Στην γραφή λιοτριβιό σημαίνει λιοτρίβι, ελαιοτριβείο και είναι ιδιωματισμός (σε ακραίες καταστάσεις απαντά και ως λιτρουβιό). Στη γραφή λιοτριβyo και την αντίστοιχη προφορά περιγελά την απαραίτητη σε κάθε σύγχρονο μουσικό κομμάτι (από αρενμπί μέχρι Πέγκυ Ζήνα) παρέμβαση ενός μπλακ μπράδερ που ραπάρει λίγο, έτσι, για να σπάσει η μονοτονία, ή και την σχετική προσωρινή στροφή πολλών καλλιτεχνών. Η εκφορά της λέξης συνοδεύεται συνήθως από τις αντίστοιχες (λιοτριβ)yό χειρονομίες, με τις οποίες μπορεί κανείς να πάρει και απαλλαγή από το στρατό, τη γυμναστική, τα θρησκευτικά και άλλα. Κατ' επέκτασιν, χαρακτηρίζει και όσους συμπεριφέρονται ανάλογα με αυτό το είδος μουσικής, και συνεπώς δεν πηγαίνουν στρατό, δεν κάνουν γυμναστική και δεν παρακολουθούν θρησκευτικά.

- Την είδε ξαφνικά και ο Μαζώ λιοτριβyό, γέννημα θρέμμα Δυτικής Αττικής κ μια μάντρα αρχίδια να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πατρινό ισοδύναμο του πάει η μαλακία σύννεφο. Δεν ξέρω αν προέρχεται από την επιτατική έννοια που παρατηρείται στη λέξη γόνατο στο οικείο λινκ, ή αν είναι από την εικόνα του τύπου που την παίζει τόσο βίαια που το χέρι πάει κι έρχεται μέχρι το γόνατο.

- Πιστεύω ότι πρέπει να εισηγηθούμε την προσάρτηση τρίτου βυζιού στη μέση.
- Ναι. Χρειάζεται.
- Προφανώς. Έχεις χουφτώσει τα δύο. Το στόμα σου πού το βάζεις;
- Και προφ για εργονομικούς λόγους πρέπει να είναι σε σειρά. Στο ίδιο πνεύμα, βέβαια, χρειάζονται τέσσερα. Για να μπορείς να χουφτώνεις τα δύο και να βάζεις τη μάπα σου ανάμεσα στ' άλλα δύο.
- Ναι...εδώ βέβαια δεν είναι ξεκάθαρο αν βολεύει να είναι εν σειρά ή σε ζεύγη...
(τρίτος που άκουγε τη συζήτηση:)
- Να βάλουμε και δυο στην πλάτη λέω 'γω;; Πάει η μαλακία γόνατο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινότατος χαρακτηρισμός φασίστα από εξωκοινοβουλευτικούς και κυρίως αναρχικούς, που τονίζει την έλλειψη εγκεφάλου που χαρακτηρίζει το είδος και τους υποβιβάζει σε κατώτερες μορφές ζωής.

Πάει πακέτο με τις απόψεις του σωστού φασίστα περί αρείας φυλής, ανώτερης ράτσας και λοιπά κολοκύθια τούμπανα.

Η αναφορά σε αυτήν την έλλειψη εγκεφάλου συνοδεύεται συνηθέστατα από αναφορές σε αντανακλαστικές στα όρια του παβλώφ κινήσεις τύπου μαχαίρωμα και ξύλο σε μετανάστες και συνεργασία με μπάτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

από εδώ:
Ασπόνδυλα στην ΑΣΟΕΕ προ 10 λεπτών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βουτιά, ιδίως από ψηλά, που πετάει άπειρο νερό. Είθισται να τρώγεται, εναλλακτικά συντάσσεται με επιφώνημα και την λέξη πασπαρτού, μαλάκα.

Κατά κύριο λόγο δεν λέγεται όταν η βουτιά αποσκοπούσε στο να πετάξει άπειρο νερό (με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, η λεγόμενη μπόμπα ή μπομπίδι), αλλά όταν έγινε από άτσαλο πέσιμο, οπότε πονάει. Πολύ.

Πάσα: ο τύπος που έφαγε σκασίδι τερματ'στός στον αηνγκίτα σήμερα.

  1. - Γιατί είσαι λες και σε γαμήσανε οι μάνογουωρ ρε μαλάκα; Ποιος σε πείραξε μάνα μου να πα να τονε δείρω;
    - Έφαγα ένα σκασίδι προχτες μαλάκα, ακόμα πονάω...

  2. - πλάαααααααφ!!
    - Ω μαλάκα σκασίδι...

μπανα\'ίτσα\'μ... (από MXΣ, 15/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τους υπάρχοντες ορισμούς:

Η αρχική σημασία της λέξης πόρτα είναι αυτή του τυπά που δε σε αφήνει να μπεις στο κλαμπ επειδή φοράς άρβυλα ή επειδή το τζην σου είναι σχισμένο. Κλασσική ατάκα «το μαγαζί είναι γεμάτο φίλε» (ατάκα που έχει αυτονομηθεί αρκετά ως γείωση). Βέβαια, για τον επόμενο δεν είναι γεμάτο, αλλά άλλο ζήτημα αυτό. Γλιτώνεις αν συνοδεύεσαι από κυριλέ γκόμενα (η εκδίκηση της γυφτιάς).

Το σχήμα είναι μάλλον «δουλεύω πόρτα < δουλεύω στην πόρτα του μαγαζιού». Από τη μεριά του πορτιέρη η πόρτα ρίχνεται, ενώ απ' τη μεριά του παραλήπτη τρώγεται. Στο απρόσωπο του πράγματος η πόρτα είναι θεόσταλτη και πέφτει. Βλέπε πρώτο παράδειγμα.

Κατ' επέκτασιν, ιδωμένο από τη σκοπιά του φαγωμένου, πόρτα νοείται ως κάθε πιθανή αποτυχία-απόρριψη, συντάσσεται σκέτη, με το αγαπημένο ρήμα «τρώω» που χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης ή με ρήματα τύπου ρίχνω, χώνω όταν περνάμε σε ενεργητική διάθεση.

Ειδική περίπτωση είναι και το χι στο κινητό, αυτό το μαγικό κόκκινο κουμπάκι. Βλέπε παράδειγμα δύο.

1α. - Πόρτα ο Τάσος σε κωλόμπαρο ρε συ; Να βγάλει τα λεφτά του το τζυμ τουλάστιχον.
- Έτσι πάει ρε συ, πρώτα φουσκώνεις και από κομοδίνο που ήσουνα γίνεσαι σα ντουλάπα, ε, και μετά γίνεσαι πόρτα.
- Μια ζωή έπιπλο αυτός ο Τάσος.

1β. - Τι έγινε χτες ρε; Πώς και δεν ήρθατε;
- Ο μαλάκας ο τζήζα ρε, πήγε να μπει στο μαγαζί λες και βγήκε απ' το κλουβί με τα θηρία. Είχατε κι όλες τις γκόμενες μαζί σας, πολύ θέλει; Φάγαμε μια πόρτα αποδώ ίσαμ' απέναντι. Παραλία και περιπτερόμπυρες τη βγάλαμε.

2α. - Τι έγινε με την Αγγελική ρε;
- Μου έχωσε πόρτα. Περνάει φάση λέει και μαλακίες τούμπανα.

2β. - Από δουλειά ρε;
- Παπάρια με τη ρίγανη. Πόρτες παντού.

2γ. - Ένα σάντουιτς ζαμπό, τυρί, μπέικο...
- Δεν έχουμε μπέηκον κύριε, μας τελείωσε.
- Πόρτα.

2δ. ντρίιιιιιιιν (παλιό κουδούνι τηλεφώνου, ρίνγκτόουν σε μυ-τζη-θρή κινητό, για να γίνει βίντατζ το γκατζέτι)
- Ποιος ήτανε;
- Δεν είδα καν. Έχωσα πόρτα. Μα μία η ώρα το μεσημέρι τηλέφωνο;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, φρένο σε βαρέα και ανθυγιεινά οχήματα. Μεταφορικά, κάτι το απροσδιόριστο, όσο και αποδημητικό. Μεταναστεύει όταν εργαζόμαστε πολύ ή κατόπιν εκπλήξεως.

Κάποιες φορές αντικαθίσταται από το καυλί, το καφάσι, τη μαγκιά, το σκατό και άλλες αφηρημένες έννοιες που ψάχνουν ευκαιρία για να ξεχειμωνιάσουν στους τροπικούς.

.

- Τον τελευταίο καιρό μου έχει φορτωθεί όλη η δουλειά στο γραφείο και μού'χει φύγει το κλαπέτο.
- Άσε, ρε θείο, μια φορά δούλεψες κι εσύ και τό 'κανες Μεσανατολικό.
- Καλά λες. Πάμε για μπύρες;

Βαλβίδα με κλαπέτο (από panos1962, 15/11/09)

βλ. και «μου φεύγει η μαγκιά, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το post-it.
Μέσα στην φιλολογία για post-rock, post-punk, post-jazz και γενικά post-οτιδήποτε, υπάρχουν και ορολογίες, όπως μετα-μοντέρνο, που έχουν αποδοθεί και στα ελληνικά. Στα πλαίσια της λογικής ότι πλέον οποιοδήποτε ρεύμα προσδιορίζεται είτε από αυτό που αντικαθιστά, είτε με το σημείο τομής που σηματοδοτεί τη νέα εποχή στην εν λόγω τέχνη, έχει προταθεί και ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας φαντασίας σε δύο περιόδους. Η πρώτη προηγείται του The It του Stephen King και αποκαλείται λογοτεχνία φαντασίας, και η δεύτερη έπεται αυτού και ονομάζεται post-it. Ο ανώνυμος γλωσσοπλάστης, ειρωνευόμενος τον συρφετό των μετα-ό,τινάναι, χρησιμοποιεί την ελληνική απόδοση του ανεγνωρισμένου αυτού φιλολογικού όρου για να αποδώσει την εμπορική ονομασία ενός ευτελούς, πλην χρήσιμου, προϊόντος από την βαρβαρικήν εις την ελληνικήν.

Κόλλα ένα μετα-αυτό στο ψυγείο γιατί θα το ξεχάσω, και δεν αντέχω την κρεβατομουρμούρα μετά.

βλ. και στίχλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά το παπί KZR, προφέρεται κα-ζε-άρ. Το αστείο με το κασέρι δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ κάτι εκτός από μπανάλ και εύκολο.

Αντίστοιχο παρατσούκλι/προσωποποίηση και ο κρύπτονας, για το παπί Crypton.

- Ρε συ, λαμπάδα τον πάει ο Μπάμπης τον κρύπτονα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τάσο, οι φίλοι με φωνάζουν νίκο.
Χρησιμοποιείται για να κατονομαστεί κάτι το οποίο έχει περιγραφεί μόλις στον λόγο (είτε ως γένος είτε ως είδος), είτε για να το τρίψουμε στη μούρη του συνομιλητή («ναι, ρε μαλάκα, αυτό εννοούσα, καλά το κατάλαβες»), είτε για να το κάνουμε κέρματα. Βασική χρήση είναι και η ειρωνεία προς τα λεχθέντα του προλαλήσας, βλέπε παράδειγμα πρώτον σε ήχο δεύτερο.

  1. από εδώ:
    - Η λογική του Σοσιαλισμού, σύντροφοι, βασίζεται στην παράκαμψη της αστικής ψευτο-έννοιας της δικαιοσύνης μέσω της εργατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Έτσι, το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης λύνεται χωρίς καν να τεθεί, καθώς μέσα στο πλαίσιο του προλεταριακού κράτους...
    - Λέγε με ΕΣΣΔ...
    - Μη χαώνεις τη συζήτηση, ρε συ σύντροφε.

  2. Όλα τα μουνόπανα τα φασιστοειδή της κυβέρνησης, λέγε με χρυσοχό και πάγκαλο, βγαίνουν αβέρτα στην τιβί να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα...

  3. - Ήταν κι ένας χαρτοκλέφτης στο καρέ, λέγε με Πέτρο, και μας γδύσανε.
    - Ψάχνjεις για καβγά ρε αρχίδι; Θα σε γαμήσω!
    - Ρε μουνjί μ' απειλjείς;; Ρε μουνjί θα πεθάνjεις!

(κλασσική πατρινή ατάκα αρχής καβγά η τελευταία.)

Λέγε με παλιόπαιδο, λέγε με αλήτη (Στράτος Διονυσίου) (από allivegp, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified