Το κουρκούτι είναι ο βρασμένος χυλός από αλεύρι, χαρακτηριστικό φαγητό στην Κατοχή. Το παραχθέν ρήμα κουρκουτιάζω σημαίνει ότι κουράζομαι υπερβολικά κατόπιν πνευματικής/διανοητικής εργασίας, υπονοώντας ότι το μυαλό μου ανακατεύεται και γίνεται μία μαλακή άμορφη μάζα, ωσάν κουρκούτι.

  1. Από διάλογο διαδικτυακού forum:

Η επόμενη επιλογή μου θα ήταν το Thunderace, Πιο σπορ από το VFR (γεωμερία, αναρτήσεις), λιγότερο άνετο για δύο (μεγάλο σελάκι συνεπιβάτη αλλά ψηλά τα μαρσπιέ, μικρό περιθώριο φορτώματος).
Αυτά αρκούν. Δε σε «κουρκουτιάζω» άλλο...

  1. Σχόλιο χρήστη στο διαδίκτυο:

Πράγμα που σημαίνει, οτι θα είμαι ασυνείδητος πολίτης αν κάνω τα παρακάτω:

- κοιμάμαι το βράδι και όχι το πρωί

- κουρκουτιάζω στο 8ωρο για λίγα ψιλά

- περιμένω στην ουρά, αφού κανένας απο τους αγαπητούς «μπροστινούς» μου δεν έχει ουρά ο άνθρωπος.

- δεν κλέψω την τράπεζα να τα μοιράσω στους φτωχούς, απο τη στιγμή που όλοι είμαστε ίσοι.

- δεν κάνω ρυθμίσεις στο control panel μου για να τα βγάζω όλα ασπρόμαυρα, απο τη στιγμή που δεν υπάρχει πολυφωνία και πολυχρωμία και ούτε δημοκρατία, παρά μια άναρχη οχλοκρατία.

- δεν με αποζημιώσουν για το οτι δεν μου επιτρέπουν να ζήσω όπως εγώ θέλω και μου επιβάλουν πρόστιμο αν δεν φοράω κράνος.

- δεν κατεβώ στις επόμενες εκλογές με τα σώβρακα, για να τους πω οτι θα τους ψηφήσω τελικά, επειδή δεν μου πήρανε και τα σώβρακα...

- συνεχίσω να ζω σε αυτόν τον...τρελό πλανήτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο νεαρός και ευπαρουσίαστος γεροδεμένος άνδρας, με παράστημα και χάρη. Κλασσική λέξη με αποδέκτες ανδρείους και γενναίους άνδρες. Λέξη που υιοθετήθηκε στην Ελληνική από τα τουρκικά, προέρχεται όμως από τα φαρσί [περσ. levend, ο όμορφος, ο δυνατός νέος].
Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του κιμπάρη και μπεσαλή, του μεγαλόψυχου άνδρα με ιπποτική συμπεριφορά.

  1. - Έλα να δεις το γιο μου, τον θυμάσαι;
    - Μη μου πεις ότι αυτός ο λεβέντης είναι ο Κωστάκης... Το θυμάμαι τόσο δα παιδάκι, φοβισμένο και ντροπαλό. Πώς περνάνε τα χρόνια...

  2. Αυτά που ακούς για τον Κώστα είναι μαλακίες, το παιδί είναι εντάξει και πραγματικός λεβέντης, ξηγιέται σπαθί...

Ο θρυλικός Μουστάκιας της Κηφισίας, επιτομή της λεβεντιάς! (από Vrastaman, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός ανώτερου στελέχους/γραφειοκράτη επιχείρησης ή δημόσιας υπηρεσίας που κατέχει κάποια θέση από όπου δύσκολα απομακρύνεται. Όπως ο μυθικός κένταυρος είναι αχώριστος από το κάτω μέρος του αλογίσιου κορμιού του, έτσι και ο κατάπτυστος γραφειοκράτης θεωρεί την καρέκλα του, αχώριστο τμήμα του σώματός του και αρνείται πεισματικά να απομακρυνθεί.

  1. Οι καρεκλοκένταυροι των Βρυξελλών αρνούνται πεισματικά να κατανοήσουν τη δυσμενή θέση στη οποία περιήλθαν οι αγρότες των περισσότερων χωρών της Ε.Ε.

  2. Τίτλος βίντεο από το youtube: ΚΑΨΑΝΕ ΤΗ ΡΟΔΟ ΜΑΣ ΟΙ ΚΕΡΑΤΑΔΕΣ ΚΑΡΕΚΛΟΚΕΝΤΑΥΡΟΙ

(από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη τον εκκλησιαστικό κλήρο και δη τον ανώτερο.

Είδες ειδήσεις χθες; Όλο το παπαδαριό είχε μαζευτεί στο σπίτι του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Εκδοχή Σταργουώρζ (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασσική λέξη εν είδει ρηματικού ουσιαστικού, που χρησιμοποιείται συχνά στα νέα ελληνικά. Αποτελείται από το άρθρο του αρσενικού γένους και το ρήμα γαμάω. Δομικά προσομοιάζει με το γερούνδιο στα αγγλικά και τα γερμανικά.

Το νόημα της παραπέμπει σε άτομο η γνώμη του οποίου μετράει και έχει κερδίσει το σεβασμό όλων, που επιβάλλεται χωρίς καμία αντίρρηση. Προκειμένου να καταλάβουμε ποιος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο γαμάω, μπορούμε να φέρουμε το μυαλό μας τον Μάρλον Μπράντο στο Νονό ή τον Ντε Νίρο στην «Έξαψη» («Heat»). Μία κλίμακα κάτω από τον γαμάω βρίσκεται ο γιος του γαμάω.

  1. - Τελείωσε η ιστορία, το αυτοκίνητο θα πουληθεί και τα λεφτά τα κρατάω εγώ.
    - Τι λες ρε μεγάλε, ποιος νομίζεις ότι είσαι, ο γαμάω; Για κούλαρε λίγο!

  2. - Ποιος είναι αυτός που έσκασε μύτη με υφάκι, ο γαμάω του μαγαζιού;
    - Είναι εφοριακός και σκάει μύτη σαν εξουσιαστής. Όλοι του γλείφουν τ' αρχίδια γιατί δεν κόβουν αποδείξεις...

Δες και ο σκοτώνω. Ακόμη: άμεση ουσιαστικοποίηση ρήματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική σημασία της λέξης αναφέρεται σε πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια, κάτι σαν την γνωστή καρακάξα.

Υβριστικά περιγράφει την άσχημη και κακιά γυναίκα που αντιπαθούμε. Ίσως ηχητικά παραπέμπει και στην καριόλα, αλλά ετυμολογικά δεν έχει ουδεμία σχέση.

- Αν δεν μού δώσεις διατροφή, θα τη διεκδικήσω στα δικαστήρια. Σε μισώ, αλήτη!
- Φύγε από 'δώ μωρή κάργια, μού έχεις κάνει τη ζωή μαύρη. Δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.

Βλ. και: μελεμενιά, καρακαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομοδίτικη έκφραση, προ του '70, που απαντάται και στο θηλυκό (μπούλα) και είναι συνώνυμη του άβουλου, του μαμάκια που είναι προσκολλημένος στους γονείς του, αν και ήδη κάποιας ηλικίας. Σε μεγαλύτερες ηλικίες ο μπούλης περιγράφει τον ανώριμο άνθρωπο που φέρεται σαν μωρό. Προφανώς προέρχεται από τη λέξη μπέμπης (μπέμπης, μπεμπούλης, μπούλης).

- Γαμώτο, έφυγε η μάνα μου και δεν ξέρω πως θα την παλέψω με το φαΐ.
- Α ρε μαλάκα μπούλη, μέσα στο βρακί της μάνας σου είσαι. Δε μπορείς ρε μαλάκα να φροντίσεις τον εαυτό σου; Είσαι είκοσι χρονών ρεεεε... Παλιομπούλα...

Μπούλης σε χαρακτηριστική στιγμή δράσης (από krepsinis, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως επιθετικός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός του νταή νεοέλληνα, με αποδέκτη αγεληδόν το σύνολο του ομοφυλόφιλου πληθυσμού.

Ο συγκεκριμένος τύπος συναντάται συχνά (π.χ. κατιναριό, πουταναριό, καραπουτσαριό) και εκφράζει ένα ομοιογενές σύνολο με αρνητική χροιά.

  1. Επιθετικότατου χαρακτήρα διαδικτυακό σχόλιο:

Πούστηδες... Πουσταριό! Αδερφάρες, κωλομπαράδες... Κίναιδους, ξετσίπωτους και αυθεντικούς πούστηδες. Αγριόπουστες και όχι αξιοπρεπείς πούστηδες... Μιλάμε για πολύ πούστηδες... Σιχαμερό πουσταριό...Τη φωτογραφία τη βλέπετε;

  1. Ένας blogger ανοίγει την καρδιά του και εκφράζει τις ανησυχίες του:

Μπορείτε να φανταστείτε, πόσο πολύ βραχυκυκλώνει όλο αυτό το ξεφωνημένο πουσταριό (όπως λέει και κάποια ψυχή...), τον έφηβο που βρίσκεται στην αναζήτηση της ταυτότητάς του -σεξουαλικής και γενικότερης-, και πόσο εκβιαστικά τον σέρνει στην επιλογή που του ορίζει, μέσα από τη διαρκή προβολή και επανάληψη ;
Δεν είμαι ... ομοφοβικός, όπως ορίζει ο καινούριος πιασάρικος και αμερικανόφερτος όρος (ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είναι ομοφυλόφιλος , μια φιλία, που κρατά από το στρατό...), απλά, βιώνω τον εσωτερικό πόλεμο της απόρριψης ή της αποδοχής, μέσα από τα μάτια του έφηβου γιου μου.

  1. Σχόλιο σε forum με θέμα την στρατιωτική θητεία:

Anyway, το 90% του πληθυσμού που πήγε στρατό δεν είναι στρατόκαυλοι -ούτε και έγιναν στην πορεία- πήγαν γιατί πριν απο αυτούς πήγαν οι πατεράδες και τα αδέρφια τους.Αλλά αυτό δεν κάνει κάποιον πρόβατο, τον κάνει νομοταγή και τίμιο απέναντι στους συνανθρώπους του. Αντίθετα αυτός που δεν πάει είτε γιατί είναι «μάγκας» και πληρώνει για να μην πάει -βλέπε Παπακαλιάτη και λοιπό πουσταριό- είτε γιατί είναι ανδρίκελο -άνοιξε λεξικό να δεις τι σημαίνει αυτό, το wiki δεν νομίζω να το έχει- ανίκανο να έχει δική του σκέψη και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι copy paste μανιφέστα των «πατερούληδων».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα στο Ναύπλιο υπήρχε μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».

- Γιατί δεν πάτε διακοπές με τον Κωνσταντίνο, αφού ο Άκης δεν μπορεί;
- Να λείπει το βύσσινο, ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς: πέρυσι τον είχε πιάσει η αστυνομία στη Σκιάθο, επειδή μεθυσμένος έδειχνε τη πούτσα του σε κάτι τουρίστριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πιθανότατα βενετικής προελεύσεως, με λατινική όμως ρίζα [λατ. gubernum, «κυβέρνηση»] περιγράφει την κρατική εξουσία, την πολιτεία που διατηρεί το μονοπώλιο άσκησης νόμιμης βίας, στα όρια της συντεταγμένης πολιτείας.

Συνήθως χρησιμοποιείται με ειρωνική ή αρνητική χροιά και αναφορά στην εκάστοτε κυβέρνηση.

  1. Άρθρο εφημερίδας: Η Eurobank «βγάζει δόντια» στο... γκουβέρνο
    Ίσως μία από τις πιο... «γαργαλιστικές» των τελευταίων ετών, με αυτά που λέει αρκούντως… διπλωματικά, ήταν η συνέντευξη του εικονιζόμενου κ. Νίκου Καραμούζη στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής. Απαντώντας στις ερωτήσεις των συναδέλφων, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της EFG Εurobank… «έσφαξε άγρια, αλλά με το βαμβάκι».

  2. Είναι έξαλλοι, επειδή πιστεύουν, και σωστά, ότι αυτοί έφτιαξαν το γκουβέρνο, αυτοί το στήριξαν, από Μικρασία έως Ουκρανία, και το γκουβέρνο που αποτελείται από τους ίδιους, τους πούλησε. Δεν κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει γκουβέρνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν μόνον κομπραδόροι που γουστάρουν την κατάστασή τους. Μιά κερασιά, φορτωμένη τριάντα κιλά κεράσι γιά φίλημα, ακόμη κι άν ο μεγαλύτερος αγύρτης το πουλήσει είκοσι ευρώ το κιλό, παράγει όσο ένα λεπτό δουλειάς ενός ημιπολυτελούς άνκορμαν. Αλλού είναι τα λεφτά, τελεσιδίκως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified