Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.
Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...
Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.
Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...
Got a better definition? Add it!
Παραποίηση της λέξης κουλός η οποία χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μειωμένες ικανότητες. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ μοτοσυκλετιστών.
-Πού πάει μωρέ το κουλάδι μαζί με τους άλλους;
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο: κωλομπαρία.
- πω πω! πήγαμε χθες βραδυ σε ένα μαγαζί σκέτη κωλομπαρία
Got a better definition? Add it!
Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.
Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.
Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.
Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.
Δες και σετ α λα μαμά.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα αντί για την λέξη μοτοσυκλέτα.
- Ήρθε με το μοτοσακό να με παρει να πάμε για μπάνιο.
Got a better definition? Add it!
Τα μπιζέλια, ο αρακάς (στην Πελοπόννησο).
Σήμερα θα φαμε μπίζα!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
στειλιάρι, στυλιάρι
Got a better definition? Add it!