Τα λακκάκια που βρίσκονται στο ύψος της μέσης και εκατέρωθεν της σπονδυλικής στήλης. Kατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης σε στάση doggy style ο δότης χειρίζεται τον δέκτη κρατώντας τον από την μέση και τοποθετώντας τους αντίχειρες στα λακκάκια, προσομοιώνοντας έτσι τη λειτουργία ενός χειριστηρίου playstation (πλέιστέισιο).

-Ποιά ρε η Φώφη ζόρικη; Αυτήν άμα την πιάσεις απ' τα dual analog γίνεται γατάκι.

dual analogdual analog

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αρχίδια, ή μάλλον πιο συγκεκριμένα τον εκλεκτό μεζέ "αμελέτητα". Δόκιμη, πιστή μετάφραση του "mountain oysters" που χρησιμοποιείται σε βόρειες ΗΠΑ και Καναδά. Μια εξαιρετική περίπτωση αφού στα ελληνικά οι δύο λέξεις ριμάρουν δίνοντας έτσι δυνατότητα για πολλά παιχνιδίσματα.

Να σημειώσουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι η ριμαδόρικη σλανγκ, ακριβώς αντίστοιχη των παραπάνω, είναι μέρος της λονδρέζικης διαλέκτου. Μερικά παραδείγματα (συγχωρέστε το αγγλικό) , bees and honey for money, adam and eve for believe, ace of spades for AIDS κτλπ. Οπότε κανείς χρησιμοποιεί το πρώτο στιχάκι αντί της κυριολεξίας.

Εναλλακτικά, στρείδια του βουνού, αν προτιμάτε τον πεζό λόγο.

-Πού σαι κυρ Βαγγέλη! Φέρε και μια βουνίσια στρείδια.
-Δε μ' λες.. Αθηναίος είναι τ' αξιούραγο ζαγάρ;...
-Αρχίδια θα πάρ'ς αν δε βήξ'ς κρούνα!


βουνίσια στρείδια

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω διάτρητη μια επιφάνεια μετά από βολή κατα ριπάς ενός πολυβόλου όπλου. Είναι μεταφορική σημασία του γαζώματος με ραπτομηχανή, το οποίο επιφέρει αντίστοιχη διάτρηση και προέρχεται από το αραβικό qazz το οποίο σημαίνει μετάξι.

-Πέρασαν δύο αμάξια και γάζωσαν το μαγαζί εν κινήσει, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορηματικός προσδιορισμός άνδρα ο οποίος επιλέγει συνουσία χωρίς προφύλαξη. Ως εκ τούτου η σεξουαλική επαφή γίνεται με το γυμνό δέρμα του μορίου του.


- Άσε, έσκασα προχθές στο σπίτι της γκόμενας απ' το φεστιβάλ τέκνο...
- Δερμάτινος μπήκες πάλι;
- Ναι.
- Μαλάκα, θα κολλήσεις καμιά βλεννόρροια σα τον Τζίμ και θα ψάχνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει μια ακραία κατάσταση χαράς ή λύπης όπου ο χαρούμενος/λυπημένος εκφράζεται τόσο έντονα ώστε το σώμα του δεν αντέχει άλλο και «σπάει».
Εναλλακτικά εμφανίζεται ως συντομογραφία: "σπάω"

Συνώνυμα: λύθηκα στα γέλια , έκλασα στα γέλια / πλάνταξα στο κλάμα

-Πες μου ρε ξανά τι σου απάντησε όταν την ρώτησες με τι ισούται η μέση τιμή της ορμής;
-Mε 3i
-Aχααχχαχαχαχαα έχω σπάσει ρε Λαχανά!
-Μη γελάς ρε, όταν της είπα ότι κόπηκε έσπασε στο κλάμα, μια ώρα κάναμε να τη συνεφέρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κατάσταση ή αφήγηση κατάστασης από έναν ιστορία, η οποία είναι εξαιρετικά εντυπωσιακή και μάλλον αποτελεί φιδιά. Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και σαν περιγραφή ενός εξαιρετικού γεγονότος που μόλις συνέβη και σίγουρα αξίζει να καταγραφεί και να αναφέρεται συχνά πυκνά στο μέλλον σε συζητήσεις με παρέες.

Παράδειγμα 1
-Ρε είχα βγει χτες με τον Πάνο μετά από κάνα τρίμηνο και μου άρχισε πάλι τα ιστοριακά ότι ήταν στην Κρήτη στα βουνά και βρήκε μια χασισοφυτεία και ξήλωσε δυο δέντρα και τον πήραν χαμπάρι οι χωρικοί και τον κυνηγούσαν με τις καραμπίνες αλλά τους το σκασε.
-Ναι, ναι και μετά πήρε το Μ249 που χε κρυμμένο στο πορτ παγκάζ και τους γάζωσε.

Παράδειγμα 2
-Κοίτα τι έκανε ρε το τυπάκι! Πήρε το κράνος του ματατζή και το κάνε βολέ και μπήκε μέσα απ΄ τη πόρτα της ΓΑΔΑ.
-Πωπω μαλάκα ιστοριακόοοο!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος ο οποίος είτε είναι μεγάλος φιδέμπορας είτε εξαιρετικά γαμάτος. Είναι αυτός ο φίλος ο οποίος αφηγείται φοβερά και τρομερά σκηνικά που του συνέβησαν τα οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς. Εναλλακτικά είναι ο τύπος που παραπονιέται συνέχεια και παρουσιάζει ένα τραβηγμένο επιχείρημα επειδή δε θέλει ή δε μπορεί να κάνει κάτι.

Παράδειγμα 1
-Μαλάκες καλυφτείτε, έρχεται ο ιστορίας ο Πέτρος θα μας πει ότι φάσωσε κάνα μοντέλο πάλι.

Παράδειγμα 2
-Δε θέλω να πάω σ' αυτό το μαγαζί ρε, δεν έχει τουαλέτες με πόρτες που να κλείνουν μέχρι κάτω και δε μπορώ να κατουρήσω!
-Πάμε ρε μαλάκα ιστορία να πιούμε μια μπύρα να πούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Σαρκαστική έκφραση που συμπληρώνει κάθε εξωτερίκευση οιδιπόδειου συμπλέγματος.

-Άσε ρε είμαι άρρωστος, έχω αναγκάσει τη συγκάτοικο να κάνει τη μαμά μου τώρα.
-και ο Οιδίπους σε μια γωνιά τραβάει μαλακία με τα γόνατα...

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει τέλεια, ότι μια δουλειά έγινε ολοκληρωμένα ή μια κατάσταση είναι ιδανική. Ενδεχομένως είναι παραφθορά του κομπλέ αλλά με πολλή επιφύλαξη. Μπορεί να συνδυαστεί με σήκωμα του πήχη και λύγισμα του καρπού προς τα μπροστά ώστε να θυμίζει το αντίστοιχο φίδι. Συνήθως είναι ατάκα που χρησιμοποιούν κιτσάδες ψευτομαγκιόροι αν και είναι εξαιρετικά ευφάνταστη και ιστοριακή.

-Πέρασα ανάλυση 1 μαλάκα σήμερα, με πήραν κι απ' το συνεργείο και μου παν ότι μου κούμπωσαν το dellorto στο μοτόρι να ρθω να το πάρω, όλα κόμπρα!

Got a better definition? Add it!

Published