Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Ο παχύς, νωθρός και δυσκίνητος. Η απλάδα κυριολεκτικά είναι ένας μεγάλος ανοικτός χώρος, κάτι σαν αλάνα, άρα ο απλάδας είναι αυτός που με τον όγκο του κατά κάποιο τρόπο την γεμίζει.

- Προχώρα ρε απλάδα και θα χάσουμε το καράβι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας ελληνικός ορισμός για τους ομοφυλόφιλους άντρες.

- Πολύ στο σούξουμούξου την έχει την Μαρία ο Μάκης και θα μου την φάει στο τέλος.
- Ποιος μωρέ; ο τσιριμπίμ τσιριμπόμ; Σαν φιλενάδες τα λένε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός άντρας.

Τι αβοκάντο είναι αυτό ο Τάσος αδελφάκι μου; Ανεβαίνει στη ζυγαριά και γράφει «Μην ανεβαίνετε όλοι μαζί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρή γυναίκα.

Τι μπομπιστάμνα είναι αυτή η Νίκη αδερφάκι μου. Σε λίγο το σπίτι θα της έρχεται εφαρμοστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με δεύτερο συνθετικό το όνομα Αντρέας, που προφανώς επιλέχθηκε γιατί ξεκινάει με άλφα και με το ίδιο γράμμα τελειώνει το πρώτο συνθετικό της λέξης. Είναι ίσως η μοναδική λέξη με ένα όνομα για συνθετικό το οποίο δεν είναι Θόδωρος ή Θοδώρα π.χ. γυναικοθόδωρος, Παστρικοθοδώρα. (αν κανείς ξέρει κανένα άλλο ας με διορθώσει)

Τρέχα ρε μαλακαντρέα θα χάσουμε το πλοίο.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Ύδρα έτσι φωνάζει το ένα φιλαράκι το άλλο. Το πώς βγήκε η λέξη, άγνωστο.

Έλα ρε πατσέτο για καμια μπύρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που θέλει να δείχνει τον πλούτο του (τον οποίο δεν έχει τις περισσότερες φορές). Απο τον μικρασιάτη βιομήχανο των αρχών του 20ου αιώνα Πρόδρομο Αθανασιάδη «Μποδοσάκη» ο οποίος βέβαια δεν επιδείκνυε τον πλούτο του αλλά, ως πρωτοπόρος της ελληνικής βιομηχανίας που ήταν, ήταν από τους πιο πλούσιους έλληνες της εποχής του.

- Πατέρα φέρε 100 ευρώπουλα να πάω εξω.
- Ήμαρτον ρε Τάσο. Δικός μου γιος είσαι, όχι του Μποδοσάκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και στα αγγλικά ο όρος gift shop αναφέρεται σε μαγαζάκια που πουλάνε δωράκια, στα ελληνικά, γκιφτ σοπ είναι τα υπαίθρια (πάγκοι στο Μοναστηράκι κλπ) ή κινητά «καταστήματα» (ρολογάκια, γυαλιά ηλίου εχωωωωωωωωωώ) έγχρωμων συνήθως πωλητών που πουλάνε αφορολόγητα και λαθραία. Το «γκιφτ» σοπ βγήκε προφανώς από τη λέξη γύφτος.

- Ωραίο ρολογάκι. Πόσο πήγε;
- 10 ευρώ.
- Μόνο;
- Ε ναι ρε. Αφού από γκιφτ σοπ το πήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα φιλαράκι μας ή ένας γνωστός μας που έχουμε κάνει να το δούμε καιρό. Από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην πδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Πίτερ «Πετράκη» Οφορίκουε που όποτε πήγαινε στη μάμα άφρικα ξέχναγε να γυρίσει.

- Ρε, Γιάννη; Πού 'σαι ρε Οφορίκουε, μαύρα μάτια έκανα να σε δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγιος των απανταχού της γης emo.

Παραδείγματα περιττεύουν.

Άη Λάινερ (από poniroskylo, 20/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified