Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως τσούπρα. Ο όρος είναι συνώνυμο της λέξης κορίτσι, κοπέλα. Χρησιμοποιείται μόνο στην Πελοπόννησο και κατά πάσα πιθανότητα είναι σλαβικής προελεύσεως, αφού στα σερβικά το κορίτσι είναι cura (цура).

Πώς μεγάλωσε έτσι η τσούπα σου, τρόμαξα να τη γνωρίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα και άτομα που έχουν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, θεωρούν ότι το υποθηκοφυλακείο είναι υποθηκοφυλάκιο, ίσως κατά το φυλάκιο ή το οστεοφυλάκιο. Πιθανότατα οι ίδιοι να αποκαλούν τον χειρουργό χειρούργο, κατά τον κακούργο ή τον ραδιούργο.

Κατά συνέπεια, ενώ γνωρίζουμε τι είναι το υποθηκοφυλακείο, διάχυτη είναι η απορία για το υποθηκοφυλάκιο: μάλλον το φυλάκιο όπου φυλάσσονται οι υποθήκες....

- Πατέρα, πού είπες είναι το ποδηλατάδικο;
- Ακριβώς απέναντι από το υποθηκοφυλάκιο αγόρι μου;
- Και πού είναι το υποθηκοφυλάκιο;
- Έλα ρε, από τον καιρό της δικταΚτορίας, είναι στη Μαρίνου Αντύπα, δε θυμάσαι;

ευτηχώς υπάρχουνε και ανθρώποι που κυριολεκτικά γίνονται ταύροι εν υαλοπωλοίο με τη γλωσσική αλητεία και είναι και τσαμπούκια θα λέγαμε - από το blog κάποιου για κάποιο θέμα που τα χώνει και σε κάποιους άλλους (από xalikoutis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική έκφραση, η οποία περιγράφει το σοβαρό και βλοσυρό ύφος που επιδεικνύουν κάποιοι σε διάφορες καταστάσεις, προκειμένου να δημιουργήσουν εντυπώσεις φόβου και σεβασμού. Συνώνυμο του υπερόπτη. Οι Καρδινάλιοι ως γνωστόν είναι ανώτατοι κληρικοί της καθολικής εκκλησίας, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην εκλογή του πάπα και να εκλεγούν οι ίδιοι, κάτι αντίστοιχο με τους Ορθόδοξους Επισκόπους. Πριν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν η Εκκλησία στη Δύση είχε ακόμα πολιτική δύναμη, οι καρδινάλιοι ήταν συνώνυμο της διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας.

  1. Ποιος είσαι εσύ ρε, που θα έρθεις στο σπίτι μου την ημέρα της γιορτής μου με υφάκι σαράντα καρδιναλίων, για να μου πεις να μην κάνω θόρυβο.

  2. — Πάμε κλαμπάκι σήμερα;
    — Άσε ρε, που θα πάμε να φάμε στη μάπα τις ψωνάρες που σε κοιτάνε με υφάκι σαράντα καρδιναλίων μόλις πας να πεις μία κουβέντα. Δε γαμιούνται λέω εγώ;

(από krepsinis, 18/09/08)Στο 0.42. (από Khan, 22/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεσπόζουσα λέξη στο λεξιλόγιο της νεοελληνικής. Το υποκοριστικό ενός τόσο συνηθισμένου ουσιαστικού, του φακέλου στον οποίο ταχυδρομούμε επιστολές, είναι συνώνυμο του χρηματισμού στο χώρο της υγείας, του γνωστού «λαδώματος». Υποτίθεται ότι το μπαχτσίσι παραδίδεται μέσα σε ταχυδρομικό φάκελο, εξ ου και «φακελάκι».

Η σχέση του Νεοέλληνα με το φακελάκι είναι ανάλογη με τη σχέση του πρώην Ανατολικογερμανού με τη Στάζι: τουλάχιστον οι μισοί Νεοέλληνες έχουν δώσει φακελάκι σε γιατρό, όπως οι πρώην Ανατολικογερμανοί πληροφορίες στις πάλαι ποτέ κραταιές μυστικές υπηρεσίες της χώρας τους.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αποφυγή του φακελακίου εν Ελλάδι συνεπάγεται κάκιστες υπηρεσίες υγείας προς τον ασθενή.

  1. Απόσπασμα υποθετικής συνέντευξης με γιατρό:
    ΕΡ. Γιατρέ, τώρα με την Αμαλία, έχουν ακουστεί τόσα πολλά για το φακελάκι που παίρνετε εσείς οι γιατροί. Όλος ο κόσμος αναρρωτιέται: γιατί το παίρνετε;
    ΑΠ. Είναι τόσο απλό. Για δύο λόγους παίρνουμε φακελάκι. Πρώτον, επειδή ο μισθός μας στο ΕΣΥ ή τα έσοδα από το ιατρείο μας δεν μας φτάνουν για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, σε σχέση με το κουραστικό και ψυχοφθόρο επάγγελμα που κάνουμε. Και δεύτερον, είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης: δεν θα παίρναμε φακελάκι αν εσείς δεν το δίνατε.

  2. Απόσπασμα σχολίου από blog:
    Το “φακελάκι” και το πολιτικό ρουσφέτι οργιάζουν σε ποσοστό άνω του 80% στα νοσοκομεία της Κρήτης, προκειμένου οι ασθενείς να έχουν άμεση και σωστή εξυπηρέτηση και φροντίδα! Παράλληλα δε, το ίδιο το σύστημα υγείας στο νησί “νοσεί” βαρύτατα από την δραματική έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, με συνέπεια την ελλιπή εξυπηρέτηση-νοσηλεία των ασθενών, αλλά και τις πολυήμερες ή πολύμηνες αναμονές τους σε “ουρές ραντεβού” για βασικές εξετάσεις με κίνδυνο τη ζωή τους!

fuck-a-Laki (από allivegp, 30/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως φορτίκ (πλούσιος) ή καραφορτίκ (πολύ πλούσιος), σε πιο μαγκιόρικη διάσταση του δρόμου.

Η Γεωργία είναι καλό γκομενάκι και φορτίκ, αλλά η Ελευθερία φίλε είναι εκτός συναγωνισμού: μούναρος και καραφορτίκ μαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταλαίπωρος και αξιολύπητος άνθρωπος, ο κακομοίρης. Λέξη τουρκική (τουρκ. fukara), προελεύσεως αραβικής όμως, που ακούμε συχνά και αποτελεί all time classic. Συχνά απαντάται και υπό μορφή επιθέτου, φουκαριάρης, -α, -ικο.

  1. - Ρε τον φουκαριάρη τι έπαθε... Μόλις πήρε το σπίτι και έχασε τη μάνα του, γάμησε τα...

  2. Απόσπασμα από ανέκδοτο διαδικτύου:

Ένας φουκαράς αποκοιμήθηκε μέρα μεσημέρι στην πλαζ και ο ήλιος τού κατάκαψε τα μπούτια. Τον πάνε στο νοσοκομείο σε κακά χάλια.
Το δέρμα του ήταν κατακόκκινο, γεμάτο φουσκάλες και οτιδήποτε άγγιζαν τα μπούτια του και του προκαλούσε φοβερό πόνο.

  1. Όχι για 'μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου...

Φουκαριάρα μάνα και το Παιδί του Λαού.... (από krepsinis, 17/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψέματα, οι λόγοι κενοί περιεχομένου.

Παράγωγο του φουμάρω, δηλ. καπνίζω. Φούμαρο=καπνός, λόγια που απομακρύνονται όπως ο καπνός. Προέλευση από τα λατινικά, συναντάται και σε πολλές λατινογενείς γλώσσες ακόμα και σήμερα.

  1. Αποσπάσματα εφημερίδων:
    «Φούμαρα» οι μελέτες. Aυτό υποστηρίζει ο Mιχ. Φυτούσης, πρώην Πρόεδρος της ΔEYAX επικαλούμενος επιστολή του TEE.

2.«Φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες» ήταν οι υποσχέσεις των υπουργών Οικονομίας Νίκου Χριστοδουλάκη και Υγείας Κ. Στεφανή, σχετικά με το θέμα της κάλυψης των ελλειμμάτων των εφημεριών, αφού μόνο στο ΠΠΝ Ρίου, που το έλλειμμα φθάνει τα 340.000 Ευρώ, το ποσό που πρότειναν δεν ξεπερνάει τις 30.000 Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified