. αν είναι να είσαι κομπλεξικός, κάν' το σωστά τουλάστιχον.

Bien mal acquis ne profite jamais. (από Vrastaman, 29/10/09)ε; (από BuBis, 29/10/09)πίσω και σας έφαγα κουφάλες! (από BuBis, 29/10/09)(από Vrastaman, 29/10/09)Για του λόγου το αληθές... (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλόμπαρο της αισχίστης υποστάθμης.

Εκεί που το ποτό είναι φωτιστικό πετρέλαιο απ' την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στο Ιράκ.

Εκεί που όταν μπεις είσαι μάλλον ο μοναδικός μή μόνιμος πελάτης, και πρέπει να χαιρετήσεις με ένα αδιόρατο κούνημα του φρυδιού τον Μπάμπη το σουγιά και το Χρηστάρα τον ξίδια που τα ακουμπάνε στην τσατσά για την καψούρα της Σουζάνας, βαφτισμένης Μαρίτσας, που κατέχει όλα τα κόλπα του έρωτα (ο χριστός κι η μάνα του...).

Εκεί που οι πουτάνες έχουν πατημένα τα -ήντα στα χρόνια ή/και τα κατονείκοσι στα κιλά, ενδέχεται να έχουν ζωγραφιστή ελιά στο μάγουλο, μιλάνε ελληνικά με άθλια επαρχιώτικη προφορά ή είναι η τρίτη διαλογή της εισαγωγής από πρώην ανατολικό μπλοκ, και υπό κανονικές συνθήκες θα σε πλήρωναν για να σου τραβήξουν μαλακία, αλλά μιας και πήγες εκεί σ' την πέφτουν με ατάκες (τις οποίες θεωρούν ακραία υπονοούμενα) του τύπου «πώς την έχεις σήμερα...τη διάθεση» και μετά ξεσπάνε σ' ένα γέλιο που έρχεται κατευθείαν από την καλύβα του δρακουμέλ, ή «τέλεις ποτό» αντίστοιχα. Όλαφ τά εν μέσω εις βάθος συζητήσεων περί του ό,τι νά 'ναι ή περί της πουτάνας κοινωνίας που από ακτινολόγους στην πρώην (πουτ)σοβιετική λαϊκή δημοκρατία της πουθανίας τις έριξε στο βούρκο και κυρίως πριν καταλάβουν ότι δέν πρόκειται να τις κεράσεις ποτό και ξινίσουν τα μούτρα τους και ενώ εσύ κοιτάς να τελειώσεις (;) το ποτό (;) σου και να πας στο επόμενο αντίστοιχο, για να χτίσεις την ανδρική φιλία σου με τον κολλητό σου που βγήκατε μαζί για ένα ποτό.

Ο γορίλλας έξω απ' το μαγαζί είναι αυστηρά όπσιοναλ και η ύπαρξή του εξαρτάται από τον τζίρο του μαγαζιού.

Θα τα βρείτε σε παρατημένες συνοικίες επαρχιακών πόλεων, στας εθνικάς οδούς, σε παρηκμασμένα λιμάνια.

Συγγενείς έννοιες: τελειωμένος, κατεστραμμένος. Απαντά και ως κατεστραμμενάδικο και ως μαςπηρανειδησόμπαρο.

Αφιερωμένο στο Σταύρο.

Ασσίστ: ΡΤΠ, τζήζας (...).

Μαλάκα πήγαμε στο Μπιγκ Μπεν τις προάλλες, έχασες. Το επικό τελειωμενάδικο. Η κόρη να κάνει κονσομασιόν και η μαμά με κόκκινη δερμάτινη ολόσωμη φόρμα να τσακίζει μοσχαροκεφαλή πάνω στο μπαρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική έκφραση που έχει περάσει και στα ελληνικά, σημαίνουσα διάδωσέ το. Εκτός και έχεις βρει πώς σκορπίζεται το εμές γουώρντ στο πάτωμα και πλέον σε προβληματίζει μόνο το φωτομάγαζο.

Συνδυάζεται άριστα με πατατάκια ξίδι-κρεμμύδι (ζαμπλιάξ, αδύνατο να τα βρεις κι όλας) και με ύφος «μιλάς με γρίφους, γέροντα».

- Μαλάκα χαλικού, και γαμώ τα βλογ αυτό.
- Σπρεντ δε γουώρντ, μρέεε.

Got a better definition? Add it!

Published

Υφίσταται εις την καθομιλουμένη τάσις αφαιρέσεως του νυ όταν αυτό βρίσκεται εις την κατάληξιν λέξεως ξενικής, χάριν αστεϊσμού και τσαχπινιάς εις τον λόγον.
Καθιστά ενίοτε κλιτή την ειδ' άλλως άκλιτη ξενόφερτη λέξη.

Παράβαλε αρκούδως, αφεδύο, ζάπι, τουλάστιχον, το μνημειώδες προβατοκάτσικα και πολλά άλλα.

  1. Θα ήθελα ένα σάντουιτς με ζαμπό και μπέηκο.

  2. Έχω γεμίσει εμότικα το μουσουνού και δεν μπορώ να γράψω σαν άθρωπος.

Βλέπε και τα σχόλια στο λήμμα μπετό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ορίτζιναλ λέγεται σε κάποιον που συστηματικά πίνει ξίδια πάνω απ' τις δυνάμεις του και είτε η συμπεριφορά του αλλάζει προς το χειρότερο, είτε αρχίζει και ξερνάει και δεν τον σώζει ούτε ο χανγκάιβερ.

Εναλλακτικά, κατ' επέκτασιν του τι πίνεις και δε μας δίνεις, λέγεται σε κάποιον που έχει πάρει σασί και λέει ό,τι νά 'ναι.

Αφού σε χαλάει, ρε μαλάκα, τι το πίνεις; Πάλι σε μαζεύαμε χτες απ' τα μωσαϊκά.

Δες και χαλιέμαι και χαλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιρρηματική του μορφή, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ακραίο βαθμό, είτε με αρνητική είτε με θετική χροιά. Μάλλον τείνει προς το σλανγκ όταν η χροιά είναι θετική.

  1. Καλά, ψηλάκο, χτες γουστάραμε ελεεινά στη συναυλία. Της πουτάνας έγινε!

  2. Πεινάω ελεεινά ρε πούστη μου, δεν έχω φάει τίποτα απ' το πρωί.

  3. - Και της είπε τέτοιο πράμα στη μάπα ρε συ;;
    - Ναι ρε συ, αφού ο τύπος τον παίζει ελεεινά. Ακραίος τρόμπας.

Δες και τρελός, -ή, -ό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τον κόσμο των κατεβαστηρίων. Οι κατεβαστηρίοντες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: του σήντερς (seeders) και τους λίτσερς (leech).

Οι μεν πρώτοι, ενώ οι δεύτεροι.

Οπότε, σηντάρω πα να πει παρέχω δεδομένα, είμαι καλό παιδί και κουλ τύπος, ενώ το λιτσάρω, κατ' αντιστοιχίαν πα να πει ότι μόνο κατεβάζω, άρα είμαι παρτάκιας και ίσως και πανί αν το κάνω συστηματικά. Το λιτσάρω χρησιμοποιείται και με την γενικότερη έννοια του καβατζώνω, και όχι μόνο δεδόμενα.

  1. - Πρέπει να το αφήσω να σηντάρει λίγο, γιατί έχει πέσει το ρέησιο και δεν παίρνω πραϊόριτυ ούτε με ευχέλαιο.
    - Στη μάνα σου το είπες;;

  2. Πάλι τέλειωσε η ζάχαρη ρε πούστη, έχω γαμηθεί να λιτσάρω απ' τον γείτονα...

Βλ. και σιντάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified