Αγγλική λέξη η οποία ετυμολογούμενη στα ελληνικά συνθετικά της (Lipo+san), σημαίνει τον χοντρό Γιάννη. Στη θέση του ονόματος μπαίνει οποιοδήποτε όνομα ανάλογα με την περίσταση. Ο τύπος Liposan είναι γνωστός και όλοι λίγο ως πολύ είχαμε έναν στο γυμνάσιο: χοντρός, γυαλάκιας και κατά κανόνα απουσιολόγος.

-Θα κάνεις κοπάνα 3η ώρα;
-Ναι. Πες ρε συ στο Liposan να μην μου βάλει απουσία, οκ;
-Έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λεξιπλαστικό όρο (τσούλα με την κατάληξη επιθέτου «-ίδου») ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου και περιγράφει την γυναίκα εκείνη που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλα τα χαρίσματα της τσούλας.

- Τη βλέπεις αυτή εκεί; Χριστίνα Τσουλίδου με τ΄όνομα. Δεν της έχει γλιτώσει τίποτα αρσενικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος λεξιπλαστικός, ο οποίος χρησιμοποιείται για γυναίκες ελαφρών ηθών που παράλληλα με τη δουλειά τους αρέσκονται στην χρήση διαστροφικών τρόπων συνεύρεσης. Το «μαλακοπουτανιάρα» είναι απλώς χαριτωμενιά.

(διάλογος ανδρών) -Την ξέρεις την Τάνια από το κάτω διαμέρισμα;;;; -Όχι! -Μιλάμε, τρελή μαλακοπουτανιάρα η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική φρασεολογία η οποία, ανάλογα φυσικά και με το άτομο στο οποίο απευθύνεται, σημαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σε βλάψω. Συνώνυμο του «θα σου αλλάξω τα φώτα».

-Η καριόλα η Μαρία θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη, που πήγε και με κάρφωσε. Θα κυκλοφορήσω φωτό της ενώ είναι άβαφτη στο Internet.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για άτομα ανεξαρτήτως καταγωγής αλλά κοινού στυλ, το οποίο πρόσκειται στο στυλ του «μπραχαμιού». Δηλαδή παρωχημένες ενδυματολογικές επιλογές οι οποίες θυμίζουν βλάχο σε νεαρή ηλικία, εξού και η λέξη.

- Ήμουν Ποσειδώνος και περίμενα 7 ολόκληρα λεπτά να άναψει το κωλοφάναρο, και δε φτάνει μόνο αυτό, ήταν και ένας βλαχοτηνέιτζερ μπροστά μου που είχε πωρωθεί με το "Τζίγκλι μπελς" της Θώδη και δεν ξεκινούσε με τίποτα ο μαλάκας. Μια ολόκληρη ουρά περίμενε να τελειώσει η τραγουδάρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.

-Όλο το βράδυ μου έκανε καμάκι ο πατέρας του Γιώργου. Δε βλέπει που δεν μπορεί να περπατήσει καλά καλά, θέλει και έρωτες το ραμολί, κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες κάθε ηλικίας που πρόσκεινται στο στυλ «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν».

- Ο Γιάννης ο Ελληνάρας πήγε στο survivor να κάνει τι; Να πιει φραπέ με τους πελεκάνους;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της αντίστοιχης κλητικής προσφώνησης του ανδρικού φύλου «ρε μαλάκα» μεταξύ τους, η οποία προορίζεται για χρήση από το γυναικείο φύλο.

1) (διάλογος ανδρών) - Ρε μαλάκα, έχεις τίποτα να φάμε ή θα ξεσκιστούμε πάλι στις πίτσες;;

2) (διάλογος γυναικών)
- Μωρή τσούλα, έχεις μαντηλάκια ντεμακιγιάζ ή θα αναγκαστώ να κοιμηθώ με τον σοβά στη μούρη;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται ανεξαρτήτως φύλου και ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου κάποιος είναι ιδιαιτέρως θορυβώδης.

- Τι τσιρίζεις μωρή καραμούζα;;; Σου είπα, αν δεν το βουλώσεις δεν πάμε πουθενά!!!

(από xalikoutis, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες (αλλά και για γυναίκες με τη λέξη «σπασαρχίδω») οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως εκνευριστικοί, σε σημείο να «σπάνε τα αρχίδια» όποιου τους ακούει (εξού και η λέξη).

Καλά, επικοινωνείς; Θα φέρεις και τη σπασαρχίδω τη Μαρία μαζί;;; Ωραία θα περάσουμε!!!

σπάζτης... (από BuBis, 21/09/09)(από xalikoutis, 30/09/09)(από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified