Ξενόφερτη λέξη, εμπνευσμένη από τη διάσημη κούκλα-πρότυπο με ψιλόλιγνη σιλουέτα, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Το πρότυπο που προτιμά ο ανδρικός πληθυσμός ως επί το πλείστον. Χρησιμοποιείται βέβαια και για κοπέλες που υιοθετούν μια ναζιάρικη-χαζοχαρούμενη συμπεριφορά, ανεξαρτήτως εμφάνισης.

Αυτή η Κλαίρη είναι σκέτη Barbie!!! Μίνι φούστα, ξασμένο μαλλί κι έξω απ'την πόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λεξιπλαστικό όρο (τσούλα με την κατάληξη επιθέτου «-ίδου») ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου και περιγράφει την γυναίκα εκείνη που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλα τα χαρίσματα της τσούλας.

- Τη βλέπεις αυτή εκεί; Χριστίνα Τσουλίδου με τ΄όνομα. Δεν της έχει γλιτώσει τίποτα αρσενικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα, με πολλά χρήματα που περηφανεύεται για αυτά, υποτιμώντας όλους τους άλλους. Ο όρος έχει μοναστηρακιώτικη προέλευση.

Η γκαζιέρα η Παπαδοπούλου πάλι κάνει επίδειξη το καινούργιο της αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (πούτσος + αρπάζω) η οποία παραπέμπει στο άτομο που δέχεται το συγκεκριμένο όργανο σε κάθε διαθέσιμη εσοχή του.

- Η Άννα είναι μεγάλη πουτσαρπάχτρα. Ρώτα όλη την παρέα να σου πει...

Βλέπε και ψωλαρπάχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη όταν κάποιος θέλει να δηλώσει το λιγοστό ή και ανύπαρκτο ύψος ενός άλλου, το οποίο παρομοιάζεται ποσοτικά ως 1 μέτρο και ένα μπουκάλι γνωστού σοκολατούχου ροφήματος.

- Μ' αρέσει που είπες στην Ελίνα να αλλάξει τη λάμπα που κάηκε. Αυτή είναι 1 και 1 milko!!!

Συνώνυμα: μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιδιαιτέρως διαδεδομένη η οποία σημαίνει βλακείες, ανοησίες, χαζομάρες.

-Μου είπε ότι θα βγει με τη Μπελούτσι...
-Παπαριές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες κάθε ηλικίας που πρόσκεινται στο στυλ «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν».

- Ο Γιάννης ο Ελληνάρας πήγε στο survivor να κάνει τι; Να πιει φραπέ με τους πελεκάνους;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για άτομα ανεξαρτήτως καταγωγής αλλά κοινού στυλ, το οποίο πρόσκειται στο στυλ του «μπραχαμιού». Δηλαδή παρωχημένες ενδυματολογικές επιλογές οι οποίες θυμίζουν βλάχο σε νεαρή ηλικία, εξού και η λέξη.

- Ήμουν Ποσειδώνος και περίμενα 7 ολόκληρα λεπτά να άναψει το κωλοφάναρο, και δε φτάνει μόνο αυτό, ήταν και ένας βλαχοτηνέιτζερ μπροστά μου που είχε πωρωθεί με το "Τζίγκλι μπελς" της Θώδη και δεν ξεκινούσε με τίποτα ο μαλάκας. Μια ολόκληρη ουρά περίμενε να τελειώσει η τραγουδάρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.

- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified