Ανήκει στο λεξιλόγιο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και του αναρχικού χώρου και είναι ο δεύτερος πόλος της αντίθεσης με την αυτοδιαχείριση.

Αναφέρεται στην νοοτροπία της αποφυγής ευθυνών ή της μή εκτέλεσης των αποφάσεων από τα άτομα που τις λαμβάνουν, τα οποία, συνηθισμένα από την καθεστικυΐα τάξη πραγμάτων, υποθέτουν ότι η ψήφιση μιας πρότασης ισοδυναμεί με την εφαρμογή της, ή ότι κάποιος θεσμός, τυπικός (κράτος, πολιτεία) ή άτυπος, θα αναλάβει την εφαρμογή της.

Η λογική της ανάθεσης προφανώς είναι ασύμβατη με την άμεση δημοκρατία, πολίτευμα στο οποίο η λήψη και η εφαρμογή των αποφάσεων είναι θέμα των ίδιων των πολιτών και όχι κάποιων απρόσωπων θεσμών στους οποίους αναθέτουμε τις εξουσίες αυτές. Το γεγονός ότι αυτή η λογική είναι ριζωμένη στην συμπεριφορά μας έχει ως αποτέλεσμα όταν καλούμαστε να λάβουμε και να εφαρμόσουμε αποφάσεις, να κάνουμε το πρώτο βήμα, αλλά συνήθως να σταματάμε εκεί και να αναθέτουμε (έτσι αόριστα) την εφαρμογή τους. Ε, του πούστη, κάποιος θα το κάνει και αυτό, και συνήθως είναι πάντα τα ίδια άτομα στην ομάδα-συνέλευση, μέχρι που βαριούνται και τα παρατάνε και αυτοί.

Απαντά και ως ρήμα, όπως φαίνεται και στον ορισμό.

  1. - Λοιπόν, πρέπει να γραφτεί το κείμενο και να φτιαχτεί το πανώ. Ποιοι θα το κάνουν; (σηκώνουν τα χέρια οι κλασσικοί κάβλακες της συνέλευσης). Ωραία, ο Μπάμπης και ο Γιάννης για το πανώ, η Μυρτώ και ο Θανάσης για το κείμενο, και μαζευόμαστε αύριο να συζητήσουμε το κείμενο.
    - (κάποιος από τους μή κάβλακες της συνέλευσης στον διπλανό του) Ωραία. Αναθέσαμε πάλι. Πάμε για μπύρες και βλέπουμε.

  2. (κλασσικές ατάκες αφίσας, τρακτ, τοποθέτησης κτλ)
    Ενάντια στην λογική της ανάθεσης, για την αυτοδιαχείριση και την αναρχία (ή τον κομμουνισμό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με τη λέξη μπουκάλι, ή με το είδος ή την επωνυμία του ξιδιού που θα αγοραστεί. Το ξίδι ή το μπουκάλι μπαίνει συνήθως χωρίς άρθρο, αν πρόκειται για ένα, ή το πολύ με λέξεις τύπου «κάνα», βλ. παραδείγματα.

Λέγεται στο έτσι, συνήθως χωρίς χωρικό προσδιορισμό και χωρίς υπονοούμενα, εννοώντας αγορά φιάλης με ξίδι προς ομαδική κατανάλωση. Συνήθως σε μπαρ, κλάμπ, μπητσόμπαρο ή μπαρόκλαμπο, ενδεχομένως δε και σε μπητσόκλαμπο, αλλά όχι περιοριστικά.

Λογικά, η φράση είναι σύντμηση του «βάζω ρεφενέ για μπουκάλι», αλλά ίσως να μην είναι κ πολύ τραβηγμένο να το ετυμολογήσει κανείς απ' το ότι όταν παίρνεις μπουκάλι σε μαγαζί το βάζουν σε τραπέζι με τα σχετικά να το διακοσμούν. Κλίνω υπέρ της πρώτης πάντως.

  1. - Πώς θα την παίξουμε απόψενες;
    - Εμένα θα μ' έψηνε να βάλουμε κάνα μπουκαλάκι μπακάρντι.
    - Ού ρε φλώρε. Ρε Γιάννη, πιάσε ένα μπουκάλι άμπσολουτ με τα παρελκόμενα.

  2. - Ρε θείο, έχουμε ξεμείνει από ξίδια στο γραφείο και μάθς χωρίς αλκοόλ δεν γκένεν.
    - Να βάλουμε κονιακάκι;
    - Μέσα.

  3. - Τι είπε χτες;
    - Χαλαρά μωρέ. Βάλαμε ένα μπουκαλάκι στο Captain's corner, αλλά το λήξαμε νωρίς τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδόξως ο τριαντά δεν την έχει. Πρόκειται για την πενθήμερη εκδρομή στην οποία πηγαίνουν οι μαθητές της 3ης λυκείου προς το τέλος της χρονιάς, όνειρο κραιπάλης για τους περισσότερους.

Σημειώνεται ότι η «σωστή» λέξη είναι πενθήμερη (εκδρομή) και όχι πενταήμερη, αλλά έτσι ακούγεται πιο αλήτικο.

Όχι ιδιαιτέρως σλανγκ, πιθανότατα ανήκει στα καθιερωμένα λάθη της καθομιλουμένης και χρησιμοποιείται γενικότερα, αλλά είναι σίγουρο ότι κανένας μαθητής δεν θα αναφερθεί στην εκδρομή ως πενθήμερη. Αυτά.

- Μού 'χουν φτάσει τα ζουμιά μέχρι τ' αυτιά, άιντε να πάμε πενταήμερη μπας και μου κάτσει επιτέλους η Διονυσία.

(από jesus, 11/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη συγγενής με τα φτιαχτικά, σημαίνουσα τα λεφτά που παίρνει ο ψήστης σε μια ταβέρνα για να ψήσει το κρέας ή τα ψάρια. Για ευνόητους λόγους χρησιμοποιείται όταν κάποιος πηγαίνει το κρέας ή τα ψάρια στον ψήστη, οπότε δεν χρεώνεται το κόστος τους.

- Λοιπόν παιδιά, είναι τριάντα γιούρια τα ψηστικά-σαλάτες-πατάτες και τα ρέστα, και οι μπύρες από μένα.
- Νά 'σαι καλά μάστορα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκαδίτικο. Εκ του μούλος, δηλαδή μπάσταρδος.

Δηλώνει μάλλον πολυπληθή ομάδα αρσενικών, ηλικίας εφηβικής ή νεαράς, με απειλητικές διαθέσεις. Η χρήση της λέξης στο πρώτο παράδειγμα είναι η πλέον κλασική.

Κατ' επέκταση, πάει και για φάσεις τύπου για μπάσκετ θα πάτε;.

  1. - Μαλάκα, βάλαμε μπαταρίες και ροκανίδια στα ρόπαλα, και κατεβήκαμε μουλαρία στις απόκριες, ξύλο της πουτάνας σου λέω.

  2. - Ναι ρε μαλάκες, περιμένετε να κάτσουν τα γκομενάκια, που σκάμε στο κλάμπ μουλαρία τριανταδύο καβλαραίοι και κοιτάτε λες και δεν ξανάχετε δει πήρσινγκ να γυαλίζει μέσ' από διάφανη φούστα να πούμε. Γκντούπ (λιποθυμάει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον τριαντά βρήκα το «αφήνω μαλλιά, μούσι» κτλ, που είναι βεβαίως εδραιωμένη χρήση του ρήματος κατά το σχήμα αφήνω (= δεν παρεμβαίνω) τα μαλλιά/ το μούσι μου να μακρύνουν > αφήνω μαλλιά/μούσι κτλ.

Αυτό που δεν βρήκα, όμως, είναι η εξόχως σουρεαλιστική, κατά τη γνώμη μου, φράση «αφήνω κάτω τα μαλλιά μου» που σημαίνει δεν τα πιάνω κοτσίδα «πάνω», αλλά τα αφήνω ελεύθερα.

Άλλο ρήμα που βρήκα στο νέτι ήταν το «ρίχνω» που έχει κάτι το αγριοσουρρεάλ.

Επίσης, το «αφήνω τα μαλλιά μου» σημαίνει «δεν τα πιάνω, τα αφήνω ελεύθερα».

Το χώνω περισσότερο για τον γερμανό μεταφραστή που μάλλον θα φάει μπλε οθόνη αν το δει κάπου, και για την διαπίστωση του σουρρεαλισμού της φράσης, παρά για το αργκοτικό της υπόθεσης.

- Τι έγινε ρε, το κούρεψες το μαλλί;
- Όχι ρε, απλά είναι μέσα στη μπίχλα και άμα τ' αφήσω κάτω φαίνεται...
- Καταλάβατε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρότατα μή ρατσιστική λέξη αναφερόμενη σε μαύρη γυναίκα. Κατά κανόνα εκφράζει συμπάθεια, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί και στο πιο ουδέτερο, όταν απλά θέλουμε να αποφύγουμε την ενδεχομένως άχαρη λέξη «μαύρη». Ακόμα και τότε, όμως, έχει μία θετική χροιά, η οποία, βεβαίως, δεν έχει να κάνει με το αν είναι ωραία γκόμενα ή όχι.

Αντίστοιχο για το αρσενικό είναι το πιο μπανάλ μαυρούλης, όπως και το μαυρούλα για γυναίκες, αλλά δεν χρήζουν λημματογράφησης.

Πάσα: η μαυρούκα στο εστιατόριο του πανεπιστημίου που βάζει τίμιες μερίδες, όχι σαν κάτι άλλους που κάνουν λες και τους τρώμε το φαΐ απ' το πιάτο, και με ένα απίστευτο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο.

- Έφεξε, θείο, θα φάμε σαν άνθρωποι σήμερα!
- Έλα ρε, δουλεύει η μαυρούκα; Ρεσπέκ.

Άννα μαυρούκα μου Άννα (από Khan, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδόξως, ο τριαντά δεν τό 'χει, αν και νομίζω ότι η συγκεκριμένη συνεκδοχή χρήζει λημματογράφησης. Το κόμμα, λοιπόν, όταν δεν αναφέρονται άλλες ιδιότητες ή προσδιορισμοί, είναι ένα. Το κομμουνιστικό. Το κάπα κάπα, λίγο ή πολύ. Το κουκουέ.

Όπως και η πρεσβεία είναι μία, η αμερικάνικη.

Τρίβιο, ανέφερα σε φίλη ουρουγουανή το ανέκδοτο «- γιατί δεν έχει γίνει ποτέ πραξικόπημα στην αμερική; - γιατί δεν έχουνε πρεσβεία», με τον προσδιορισμό αμερικάνικη είναι η αλήθεια, και ένιωσε κανονικότατα.

- Από τότε που γράφτηκε στο κόμμα μας τά χει κάνει σαν τα μπαλόνια του Μεντελέγιεφ.
- Μονγκολφιέρος λεγότανε.
- Κι αυτό σωστό!

Η Αλήθεια (από Khan, 15/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία ψυγείου, απ' αυτές που τις ετοιμάζεις και τις εκσφενδονίζεις κατά το δοκούν. Γενικότερα, ό,τι ετοιμάζουμε και προετοιμάζουμε. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά.

Το νέτι δύσκολα δίνει αποτελέσματα, καθ' όσον όλα σχεδόν πάνε για μπύρες κ ξίδια, αλλά βρήκα αυτό.

Τυποποιημένο, μάλλον στην ατάκα του πρώτου παραδείγματος, αλλά όχι αποκλειστικά.

πάσα: πρόστυχα πιμιά με κνάσο, ο διάλογος των πιμί. πάνω-κάτω.

  1. - Ξέρεις ανατομία;
    - «- Τι ώρα είναι ρε; - Πού είναι το ρολόι μου ρε πστ...Α, νά 'το. Μία».
    - Εμφιαλωμένες τις έχεις;
    - Όχι, αλλά φεύγω γιατί είμαι λίγο μπαγιονέτ.

  2. - Τι σου έλεγε ο μαλάκας ο τζήζα και τράβαγες τα μαλλιά σου ρε;
    - Μ' άρχισε στις εμφιαλωμένες.
    - Είναι απάλευτος ο πούστης...

(από jesus, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified