Εκ πρώτης όψεως, τα εν λόγω λήμματα μοιάζουν με ονόματα Ακριτών ή χωριά ξεχασμένα στα όρη τ’ άγρια βουνά. Κι όμως, πρόκειται για εντέχνως καμουφλαρισμένες ξένες φράσεις και μάλιστα γνωστές Παγκοσμίως.

Το καμουφλάρισμα φυσικά έγινε εις την ημεδαπήν, το μεν πρώτο από άγνωστο γλωσσοπλάστη, το δε δεύτερο από γνωστή και νυν ατυχήσασα καλλιτέχνιδα.

Η Κουτσουμπήλω

Γνωστή και ως κουτζουμπίλα, πρόκειται για την τοπική απόδοση του γνωστού άσματος «Could you be loved» του Master Rastafarian Bob Marley. Ο μύθος λέει πως ο γλωσσοπλάστης, ζήτησε από local επαρχιακό δισκοαναβάτη να βάλει «την Κουτσουμπήλω», σε στιγμή ύψιστου ντερτιού και μετά την κατανάλωση γενναίας ποσότητας ganja.

Του Γκουντουμπήτρου

Παρομοίως με την Κουτσουμπήλω, η εν λόγω φράση αποτελεί στίχο της γνωστής επιτυχίας «Can’t take my eyes off you» του Frankie Valli, την οποία κατέστησε ύμνο των 80s η disco μπάντα Boys Town Gang.

Του Γκουντουμπήτρου ή αλλιώς «(You’re just) too good to be true» είναι φυσικά η απόδοση της Βασίλισσας του Πανηγυριού, Έφης Θώδη στην δική της εκτέλεση του γνωστού χιτ.

Λιγότερο διαδεδομένο είναι επίσης το Αγκατσούμπε. Παρόλο που παραπέμπει σε Νιγηριανό ποδοσφαιριστή του Κεραυνού Άνω Μουσουνίτσας, είναι ο τίτλος και το ρεφρέν του γνωστού «I got you Babe» του (μακαρίτη και πρώην συζύγου της Cher), Sonny Bono στην εκτέλεση της Chrissie Hynde ντουέτο με τον εκνευριστικό Alistair Campbell των βαρετών UB40.

Self explanatory

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αμερικάνικη και 100% σλανγκ προσφώνηση και μάλιστα πολύ παλαιότερη απ’ ό,τι πιστεύει ο κόσμος. Λόγω της εκτεταμένης χρήσης της σε ταινίες και σειρές με χαρακτήρες από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ (και ειδικά την Καλιφόρνια), η λέξη Dude έχει συνδεθεί με το λεγόμενο surf culture και γενικά το χαλαρό lifestyle. Η αντίληψη αυτή είναι εξελικτικά ορθή όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η λέξη dude, αναφέρεται κυρίως σε κάποιον φίλο ή σύντροφο, κάτι αντίστοιχο του μαν. Παρόλο που αρχικά και γενικά παραπέμπει σε άντρα, η χρήση της λέξης περιλαμβάνει πλέον και τα δύο φύλα, αν και εναλλακτικά χρησιμοποιείται το Dudette για τις γυναίκες.

Η έκφραση έχει πλέον παγκοσμιοποιηθεί, αλλά σε αντίθεση με λέξεις νεότερης κοπής (μπρο, γιο), ανήκει στην κατηγορία ξένων εκφράσεων με σχετική ιστορικότητα ή/και με ρίζες σε πιο εκλεπτυσμένες κοινωνικές συνθήκες, όπως: cool, groovy, chill, funky.

Ενδεικτικά, παρατίθεται η ακόλουθη πρόταση από το βιβλίο του Mark Twain A Connecticut Yankee in King Arthur's Court (1889): «The remnant of it was restricted to the dudes and dudesses.» Ως εκ τούτου, το λήμμα δεν κατατάσσεται αυθωρεί στις αμερικλανιές.

Ιστορία
Η λέξη Dude θεωρείται Αμερικανισμός με ρίζες στον 19ο αιώνα (1876), χωρίς να υπάρχει σαφής προέλευση. Η αρχική χρήση έγινε από Γερμανούς αποίκους της παλιάς δύσης για να περιγράψει συνεσταλμένους και πλούσιους άνδρες, οι οποίοι μετείχαν στην προς δυσμάς επέκταση των ΗΠΑ. Από αυτή την βάση, προκύπτουν και οι άλλες χρήσεις / ορισμοί της λέξης εκείνη την εποχή:
- Άντρας από τις Ανατολικές ΗΠΑ που κάνει διακοπές σε ράντσο
- Αστός ανεξοικείωτος στην ζωή εκτός μεγάλης πόλης
- Καλοντυμένος / φροντισμένος άντρας

Για κάποιο διάστημα, η λέξη είχε προσβλητικό χαρακτήρα, καθώς αναφερόταν σε έναν άνδρα υπερβολικά εκλεκτικό και απαιτητικό στα ρούχα, τον λόγο και τη συμπεριφορά του –ένας υπερβολικός δανδής. Κορυφαίος όλων στην κατηγορία αυτή, ο Evander Berry Wall (1861-1940), στον οποίο το 1880, απονεμήθηκε ο τίτλος King of the Dudes από την εφημερίδα New York American.

Η λέξη «dude» πρωτοεμφανίστηκε στον γραπτό λόγο το 1876 (Putnam's Magazine).

Προφορά και Χρήση
Η λέξη χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό ή επιφώνημα. Στην πρώτη περίπτωση, η χρήση γίνεται αυτόνομα ή συνδυαστικά:
- He’s a strange dude
- Surfer dude
- What a funny dude

Ως επιφώνημα, ο τόνος και η διακύμανση που θα χρησιμοποιηθούν, μεταδίδουν και το νόημα του αντίστοιχου συναισθήματος όπως:
- Dude! (κοφτό για έκπληξη ή εκνευρισμό)
- Duude; (λίγο τραβηγμένο για απορία)
- Duuuude (μακρόσυρτο για θαυμασμό)

Τέλος, η λέξη μπορεί να προστεθεί σχεδόν σε οποιαδήποτε πρόταση και να μεταφέρει το ανάλογο συναίσθημα: We’ve gotta run dude!

Έχοντας ξεφύγει από την αρχική αρνητική της ετυμολογία, η χρήση της λέξης είναι πλέον ευρεία και σε πολλές περιπτώσεις έχει εξελιχθεί σε προσφώνηση σεβασμού καθώς εξισώνεται με το cool.

Διάσημοι Dudes και Dudettes
Όπως είναι λογικό, υπάρχουν αρκετοί διάσημοι Dudes, ωστόσο αυτοί με την μεγαλύτερη παγκόσμια απήχηση, είναι χαρακτήρες ταινιών. Το περίεργο στην περίπτωση των περισσότερων από αυτούς, είναι ότι εκτός του χαρακτήρα και ο ηθοποιός μπορεί να χαρακτηριστεί ως Dude (με κεφαλαίο!).

Jeffrey “The Dude” Lebowski – Jeff Bridges
Αδιαφιλονίκητος αυτοκράτορας των Dudes είναι φυσικά ο Jeff Bridges στην εκπληκτική ταινία των αδελφών Coen The Big Lebowski. Ο χαρακτήρας του, εκτός από το ίδιο του το όνομα (The Dude), αποτελεί την πεμπτουσία του λήμματος, τουλάχιστον όπως αυτή αναφέρεται στην εισαγωγική παράγραφο του ορισμού. Ο χαρακτήρας και το παρατσούκλι, βασίζονται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Jeff Dowd, ο οποίος ενέπνευσε τους Coen. Ο Dowd ήταν μέλος των Seattle Seven, πίνει White Russians, και είναι γνωστός ως The Dude.

The Dude: “Look, let me explain something to you. I'm not Mr. Lebowski. You're Mr. Lebowski. I'm the Dude. So that's what you call me. That, or His Dudeness... Duder... or El Duderino, if, you know, you're not into the whole brevity thing.” (βλ. μήδι 1).

Hugo “Hurley” Reyes – Jorge Garcia
Ξεφεύγοντας από το σωματικό στερεότυπο, ο XL χαρακτήρας του Hurley στην επιτυχημένη σειρά Lost μπορεί να θεωρηθεί ως κλασσικός Dude. Μεγαλωμένος σε έναν από τους παραδείσους των surf dudes (Santa Monica), μέχρι το τελευταίο επεισόδιο του 5ου κύκλου, ο Hurley έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη «dude» 268 φορές, δηλαδή με έναν μέσο όρο 3.0 DPE (Dudes per Episode!) - βλ. μήδια 2 και 3.

Ferris Bueller – Matthew Broderick
Στην κωμωδία Ferris Bueller's Day Off (1986) του (πρόσφατα χαμένου) John Hughes, ο ομώνυμος χαρακτήρας είναι ο κορυφαίος έφηβος dude της αστικής Αμερικής. Ο Matthew Broderick έχει επίσης πρωταγωνιστήσει στο Addicted to Love (1997) με την Meg Ryan, η οποία σε αυτή την ταινία αλλά και γενικώς, είναι χαλαρά από τις κορυφαίες Dudettes.

Grace: «Oh, he's very popular, Ed. The sportos, the motorheads, geeks, sluts, bloods, wasteoids, dweebies, dickheads — they all adore him. They all think he's a righteous dude

Thelma - Geena Davis & Louise – Susan Sarandon
Πώς γίνεται μια γκαρσόνα και μια νοικοκυρά να είναι dudes; Στο Thelma & Louise (1991) του Ridley Scott, οι δύο γυναίκες αποδεικνύουν πως όχι μόνο είναι dudes, αλλά πρωταγωνιστούν και σε ένα από τα καλύτερα road movies που έχουν γυριστεί ποτέ. Χωρίς αμφιβολία, Dudes και στην πραγματική τους ζωή.

Mia Wallace - Uma Thurman
Ίσως η πιο καλή και σίγουρα η πιο cool Dudette που έχει περάσει ποτέ από το σελιλόιντ. Χωρίς τη σκληρότητα της Kiddo (Kill Bill - 2003), και την παραξενιά της Sissy Hankshaw (Even cowgirls get the blues - 1994), η Mia του Pulp Fiction (1994), αλλά και η Uma Thurman γενικώς, ενσαρκώνει την απόλυτη Cool Dudette.

Tyler - Lori Petty
Σε ένα από τα καλύτερα σύγχρονα surf movies (Point Break – 1999), η Lori Petty στέκεται ισάξια πάνω στο σανίδι και ανάμεσα στους Αρχι-Dudes Patrick Swayze και (ολίγον χαζοβιόλη) Keanu Reeves.

Ως ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός / ειρωνικός χαρακτηρισμός για άτομα μεγαλομεσαίας ηλικίας. Παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός Μπάρμπα-Μπρίλιος (όχι αυτός με τον γάλο, αυτός του ορισμού μας) είναι 60+, συμπεριφορά Μπάρμπα-Μπρίλιου μπορούν να έχουν και νεότεροι αλλά πάντα άρρενες.

Στο πρόσωπο του Μπάρμπα-Μπρίλιου, συγκεντρώνονται όλα τα θαυμαστά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας:

  • Παντελής έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον (ως επίσης και περιφερειακή όραση).
  • Απόλυτος σταρχιδισμός για όλους και όλα γύρω του.
  • Ταχύτητα κίνησης που θα ζήλευε και ο Αφρικανικός μεγαλοσαλίγκαρος (σε εποχή ανάπαυσης).
  • Εικόνες, πολλαπλά τάματα και λαμπάδες στον Άγιο Ωχαδερφέ και στον Όσιο Έλαρεπαιδίμουτώρα.
  • Η «κοινή λογική» είναι αντικείμενο της προχωρημένης κβαντομηχανικής (μακριά από μας).

Η ομοιότητα με παρόμοιες εκφράσεις, έγκειται στο πρώτο συνθετικό «Μπάρμπας». Παρόλο που επί της ουσίας σημαίνει «Θείος», η λέξη χρησιμοποιείται για να προσδώσει έναν ειρωνικό τόνο για άτομα με «επαρχιώτικη» νοοτροπία, ήτοι απλοϊκά / κουτοπόνηρα ή αργά (φυσικώς ή / και πνευματικώς), σε σχέση με τα «γατόνια» των μεγάλων πόλεων. Παράδειγμα ο Μπάρμπα-Γιώργος (βλ. παράδειγμα του acg εδώ) και τον Μπάρμπα-Μυτούση (από το cult αναγνωστικό Δημοτικού του 1975). Ο Μπάρμπα-Μπρίλιος, μπορεί να είναι και Διαστημόβλαχος, αλλά συνήθως είναι κάτοικος πόλης.

Στο ίδιο μοτίβο λοιπόν, ο χαρακτηρισμός Μπάρμπα-Μπρίλιος, χρησιμοποιείται κυρίως για τους μεσήλικες / υπερήλικες οδηγούς, που συνδυάζουν ένα ή περισσότερα από τα εξής αξιόλογα χαρακτηριστικά:

  • Αυτοκίνητο 20ετίας ή ολοκαίνουργιο στα 1000cc (τα καθίσματα εννοείται ότι έχουν ακόμη το σελοφάν).
  • Διάφορες παπαριές κρεμασμένες στον κεντρικό καθρέφτη
  • Περιμετρικά «μαμίσια» ή Autoplus προστατευτικά Bumper Protector (ναι, ακόμη και στους προφυλακτήρες, το οποίο είναι οξύμωρο εξ ορισμού αλλά τέλος πάντων).
  • Αυτοκόλλητο χάρτη Ελλάδας (στραβοκολλημένο) – εναλλακτικά διάφορα αυτοκόλλητα ανάλογα με το τι ψώνιο έχει ο κανακάρης του.
  • Σχάρα old school (στραβωμένη από το βάρος των διαφόρων που τοποθετούνται κατά τας εξορμήσεις «στο χωριό»).
  • Κοτσαδόρο με ή χωρίς μπαλάκι του τέννις (εννοείται ότι δεν ρυμουλκεί τίποτα, είναι για να μην παρκάρουν κοντά του) – εναλλακτικά (σε extreme Μπρίλιο), αυτά τα ηλίθια κουτιά για σκύλους, που θα έπρεπε να έχουν κηρυχθεί παράνομα με ποινή επιτόπου πυροβολισμού του οδηγού εδώ και πάρα πολύ καιρό.
  • Αλλήθωρα φώτα (πορείας, ομίχλης ή και τα δύο) τα οποία σε ξεγκαβώνουν.
  • Αναμμένα πίσω φώτα ομίχλης γιατί μπέρδεψε τα συμβολάκια με το ξεθαμπωτήρι του πίσω τζαμιού.

Σημείωση: Εφόσον συνδυάζονται όλα τα παραπάνω, είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε με μια έξτρα κατηγορία, στον υπάρχοντα εξαίρετο ορισμό των Καγκούρων: Μπαρμπακάγκουρας (πιο ανεπτυγμένος από τον Ανυποψίαστο Γονέα στο ίδιο λήμμα).

Ανεξαρτήτως όμως του συνδυασμού των παραπάνω χαρακτηριστικών, ο Μπάρμπα Μπρίλιος φαίνεται κυρίως από τη συμπεριφορά του στον δρόμο. Είναι ο τύπος ο οποίος:

  • έχει πιάσει στασίδι με 50 στην αριστερή λωρίδα και δεν καταλαβαίνει γιατί όλοι τον μουντζώνουν και κορνάρουν
  • πάει μπροστά σου με 20 χ.α.ω. σε στενό από το οποίο δεν έχεις διαφυγή
  • κάνει 15’ να παρκάρει το ρημάδι σε χώρο για τριαξονική νταλίκα
  • βγαίνει παγανιά στην Εθνική έχοντας φορτωμένη την Άρτα και τα Γιάννενα στο όχημα (γιαγιά με την κουνιστή πολυθρόνα στη σχάρα κλπ). Προφανώς το Sunny πάει με το ζόρι 80, τα πίσω λάστιχα έχουν κάνει γωνία τύπου κωλοφτιαγμένου BMW 2002 και τα φώτα στο Θεό από το βάρος.
  • αλλάζει από 1η σε 2α αφού το στροφόμετρο έχει φτάσει στις 9000 σ.α.λ. βγαίνουν καπνοί και τα πιστόνια φαίνονται ανάγλυφα στο καπώ
  • πάει με 100 στην ευθεία και πλακώνεται στα φρένα πριν από ΚΑΘΕ στροφή για να μπει με 30 (γενικώς υπάρχει ένας μαγνητισμός με το πετάλι του φρένου τον οποίο μελετούν στο CERN αλλά δεν βλέπω να βγάνουν άκρη)
  • όταν χιονίζει, βάζει τις αλυσίδες όπου λάχει (ακόμα και διαγωνίως!) και συνεχίζει ακάθεκτος ακόμη και στην άσφαλτο – απαραίτητο αξεσουάρ, ο χιονάνθρωπος στο καπώ.

Προφανώς ότι και να κάνεις (φώτα, κόρνα, βρισιές, μολότοφ, χειροβομβίδα, RPG, Milan), ο τύπος δεν καταλαβαίνει Χριστό και μάλιστα τα παίρνει στην κράνα που τον ενοχλείς. Αν δε πετύχεις και τον απόλυτο συνδυασμό: 70άρης με καβουράκι / τραγιάσκα, γιλέκο-σακκάκι, την «κυρά» από δίπλα (με τσάντα στην αγκαλιά) και σκαραβαίο (μεγαλύτερης ηλικίας από τους επιβάτες συνδυαστικά), τότε έχεις εξασφαλισμένη θέση στο Δαφνί.

Πλήρης αντίθεση, ο γκαζόβλαχος.

Οποιαδήποτε βόλτα σε Ελληνικό αστικό δρόμο και Εθνική Οδό.

Βλ. επίσης φωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Cult φράση, με ρίζα στο μακρινό 1968 και την ταινία Κορίτσια στον Ήλιο. Η χρήση της είναι ευρεία, κυρίως λόγω του κωμικού της στοιχείου που πηγάζει απευθείας από την σκηνή στην οποία ειπώθηκε. Σε αυτήν, ο αγαθός βοσκός κυνηγάει την τουρίστρια Άνναμπελ, θέλοντας να της προσφέρει αμύγδαλα. Η τουρίστρια, μην γνωρίζοντας ελληνικά, τρέχει τρομαγμένη από την εμφάνιση και τους «χωριάτικους» τρόπους του φοβούμενη τα χειρότερα.

Η φράση χρησιμοποιείται σε μεγάλο αριθμό περιστάσεων, ωστόσο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το κωμικό στοιχείο (χωρίς η ταινία να είναι κωμωδία), η χρήση κατά κύριο λόγο αποπνέει την κοινωνική αγνότητα εκείνης της εποχής της Ελλάδας, που αποτυπώνεται τόσο πετυχημένα στο φιλμ.

Η συνήθης χρήση γίνεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος βιάζεται (λόγω ή έργω) και κάποιος άλλος προσπαθεί να τον κάνει να κατεβάσει στροφές. Επίσης χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου διέρχεται μια όμορφη γυναίκα οπότε η φράση έχει την έννοια του «κάτσε να σε τρατάρω». Τέλος, το «μύγδαλα», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό κάθε φορά που κάποιος λέει «στάσου».

Η επιτυχία της ταινίας και το γεγονός ότι αποτελεί μέρος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, έχουν εξασφαλίσει τις συχνές προβολές της στην τηλεόραση, διατηρώντας όπως είναι λογικό τη διαχρονικότητα της ίδιας αλλά και της φράσης. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι συντελεστές της ταινίας αποτελούν ένα Who’s-Who του ελληνικού κινηματογράφου:

Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκος Κουτελιδάκης
Μοντάζ: Αριστείδης Καρύδης-Fuchs
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος Ηθοποιοί: Γιάννης Βόγλης, Ann Lonnberg, Κώστας Μπάκας, Βαγγέλης Καζάν, Μιράντα Μυράτ.

3 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1968 και υποψήφια για χρυσή σφαίρα ξένης ταινίας 1969

  1. - Ρε συ ο Μάκης δεν είναι αυτός που τρέχει;!
    - Ναι...
    - Μάκη, Μάκη, Μάααααακη! Στάσου, Μύγδαλα!

  2. - Πρέπει να προλάβω την Τράπεζα!
    - Περίμενε να τελειώσω εδώ γιατί θέλω και γω.
    - Φεύγω σου λέω!
    - Στάσου! - Μύγδαλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη Ελβετικός σουγιάς (για τους πολλούς, Leatherman για τους γνώστες!), η χρήση της οποίας είναι τόσο εκτενής και ποικιλότροπη, ώστε να της αξίζει μια θέση στο Πάνθεον της Ελληνικής Γλώσσης και φυσικά της Σλανγκοσύνης.

Στην πιο απλή της μορφή, η λέξη περιγράφει το (συνήθως επιτυχές) τέρμα μιας προσπάθειας, ενέργειας ή αντικειμένου. Είναι όμως η απίστευτη ελαστικότητα και προσαρμοστικότητα της λέξης, η οποία την καθιστά αντικείμενο τόσων πολλών χρήσεων. Ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσει κανείς την αξία της, είναι μέσω παραδειγμάτων. Αβάντι λοιπόν:

Πολιτική – ΜΜΕ
Πεδίον δόξης λαμπρόν για την εν λόγω λέξη καθώς βρίσκεται στην κορυφή του δεκάλογου της Σχολής Πολιτικάντηδων και «Δημοσιογράφων». Ποιος δεν έχει ακούσει άπειρες φορές τη λέξη, σε διάφορες μορφές:

  • «Αφήστε με να ολοκληρώσω!» - προς τους άλλους 18 αλαλάζοντες τηλεπαραθυρούχους εν μέσω γενικού σύστριγκλου.
  • «Μα δεν με αφήνουν να ολοκληρώσω!» - προς τον Δημοσιογράφο/Διευθυντή Νηπιαγωγείου που «συντονίζει» την συζήτηση(;) εννοείται εν μέσω κακού χαμού.
  • «Ολοκληρώστε κύριε Χατζητραμπάκουλα!» - συντονιστής/Πρόεδρος Βουλής προς τον φλύαρο (υπάρχουν κι άλλοι;) βουλευτή/Υπουργό.
  • «Η κυβέρνηση θα ολοκληρώσει την 4ετία» ή «Η κυβέρνηση θα ολοκληρώσει το έργο της». Αν η πρώτη φράση έχει κάποια αλήθεια (έστω και με νύχια και με δόντια), η δεύτερη αποτελεί σχήμα οξύμωρο καθώς το «έργο» (της μάσας και της λαμογιάς) δεν ολοκληρώνεται ποτέ και από καμία κυβέρνηση (εδώ έχουμε το φαινόμενο «ολοκλήρωσης-σπιράλ» που τείνει στο άπειρο).

Σεξ
Ίσως από τις πιο γνήσιες χρήσεις της λέξης:

  • «Ολοκληρώνωωωω!» Ιαχή θριάμβου κατά την εκσπερμάτιση/οργασμό, πλην όμως εκφρασμένη αποκλειστικά από φλώρους, μικροαστούς ή θεούσες, άτομα δηλαδή που βρίσκουν πολύ χυδαίες τις εκφράσεις τύπου «πάρτα μωρή άρρωστη», «χύνω», «έτσι με την αρμύρα», κλπ. Η συγκεκριμένη χρήση είναι γελοία επειδή αποτελεί παράδοξο: στο ζενίθ της ηδονής και του πάθους να εκστομίζεις μια καθώς πρέπει λέξη. Εναλλακτικές: «τελειώνω» και «έρχομαι» (ένα-δύο σκαλιά πάνω στην κλίμακα απελευθέρωσης).
  • «Ολοκληρωμένη Σχέση». Κυριλέ έκφραση/ερώτηση για τον αν το άτομο επηδηχτήσαντο με το έτερο ήμισυ (εννοείται με γκόμενα ή αρραβωνιάρα και ουχί με σύζυγο γιατί αν φτάσεις εκεί κλάφτα Χαράλαμπε!). Λόγω της ορθότητας της, η φράση χρησιμοποιείται ευρέως από γονείς ή δημοσίως από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (συνώνυμο: «Προγαμιαίες σχέσεις») καθώς και νεανίες τύπου εντεχνindie, emo, τροβαδούρους, ταγάρια, θήλεα νέας κοπής και λοιπές εφηβικές ομάδες για να δείξουν την ευαισθησία τους γενικώς και ειδικώς στο παρεάκι (μεταξύ τους βέβαια, οι αντροπαρέες χρησιμοποιούν εκφράσεις του τύπου «την ξεκώλιασες ρε μαλάκα;»). Με την έκφραση εννοείται το «τελευταίο» και πολυπόθητο δια πολλούς άρρενες στάδιο μιας σχέσης (η επιβράβευση για την υπομονή, τα δείπνα, τα άνθη και λοιπά ψιψιψόνια). Βεβαίως, οι άμοιροι δεν σκέφτονται την Νυφουλίνη, η και το γεγονός ότι για τις γυναίκες, ειδικά με την πάροδο του χρόνου, αυτό είναι το πρώτο στάδιο της σχέσης!
  • Συνώνυμο με το παραπάνω είναι η φράση «Ολοκληρώθηκα ως γυναίκα», με πιθανή ερμηνεία την πρώτη νύχτα του γάμου άρα και την πρώτη σεξουαλική επαφή η οποία θεωρητικώς ολοκλήρωνε την προσωπικότητα της γυναίκας. Όπως είναι απολύτως λογικόν, η φράση χρησιμοποιείται με άκρως ειρωνική διάθεση ειδικά σε περιπτώσεις γυναικοκουβέντας περί της απόδοσης των εραστών/συζύγων: Πως ήταν το τεκνό Μαίρη μου; Τι να σου πω… Ολοκληρώθηκα ως γυναίκα.
  • Μέρος της λέξης χρησιμοποιείται επίσης από γυναίκες πάνω στο πάθος με την φράση «Δώσ' το μου όλο» με προφανή σκοπό.

Καθημερινότητα

  • Στον χώρο εργασίας, η «ολοκλήρωση» είναι μαγική λέξη καθώς υποδηλώνει ότι μια εργασία/project έλαβε τέλος (επιτέλους!) και έφυγε από πάνω μου. Σε πιο επίσημες περιπτώσεις (απολογισμούς, μπροσούρες), η λέξη χρησιμοποιείται για να δώσει ειδικό βάρος με την προσθήκη της λέξης «επιτυχία», ήτοι: «Η εταιρία μας ολοκλήρωσε επιτυχώς, το τιτάνιο έργο του αρμέγματος 300 άγριων αγελάδων στην κοιλάδα Μπεκάα».
  • «Ολοκληρώθηκε η εικόνα [ή το παζλ]». Η φράση χρησιμοποιείται κυριολεκτικά και μεταφορικά και εννοείται ότι ελήφθη μια σημαντική πληροφορία ή αντικείμενο που έλειπε για τον τερματισμό μιας εργασίας και τώρα μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω ή να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μυστηρίου μαζί με το συνώνυμο «ξετυλίγεται το κουβάρι».
  • «Ολοκλήρωσες;» ή «Ολοκλήρωσα!». Χρήση πασπαρτού κυρίως με ειρωνική ή χιουμοριστική διάθεση, που παραπέμπει στην σεξουαλική έννοια της λέξης για να υποδηλώσει μεγάλη ευχαρίστηση/ηδονή στην ολοκλήρωση μιας ενέργειας. Χρησιμοποιείται για παράδειγμα, σε περιπτώσεις φαγοποσίας, έντονης πνευματικής ή φυσικής δραστηριότητας, χεσίματος, κλπ. Μια παραλλαγή προαναφερθείσας φράσης («Ολοκλήρωσα η γυναίκα»), μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε αυτή την περίπτωση.
  • Στον αθλητισμό συνήθως αναφέρεται στην πρόταση «Ολοκλήρωσε την προσπάθεια» ή «τις προσπάθειες», για να υποδηλώσει τον τερματισμό του αγώνα ενός αθλητή, είτε σε πολλαπλά αθλήματα στο ίδιο τουρνουά είτε σε ένα άθλημα που περιλαμβάνει πολλές απόπειρες (π.χ. άλμα εις ύψος).

Το καλύτερο παράδειγμα βεβαίως είναι αυτό της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, το οποίο πλείστοι εργαζόμενοι στην ΕΕ βιώνουν εδώ και καιρό...

Τέλος και δια το διεθνές του λήμματος, η Αγγλική λέξη “Consummate” (the marriage) σημαίνει ολοκληρώνω (γάμο με συνουσία) με την ίδια λέξη να ισχύει εννοιολογικά στην Γαλλική (consommer), Ιταλική (consumare), Ισπανική (cosnumado) και Πορτογαλική (consumar).

Ως ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ταξιδευτές θα γνωρίζουν φυσικά τις πιο διαδεδομένες κατηγορίες του (πολύτιμου) πρωινού γεύματος που προσφέρουν τα αξιοπρεπή ξενοδοχεία: English, Continental και American Breakfast.

Εν συντομία και με σειρά αυξανόμενης βαρύτητας (βλ. επίπεδα θερμίδων, χοληστερίνης και ενέργειας):

Continental Breakfast
Το πρωινό της ηπειρωτικής Ευρώπης (εξ’ ου και το όνομα), αποτελείται από καφέ/τσάι, γάλα, χυμό, ποικιλία προϊόντων φούρνου (μπριός, κρουασάν, μπισκότα), αλλαντικά, τυριά, μαρμελάδες, μέλι και δημητριακά.

American Breakfast Ουσιαστικά, η «αμερικανοποιημένη» έκδοση του English, αποτελείται από αυγά (συνήθως scrambled), λουκάνικα, μπέικον, hash brown (πατάτα σε μορφή μικρής τηγανίτας), ψωμί και muffins.

English Breakfast
Η βασική έκδοση, αποτελείται από αυγά, μπέικον, τηγανητή ή ψητή τομάτα, ψητά μανιτάρια, φέτες τοστ και λουκάνικο. Παραλλαγή αυτού είναι τα Scottish και Irish όπου κάποια υλικά αντικαθίστανται ή προστίθενται τοπικά εδέσματα (π.χ. black pudding στην Σκωτία). Οι πιο βαριές εκδόσεις περιλαμβάνουν υλικά τα οποία είναι αηδιαστικά στους μη μυημένους, όπως φασόλια (baked beans), ρέγγα, τηγανητό νεφρό χοίρου (ή steak and kidney pie) και haggis (Σκωτία).

Ο βασιλιάς του πρωινού γεύματος ωστόσο δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το Greek Breakfast. Όσοι αναγνώστες βιάστηκαν να συνδέσουν νοητά το πρωινό αυτό με το ψωμί 5 ημερών, το παγωμένο βούτυρο, την πλαστική μαρμελάδα σε μερίδα, τον νες με χλιαρό νερό και τον ζαχαρώδη χυμό πορτοκάλι που σερβίρουν τα Live-your-Myth κοτέτσια ανά την επικράτεια, γελάστηκαν…

Όχι φίλες και φίλοι -(c) Λιακόπουλος-, το Greek Breakfast είναι η επιτομή της υγιεινής ζωής, η πεμπτουσία της διατροφικής αξίας, ο Νώε των απαραίτητων διατροφικών στοιχείων, η απάντηση στις απαιτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Το Greek Breakfast είναι Φραπέ(ς) και τσιγάρο.

Ρωτήστε τους απανταχού φοιτητές, τους πολυπληθείς αργόσχολους και χλιδάνεργους στις άπειρες καφετερίες -προσοχή στον τόνο- της χώρας, άσχετα αν οι τελευταίοι το παίζουν «κάποιοι» παραγγέλνοντας Freddo και θα σας βεβαιώσουν για το μεγαλείο του Greek Breakfast.
Στις καθιερωμένες δε παραλλαγές, διαφαίνεται το μεγαλείο της Φυλής, με την προσθήκη των απαραίτητων αξεσουάρ: αθλητική εφημερίδα, trash περιοδικά και φυσικά τάβλι (γνωστό και ως Hardcore Greek Breakfast).

Για την εξάλειψη δε, οιασδήποτε αμφισβήτησης για τις ρίζες και φυσικά το Μεγαλείο της Φυλής, η φωτό 2 αποδεικνύει περίτρανα πως τόσο ο φραπές, όσο και η τεχνολογία είναι αλληλένδετα και οφείλονται αποκλειστικά στους αρχαίους ημών προγόνους.

- Πω πω, τι ξενύχτι ήταν αυτό χθες… Ακόμα να συνέλθω…
- Έφαγες τίποτα να στανιάρεις ρε ζώον ή την έβγαλες με Greek Breakfast;

Φωτό 1 - Greek Breakfast (από Desperado, 23/07/08)Φωτό 2 - Ιστορικό Τεκμήριο (από Desperado, 23/07/08)English Breakfast (από Desperado, 23/07/08)Continental Breakfast (από Desperado, 23/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα, τα οποία γνωρίζουν τους πάντες, είναι δικτυωμένα, έχουν όλα τα κονέ και υπόσχονται ότι μπορούν να εξυπηρετήσουν οποιοδήποτε αίτημα.

Η λέξη προέρχεται από το χαρακτηριστικό των υποψηφίων της επαρχίας, όπου βασική προϋπόθεση νίκης είναι η προσωπική, εις βάθος γνωριμία με το σύνολο του εκλογικού σώματος και κυριότερα, η αποδεδειγμένη ικανότητα ικανοποίησης κάθε αιτήματος.

Χρησιμοποιείται η λέξη «-δήμαρχος», καθώς υφίσταται η εξής αλληλεπίδραση:
α. στην επαρχία υπάρχει πολύ πιο άμεση σχέση των κατοίκων με τους τοπικούς άρχοντες.
β. οι τοπικοί άρχοντες στην επαρχία έχουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή απ' ότι στα αστικά κέντρα.

Ωσεκτουτού, ο Βλαχοδήμαρχος γνωρίζει τους πάντες και πιο σημαντικά, γνωρίζει τι χρειάζεται και ταυτόχρονα, τι μπορεί να του προσφέρει ο καθένας. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να πιέζει ή/και να εξυπηρετεί διάφορα αιτήματα και έτσι να εξασφαλίζει περαιτέρω υποστήριξη.

Στην καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία έχουν έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών και μπορούν να εξυπηρετήσουν διάφορες δουλειές, οι οποίες υπό Κ.Σ. είναι αδύνατον ή εξαιρετικά χρονοβόρο/κοστοβόρο να ολοκληρωθούν.
Ο σωστός Βλαχοδήμαρχος, δεν θα δεχτεί χρήματα για τις υπηρεσίες του, αντιθέτως θα αρνηθεί σθεναρά οποιαδήποτε προσπάθεια άμεσης αποζημίωσης. Αντ' αυτού, ο εξυπηρετούμενος εντάσσεται στη «λίστα» γνωριμιών και κάποια στιγμή, μπορεί να κληθεί να εξυπηρετήσει με τη σειρά του, κάποιο αίτημα.

Στην κατηγορία των Βλαχοδήμαρχων, εντάσσονται επίσης και άτομα τα οποία λόγω της δημοσιότητας τους (π.χ. αθλητές, ηθοποιοί, τραγουδιάρηδες, κλπ.), απολαμβάνουν ταχύτερης, καλύτερης και αποτελεσματικότερης εξυπηρέτησης στην καθημερινή τους ζωή, ειδικά σε δημόσιες υπηρεσίες. Ομοίως, αλλά σε σαφώς μικρότερη κλίμακα, λειτουργεί και η «ιδιαίτερη πατρίδα» (π.χ. οι κύκλοι γνωριμιών που δημιουργούν οι Κρητικοί εκτός Κρήτης).

Παραδόξως, ο όρος δεν χρησιμοποιείται για τους «μεγάλους» πολιτικάντηδες (βουλευτές, υπουργούς), αλλά συχνά για τους «παρά τω» αυτούς (γραμματείς και παρατρεχάμενους), οι οποίοι ως γνωστόν, αποτελούν την πραγματική ραχοκοκαλιά αυτού που ονομάζουμε «κράτος».

Παρόλο που ο χαρακτηρισμός είναι σχετικά ειρωνικός λόγω του πρώτου συνθετικού, συνήθως χρησιμοποιείται ως εκδήλωση θαυμασμού ή αξιοσύνης του φέροντα τον τίτλο.

Παρόμοια έκφραση είναι και ο Γυφτοπρόξενος.

- Τι πράγμα είναι αυτός ο Κώστας;
- Γιατί τι έκανε;
- Δύο μήνες τραβιόμουνα στη Νομαρχία και την Πολεοδομία με κείνες τις άδειες και δεν έβγαζα άκρη. Το είπα στον Κώστα, έκανε μερικά τηλέφωνα, μου έδωσε δύο ονόματα και μέσα σε δύο ημέρες τα κανόνισα όλα.
- Αφού είναι μεγάλος Βλαχοδήμαρχος ρε συ...

(από Desperado, 29/12/08)Βλαχοδήμαρχος Δημητσάνας Αναστάσιος Βλάχος. Κύριο μέλημά του η αποδόμηση του έργου του προκατόχου του. (από Vrastaman, 29/12/08)(από MXΣ, 06/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθυντικιά, οφείλει την ύπαρξη της στην σχετικά πρόσφατη, εκνευριστική συνήθεια ορισμένων ραδιοφωνικών παρουσιαστών (με πρώτους διδάξαντες κάποιους όντως εξαιρετικούς παραγωγούς της Καλύτερης Παρέας), να «πληθυντικοποιούν» λέξεις, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μια χαρά στο ενικό τους.

Έτσι λοιπόν έχουμε τις μουσικές, τις καλημέρες/καλησπέρες, τις σκηνές (όχι τα αντίσκηνα, τις μουσικές σκηνές), το «στα ποτήρια μας», «τα κεράσματα» ή/και «δροσερές μπύρες» (όταν προωθείται χορηγός-ξύδι, το «και για να σας λυθούν οι απορίες», και λοιπά.
Οι πληθυντικιές δεν πρέπει να συγχέονται με συχνά, καραμπινάτα γλωσσικά ολισθήματα που δεν περιορίζονται στους προαναφερθέντες όπως «στα πλαίσια», «οι ασκοί του Αιόλου», κλπ.

Πιθανότερη εξήγηση για την πλυθηντικιά είναι αφενός η στάνταρ προχώ τρεντουλιά (κατάλοιπο της ΚΛΙΚ εποχής) και αφεδύο, η χαριτωμενιά που προσδίδει, όταν φυσικά αποδίδεται με την κατάλληλη φωνή της σχολής Σημίτη (της Αφροδίτης ντε, όχι του Τάπερμαν): κάτι μεταξύ μπλαζέ βαρεμάρας, σοροπάτης τσαχπινιάς και γουτσισμού. (Παρεμπιπτόντως η φωνή της Σημίτη είναι πλέον ότι ήταν στις δεκαετίες 80 και 90 το σαξόφωνο του Κατσαρού: ακόμα και στις πτήσεις της Ολυμπιακής αυτήν ακούς).

Η πληθυντικιά συνήθως πάει πακέτο με την άλλη εκνευριστική συνήθεια, αυτή του Greeklish Mix, δηλαδή του συνδυασμού ελληνικών/αγγλικών σε διαφημιστικά για συναυλίες ή άλλες εκδηλώσεις (πάντα με τα προηγούμενα ηχητικά χαρακτηριστικά και μπόνους τα στrroγγυλά και μακρόσυrrτα «ρ» εφέ):

Στο Cavo Paradiso, την Παrrασκευή 22 Μαrrτίου, απευθείας από το Amsterdam, το control του dance floor θα πάrrει ο μάγος της Alternative-Super-Dooper-Trance-House-Acoustic-Dark-Trip-Hop-Progressive-Gothic σκηνής και rresident του club Toukits’imana pinibafous, DJ Milupas. Στο warm-up ο MC Saltapidas σε ένα αεrrάτο DJ set.

Πολλές καλησπέρες σε όλους και όλες. Πολλές καλές μουσικές θα ακούσουμε απόψε και ήρθε η ώρα για Jack στα ποτήρια για τα κεράσματα.

Got a better definition? Add it!

Published

κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Στο στρατιωτικό συσσίτιο, το κοτόπουλο (πούστης) με ρύζι (κινέζος). Παρεμφερές με/του πούστης με γύφτο.

- Τι θα φάμε σήμερα;
- Ό,τι τρώμε τέτοια μέρα: πούστη με κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified