Κατηγορηματικός προσδιορισμός άνδρα ο οποίος επιλέγει συνουσία χωρίς προφύλαξη. Ως εκ τούτου η σεξουαλική επαφή γίνεται με το γυμνό δέρμα του μορίου του.


- Άσε, έσκασα προχθές στο σπίτι της γκόμενας απ' το φεστιβάλ τέκνο...
- Δερμάτινος μπήκες πάλι;
- Ναι.
- Μαλάκα, θα κολλήσεις καμιά βλεννόρροια σα τον Τζίμ και θα ψάχνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λακκάκια που βρίσκονται στο ύψος της μέσης και εκατέρωθεν της σπονδυλικής στήλης. Kατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης σε στάση doggy style ο δότης χειρίζεται τον δέκτη κρατώντας τον από την μέση και τοποθετώντας τους αντίχειρες στα λακκάκια, προσομοιώνοντας έτσι τη λειτουργία ενός χειριστηρίου playstation (πλέιστέισιο).

-Ποιά ρε η Φώφη ζόρικη; Αυτήν άμα την πιάσεις απ' τα dual analog γίνεται γατάκι.

dual analogdual analog

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο φοσμπά αποδεικνύεται πολύσπορος με αποτέλεσμα στο κάψιμο να αποδίδει μια μυρωδιά καμμένου κρέατος στην πεινασμένη μύτη του πότη. Χαρακτηρίζει νταφού χαμηλής ποιότητας.

-Η φούντα που αγοράσαμε τις προάλλες είναι για τον πούτσο...
-Γιατί ρε τι έγινε;
-Έστριψα ένα μονετάκι ρε φίλε και μπριζόλιασε όλο το δωμάτιο να πουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στριφτό τσιγάρο καπνού-κάνναβης ή σκέτης κάνναβης με ένα (μονό) τσιγαρόχαρτο. Η διαφορά του από το μονόφυλλο έγκειται στο ότι υπονοεί και χρησιμοποιείται από συστηματικό μπαφιάρη ο οποίος έχει αντικαταστήσει το κανονικό τσιγάρο με φουντωτό.

Υποκοριστικό: μονετάκι.

- Έλα πάμε ρε να φύγουμε, μας περιμένουν ήδη οι άλλοι στο δρόμο!
- Κάατσε μια να βρω το μονετάκι μου και φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ο οποίος έχει επιδοθεί μετά ζήλου στον αυνανισμό. Σε διάθεση χλέυης μπορεί κανείς τότε να υποθέσει ότι το πέος του αθλητή πρέπει να έχει αρχίσει να ξεφλουδίζει.

-Πήγαινε ρε Πετράκη να της μιλήσεις αφού σε κοιτάει.
-Καλά εντάξει, άσε με.
-Πήγαινε ρε μαλάκα ξεφλούδα στο τέλος δε θα μπορείς να μιλήσεις ούτε στη μάνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Η «πουστιά», η άνανδρη πράξη, η προδοσία. Οι φράσεις "μου 'παιξε πουστιά" και "μου 'παιξε τόγκα" είναι ταυτόσημες. Η τόνγκα είναι λέξη της πιάτσας και χρησιμοποιείται από αλάνια που έχουν επίπεδο και δεν θέλουν να θίξουν τους ομοφυλόφιλους.

-Αν μου δώσεις σεβασμό τότε θα σου δώσω αγάπη, προστασία. Αν όμως μου παίξεις τόγκα-πισωκολλητό, τότε πίστολι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει μια ακραία κατάσταση χαράς ή λύπης όπου ο χαρούμενος/λυπημένος εκφράζεται τόσο έντονα ώστε το σώμα του δεν αντέχει άλλο και «σπάει».
Εναλλακτικά εμφανίζεται ως συντομογραφία: "σπάω"

Συνώνυμα: λύθηκα στα γέλια , έκλασα στα γέλια / πλάνταξα στο κλάμα

-Πες μου ρε ξανά τι σου απάντησε όταν την ρώτησες με τι ισούται η μέση τιμή της ορμής;
-Mε 3i
-Aχααχχαχαχαχαα έχω σπάσει ρε Λαχανά!
-Μη γελάς ρε, όταν της είπα ότι κόπηκε έσπασε στο κλάμα, μια ώρα κάναμε να τη συνεφέρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης των ωραίων γλουτών, σε μια πιο μέτα προσέγγιση του λήμματος. Ο αισχρός, ανήθικος, εγωιστικός και ύπουλος τόνος της πιο διαδεδομένης σημασίας παραμένει, όμως τώρα καλύπτεται από ένα πέπλο λαγνείας. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο.

Συνώνυμα: κωλάκιας

- Ρε, ρε! Την τσέκαρες αυτή με το χρυσό κολάν;
- Εγώ ρε; Αφού ξέρεις ότι είμαι μεγάλος κωλάνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά ο πρωτάρης, ο μυρωδιάς, το πράσινο κέρατο, το τρυφερό πόδι. Όταν θες να κάνεις μια δουλειά σωστά, θα τον αποφύγεις. Μπορεί να είναι στη δουλειά μια μέρα ή δέκα χρόνια, δεν έχει διαφορά. Ο ναύτης αν το κάνει, δεν ξέρει πως, που, πότε, γιατί το κάνει. Στο πολεμικό αλλά και στο εμπορικό ναυτικό οι ναύτες είναι ικανοί από το να πνιγούν χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι, μέχρι να βουλιάξουν το πλοίο.

-Πατέρα να πάω το αμάξι στο καινούργιο συνεργείο στη χαλανδρίου;
-Αυτοί είναι ναύτες ρε! Θα πάρω 'γω τον Μάκη να το πας από κει να το κοιτάξει.

Νίκος Κούκος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified