Ο παρών ορισμός θα αποτελέσει σπίτι ορισμού δύο διαφορετικών εννοιών που, μάλλον κατά λάθος, χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για την εκφορά τους. Σε μια απίστευτη κρίση ειλικρίνειας θα δηλώσω πως αν το λήμμα ήταν εμπορικό και η πιθανότητα να τσιμπήσω παπαραπάνω αστέρια για το ίδιο λήμμα, θα τον χώριζα στα δύο. Σιαμαίος ορισμός λοιπόν.

Ως πέταλο χαρακτηρίζεται το τμήμα εκείνο της εξέδρας στα κάθε είδους γήπεδα που βρίσκεται πίσω από τις εστίες / καλάθια / κώλο της βολεϋμπολίστριας που κάνει το σερβίς και στο οποίο έχουν τις άτυπες «έδρες» τους οι φανατικοί κάθε ομάδας. Κι αυτό γιατί οι τιμές των εισιτηρίων στα πέταλα είναι σαφώς φτηνότερες λόγω κακής οπτικής από την συγκεκριμένη θέση, σε αντίθεση με το οποιοδήποτε άλλο τμήμα της εξέδρας που δεν είναι πέταλο και ονομάζεται κάπως αλλιώς, όχι όμως Μπάμπης. Δεν γράφω ότι το πέταλο στις εξέδρες παρομοιάζεται με το κανονικό πέταλο, γιατί είμαι οπαδός του Άρεως Θεσσαλονίκης και, αν κρίνω από το Βικελίδης, το λήμμα θα έπρεπε να είναι «αποτυχημένη-απόπειρα-τύπου-που-δεν-κατέχει-την-προοπτική-στο-σχέδιο-να-ζωγραφίσει-μια-μπανιέρα».

Επίσης ως πέταλο χαρακτηρίζουμε τις οδικές αρτηρίες οι οποίες είναι επικίνδυνες λόγω ομοιότητας με το πέταλο του αλόγου (και με το αγγλικό γράμμα U, αλλά το U-turn είναι αλλουνού παπά κυρ ελέησον), μειώνουν την ορατότητα και παρόλα αυτά προκαλούν ελληναράδες οδηγούς να προσπεράσουν και να προκαλέσουν χάος από σίγουρη πρόσκρουσή τους σε έτερο διερχόμενο όχημα. Διάσημο πέταλο αυτό του Μαλιακού.

- Για πες την ιστορία με την εκδρομή στο ΟΑΚΑ ρε Νώντα.
- Και να ήμαστε στο πέταλο του Μαλιακού και να έχουμε σταματήσει την κυκλοφορία και να έχουμε πιει όλοι και να γράφουμε με σπρέυ παντού!
- Σώπα ρε Νώντα.
- Και να φτάνουμε στο ΟΑΚΑ και να γεμίζει το πέταλο κιτρινό-μαύρο και κόκκινο από τους πυρσούς.
- Απίστευτο ρε Νώντα.
- Και να ήμαστε στο δρόμο και να μαδάω τα πέταλα της μαργαρίτας και θα νικήσουμε και θα χάσουμε και θα νικήσουμε και θα χάσουμε.
- Δεν το πιστεύω ρε Νώντα.
- Και να χάνουμε και να τον βρίζω τον Μάκη που δεν έφερε το πέταλο που έχει σπίτι για καλή τύχη και να θυμώνει αυτός.
- Κάτσε, κάτσε γιατί μου φαίνεται το έχασα κάπου. Τι σημαίνει η λέξη πέταλο στις δύο τελευταίες προτάσεις σου;

P.O.V.= Petalo point Of  View. (από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και να το δει κανείς τα πράγματα που μπορεί να κάνει στο κρεβάτι του (και εννοώ το σεξ) είναι λίγο πολύ περιορισμένα. Θα κάνεις αυτό, θα κάνεις αυτό, θα κάνεις το άλλο και το παράλλο και ίσως και το τελευταίο. Παραδόξως το ίδιο συμβαίνει και οπουδήποτε αλλού προσπαθήσετε να ολοκληρώσετε την σχέση σας, όπως με παρακάλεσε μια φίλη μου να γράψω. Αν αυτός ο ορισμός είχε γραφτεί λίγο νωρίτερα, η παραπάνω, ψιλοεξαντλητική εδώ που τα λέμε ρε μικροαστοί, γραφιάδες και υπάλληλοι με τρομερά ενδιαφέρουσες δουλειές, λίστα θα περιείχε και το συγκεκριμένο λήμμα.

Το πλοπ είναι η προσπάθεια της γυναίκας (ή του άντρα, ή του άντρα. Ποιος σας εμποδίζει να είναι άντρας;) να γλείψει με τέτοιο τρόπο τη βάλανο ώστε να κλειδωθεί συγκεκριμένη ποσότητα αέρα στο στόμα και με την έξοδο της βαλάνου από το στόμα να ακουστεί ο συγκεκριμένος ήχος. Για να το καταλάβετε καλύτερα φαναστείτε πως το δάχτυλό σας -- ή, καλύτερα, μη φανταστείτε τίποτα και απλά βάλτε το δάχτυλό σας στα πλάγια του εσωτερικού του στόματός σας και βγάλτε το με σφιχτά αγκαλιασμένα τα χείλη στη βάση του δαχτύλου σας. Φαντάζομαι θα ακολουθήσουν πολλά media που να απεικονίζουν την συγκεκριμένη τεχνική αλλά το καθήκον έπρεπε να γίνει και η παρουσίαση της συγκεκριμένης ενέργειας έγινε όσο το δυνατόν πιο παραστατική χρησιμοποιώντας λέξεις.

Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ότι το πλοπ αποτελεί και γαμώ τις διεγέρσεις εφάμιλλης ίσως αξίας με το δάγκωμα και το γλείψιμο του αυτιού αλλά χρειάζεται να αναφερθεί ότι το λήμμα είναι ηχομιμητικό οπότε μπορεί και να ακουστεί με διάφορους τρόπους. Απλά έτυχε ο γράφων να ακούσει την ρηματική μορφή του «με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη» οπότε το καταγράφει ως έχει. Και επειδή η τελευταία πρόταση σας ιντρίγκαρε οι άλλοι είναι ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Ναπολέων και ο Μάρλον Μπράντο. Άντε, ίσως και ο Αλέφαντος.

- Καλά ε, θεά της πίπας η Βασούλα!
- Σώπα ρε!
- Τι να σου πρωτοπώ, για το πως τον έφτυνε, για το πως τον έσφιγγε, με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη. Τι να σου λέω.
- Καταρχήν κάτι πρωτότυπο γιατί αυτά τα έχω ξανακούσει.
- Πού ρε;
- Λίγο πιο πάνω.
- Ε;

Περιμένατε κάτι διαφορετικό; (από Jim Blondos, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πρώτο βήμα προς την διόρθωση του λάθους της φύσης να γεννήσει κάποιον με κάποια πράγματα περισσότερα εκεί ανάμεσα στα πόδια. Ελπίζω μόνο να μην υπάρχουν λήμματα και για τα πιο «βαρβάτα» βήματα. Είναι η λύση, στην οποία καταφεύγει η συμπαθής τάξη των πισωγλέντηδων, ώστε να μεγαλώσει την κόμη των μελών της και να μοιάζουν κατά τι περισσότερο στο θηλυκό γένος (θέλω να ξέρεις εσύ που κοκκίνιζες το λήμμα μέταλ, metal, ότι σε καμιά περίπτωση δεν σε συγκρίνω με τους παραπάνω).

Προέρχεται από το ποστίς ή επί το ευρωπαϊκότερο postiche, παραφρασμένο για να εξυπηρετήσει τους ταπεινούς σκοπούς όσων το χρησιμοποιούν και, θέλω να πιστεύω, όχι κοροϊδευτικά.

Το εξτένσιον των μαλλιών είναι κάτι πολύ φυσιολογικό και, από ότι είδαμε σε γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες, αν χρησιμοποιείται με σύνεση μπορεί να φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα! Οπότε πρέπει να γνωρίζουμε την διαφορά του απλού εξτένσιον από το πουστίς γιατί είναι πιθανόν να προκληθούν παρανοήσεις.

Στους φανατικούς πολέμιους του πουστίς συγκαταλέγονται: Ο Άγγελος Πυριόχος, η (Ρεπορτάζ:) Έφη Μαλτέζου, ένας τύπος που είχε πάει σε κάποιο Big Brother αλλά δεν θυμάμαι και ο Νίκος Καρβέλας, που τα προτιμάει φυσικά (Όχι αλήθεια! Στην εκπομπή του Μάκη είδα το καρύδι, οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία!).

- Ρε φίλε, ο Τάκης είναι αυτός με το τακούνι και την μαλούρα;
- Άσε, προχτές τον είδα κι εγώ... Μου φοράει ό, τι πιο κιτς κυκλοφορεί και μιλάει σαν τον πουρουπουπού. Αφού έκανε και πουστίς τα πράγματα δείχνουν προς Συγγρού μεριά...
- Καλά, πριν μια βδομάδα δεν σας είδα μαζί στην Ερμού;
- Τι λες ρε συ; Έχω εγώ λεφτά για ψώνια; Ούτε από κοντά δεν περνάω.
- Όχι, εννοώ...
- Κατάλαβα ρε, πού θα πάει αυτό με τα επιτόκια. Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι φίλε μου.

Mein Hair, αυτά τα extenstions δεν φιλοτέχνησε χειρ τις, αλλά πους τις! (από Vrastaman, 21/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απαραίτητο συμπλήρωμα της συνολικής εμφάνισης γκλαμουράτων και λοιπών κατά τις βραδυνές, και όχι μόνο, εξόδους. Είναι τα γνωστά σε όλους σκαρπίνια-λουστρίνια αλλά με αξεσουάρ και υλικά που αποτελούν ό,τι πιο κιτς μπορεί να βάλει ο νους του κάθε Aσλάνη.

Συνήθως όσο πιο άγριο είναι το ζώο από το οποίο αποτελούνται τόσο πιο πολύ μετράνε. Για παράδειγμα πολύ καλό είναι το γουρουνίσιο δερματινί που φαίνεται σαν αληθινό δέρμα, αλλά τι να κλάσει μπροστά στο φιδίσιο δέρμα που κι αυτό με τη σειρά του τι να κλάσει (κλάνουν τα φίδια;) μπροστά στο αυθεντικό κροκοδειλί πατούμενο;

Μολονότι αντικειμενικά αποτελούν σημάδι κύρους και καλού (;) γούστου, αυτός που τα φοράει χρειάζεται να υπομείνει κάποιες δυσκολίες για να μπορέσει να καρπωθεί πλήρως τις ιδιότητες τους. Το λεξιλόγιό αυτού που τα φοράει περιορίζεται σε εκφράσεις όπως: «Καλησπέρα, έχετε κάνει κράτηση;», «Κοπελιά να σε κεράσω ένα σφηνάκι;», «Για που είμαστε μετά;» και άλλες με νόημα κοντά σε αυτές. Επίσης, πρέπει να ανέχεται να φοράει παντελόνι που με το που κάθεσαι ανεβαίνει στο γόνα και αφήνει σε κοινή θέα το υπόδημα και την κάλτσα που πρέπει να φαίνεται πανάκριβη. Οι ειδικές ζώνες που αναλαμβάνουν να κρατήσουν το παντελόνι στο ύψος του ομφαλού για να επιτευχθεί το παραπάνω πωλούνται στα ίδια μέρη με τα πουστρίνια. Άλλη μια δυσκολία είναι η προσπάθεια να χωρέσουν όλα τα δάχτυλα σε χώρο που προορίζεται για το ένα και μοναδικό δάχτυλο ποδιού των ιθαγενών της φυλής Γκρονγκξ για την οποία φαντάζομαι σχεδιάστηκε αρχικά αυτό το είδος παπουτσιού. Αλλά μπρος στα κάλλη τι 'ναι ο πόνος;

Ετυμολογικά η λέξη μάλλον προέρχεται από την εξέλιξη σκαρπίνι -> πουστρίνι, ακριβώς όπως και το λουστράκος-> πουστράκος. Ο κάτοχος δεν πρέπει απαραίτητα να είναι πισωγλέντης, αλλά απλά να ασπάζεται τα σημερινά πρότυπα ομορφιάς που θέλουν τον άντρα... περίπου, τουλάχιστον για όσο τα φοράει.

- Είδες ο Κωστάκης; Έσκασε μύτη με τα βερτσάσε μας κάτω, με τα ντόλτσε καμπάνα και με τα πουστρίνια και το παίζει μάγκας. Που πας καημένε! Ακόμη περνάει η βαρβατίλα! Πού είναι τώρα η Μαιρούλα να της πω δυο λέξεις αντρίκιες και βαριές...
- Δεν είμαι σίγουρος αλλά πρέπει να έφυγε με τον Κώστα.
- Όχι ρε Μαιρούλα... Γιατί μου το έκανες αυτό; Σε εμένα που είμαι τόσο ευαίσθητη ψυχή; Κι η φάρμα που είχαμε ονειρευτεί να κάνουμε μαζί; Τα γκρέμισες όλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που διατηρεί δωμάτια προς ενοικίαση ή αλλιώς rooms-to-let σε ακτίνα 10 χλμ από οποιαδήποτε παραλία.

- Φίλε σε έφτιαξα φέτος, θα πάμε διακοπές Καλλιθέα σε έναν γνωστό που έχει δωμάτια. Θα μας κάνει καλή τιμή.
- Τι λες ρε που θα πάμε στον θείο σου τον γδάρτη πάλι! Σιγά μη δουλεύω 3 μήνες για να μου τα φάει ο ρουμλετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως όλα τα πράγματα στο στρατό, απο το λιγότερο σημαντικό που μπορούνε όλοι να φανταστούνε έως το περισσότερο σημαντικό, έτσι και τα φαγητά υπόκεινται σε κάποιο κωδικοποιημένο σύστημα. Τα παραδείγματα πολλά: πούστης με κινέζο, πούστης με γύφτο κτλ. Σε αυτήν την περίπτωση ο γνωστός μέχρι και στις πέτρες Σάκης, και συγκεκριμένα μέσα από το άσμα του «Έλα Μου», ονοματίζει το πλούσιο και συνήθως φρέσκο πιάτο των ζυμαρικών με κιμά.

Ο κιμάς μπορεί να έχει χρώμα μπλε, λες και έχει 4 χρόνια στο ψυγείο ενώ έχει μόνο δύο εβδομάδες, αλλά τρώγεται ευχάριστα. Τα ζυμαρικά είναι τυχαία και ίσως τύχει να πέσει ραβιόλι αλλά οι πιθανότητες συγκλίνουν προς το κοφτό. Συνήθως είναι κολλημένα μεταξύ τους, αν και ο μάγειρας δικαιολογείται λέγοντας:
- «Τα κάλυψα ρίχνοντας λάδι μέχρι πάνω!»

Κανονικά θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και στην κατηγορία σιχαμερά αλλά κάποιος πρέπει να γευτεί την μαγειρική του μάγειρα στην μονάδα που κάποτε υπηρετούσα για να το καταλάβει.

- Τί φαΐ έχουμε σήμερα ρε μάγερας;
- Σάκη Ρουβά.
- Πάλι ρε μάγερα; Και την προηγούμενη Δευτέρα αυτό μας τάισες.
- Α, αυτό είναι το καινούριο, ντουέτο με Κοκκίνου. Σάλτσα.

Γύρνα πάλι γύρναααα πάλι γύρνααα (από Galadriel, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σβήσιμο είναι το μαγαζί που δέχεται τις ορδές των κουρασμένων πάρτυ άνιμαλς αλλά και των υπόλοιπων εξοδούχων μόλις τελειώσει η «κυρίως» διασκέδαση. Πέρα από το κλισέ, μπανάλ, συνηθισμένο, σουπάτο πατσατζίδικο του κυρ-Τάδε ή το σουβλατζίδικο-σαντουιτσάδικο του κυρ-Δείνα υπάρχουν κι άλλα μέρη για να δοκιμάσετε να ανοίξετε τους ορίζοντές σας.

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

Το σβήσιμο ακούγεται έτσι όπως γράφεται (έεεελα) αλλά μπορεί να πάρει και ρηματική μορφή και κάποιος να πει ότι σβήσαμε κάπου ή ότι για σβήσιμο πήγαμε κάπου άλλου ή και στο ίδιο κάπου.

- Τι μαύροι κύκλοι είναι αυτοί ρε, πού ήσουν χτες;
- Άσε, ξεκίνησα από κλαμπάκι, μετά σε ένα ναμαγαπάδικο και για σβήσιμο Διπλοπενιές λάιβ.
- Καλά ήταν;
- Κόλαση! Σπάσαμε πιάτα, είδαμε λαμέ, χορτάσαμε και κρέας, όλες ήταν με τα μπούτια και τα βυζιά απ' έξω. Άσε, όλη νύχτα τραγουδούσα: «Όταν φύγω θα σου λείψω, θα σου λείψω
θα σου λείψωλείψωλείψωλείψωλείψω!»

τι καλύτερο από το να σβύνεις σε ένα πιάτο πατσά... (από BuBis, 13/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σήμα μάδερς αποτελεί αποκλειστική ιδιότητα των γυναικών που γίνονται μανάδες. Το αποκτούν με την γέννα, το πικ του φτάνει όταν η ηλικία του παιδιού τους είναι ανάμεσα στα 6-13 χρόνια, και το χάνουν μόλις ο γόνος τους περάσει το κατώφλι των 13ων. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις που μερικές δεν το χάνουν ποτέ αλλά για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε σε διάσημους πολιτικούς, τηλεαστέρες κα. Το σήμα μάδερς λοιπόν είναι ο μηχανισμός που η καλοκάγαθη φύση δίνει απλόχερα στη μάνα ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να καλεί το καμάρι της. Η εξωφρενικά έντονη κραυγή που ακούτε καθώς περπατάτε στον δρόμο. Το αντιλαμβάνεστε αφού εξαντλήσετε όλες τις επιλογές σας για να καταλάβετε τι έχει συμβεί: Κοκκαλώνετε, κοιτάτε ψηλά (δεν είναι σειρήνες που προειδοποιούν για βομβαρδισμό), κοιτάτε δεξά-ζερβά (δεν είναι γιαγιόνι που θυμήθηκε να κλάψει τον λεβέντη σύζυγο), κοιτάτε κάτω (κάτι σαν το Μπιπ-μπιπ σας περνάει και σηκώνει σκόνη από την ταχύτητα) και τότε έρχεται η φώτιση.

Η ιδιότητα δεν είναι επίκτητη αλλά υπάρχει από τις ρίζες ακόμη του ανθρώπινου είδους. Η δε εμβέλεια του σήματος είναι θεωρητικά άπειρη ειδικά όταν η σούπα, το γαλατάκι ή ό,τι άλλο έχει ετοιμάσει η φιλότιμη μάνα, αρχίζει και κρυώνει. Εκπέμπεται από το μπαλκόνι ή σε ειδικές περιπτώσεις από την διασταύρωση που βρίσκεται πιο κοντά στο σπίτι ώστε το ωστικό κύμα να απλωθεί και στα 4 σημεία του ορίζοντα. Έπειτα χωρίζεται από μόνο του όσες φορές βρει δρόμο. Μόλις ο δέκτης του σήματος το λάβει αμέσως παρατάει ό,τι κι αν κάνει και τρέχει προς την πηγή του.

- Τρέχω με όλη μου τη δύναμη για να προλάβω το λεωφορείο και ακούω «Σάκηηηηηηηηηηηη»! Σε χρόνο dt βλέπω ένα μούλικο να με περνάει σαν σταματημένο. Λέω στάνταρ σήμα μάδερς ήταν αυτό και είμαι σίγουρος ότι το όνομα του μικρού είναι Σάκης.
- Και εγώ ότι το δικό σου είναι Λουκάς Βύντρα.

(από Kilerakias, 22/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημάδι που αφήνει στο πόδι η πολύ σφιχτή κάλτσα. Λέγεται έτσι λόγω της μορφολογίας του καλτσολάστιχου που μετατρέπει το κρέας στην περιοχή πάνω από την πατούσα σε κάτι που παρομοιάζεται με ράγες τρένου. Αν και ο κανονικός σιδηρόδρομος ενώνει, ο άλλος διαχωρίζει το πέλμα με το υπόλοιπο σώμα μιας και δεν επιτρέπει στο αίμα να περάσει. Άμεσο επακόλουθο η αλλαγή χρώματος του πέλματος σε άσπρο, γκρι ή εκρού του νεκρού. Μετά δε από πολύχρονη χρήση, επέρχεται σάπισμα των δαχτύλων, φλύκταινες, αλτσχάιμερ και αυχενικό.

Η λύση για αυτό το ντεγκαβλέ σημάδι είναι να πέσει βόμβα στα εργοστάσια παραγωγής άσπρων καλτσών-πετσετέ γιατί οι καταναλωτές των συγκεκριμένων για κάποιο λόγο συνεχίζουν να τις προτιμούν, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να τους προστατέψει. Επίσης και εκείνα τα κοντά καλτσάκια που αφήνουν τον κρύο αέρα να περνάει μέσα στο παντελόνι και να κάνει τις τρίχες να σηκώνονται.

- Και πάμε Σούλα μου στην Μπαρμπαρέλα και να φωσφορίζει η άσπρη η κάλτσα η πετσετέ του Μάκη. Μαλλιά κουβάρια γίναμε. «Καλά ρε...», του λέω, «δεν ντρέπεσαι να φοράς ακόμη τέτοιες; Κι άντε δε ντρέπεσαι, τους σιδηρόδρομους δεν τους φοβάσαι; Σε λίγο καιρό θα σου κόψουν το πόδι και θα περπατάς σαν τον καλόγερο τον Ρώσο, τον τέτοιονα μωρέ».
- Και τι σε είπε;
- «Ποιον λες; Τον Ρα-Ρα-Ράσπουτιν;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που απαντάται κυρίως στις πολυτεχνικές σχολές ανά την Ελλάδα και ειδικότερα σε μερικές που ο αναγνώστης θα καταλάβει αμέσως ποιες είναι μόλις επεξηγηθεί το λήμμα. Αναφέρεται σε γυναίκες τύπου καμπιονάτο χαρακτηρίζοντας την εμφάνισή τους και δημιουργείται από την σύμπτυξη των λέξεων σκατά - όψη. Παρατηρήστε την υποσυνείδητη διπλή έννοια που κατευθείαν προδίδει ότι πρόκειται για slang πολυτεχνείου. Μάλιστα η συχνότητα χρήσης της είναι τόσο μεγάλη που τείνει να ξεπεράσει θρυλικές άλλες λέξεις - φράσεις όπως «μαλάκας» ή «δεν έχω γκόμενα». Συνήθως ακούγεται από φοιτητές που σχολιάζουν τις διερχόμενες φοιτήτριες από κάποιο ύψος.

- Βαρέθηκα με την Στατική Μηχανική Ρευστών Σωματικών Υγρών 2 ρε φίλε, πάμε στο μπαλκόνι της βιβλιοθήκης να κόψουμε κίνηση;
- Τι λες ρε, να πήξουμε στην σκάτοψη; Πάμε καλύτερα από την φιλοσοφική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified