Στα Ανώγεια Κρήτης και στο πολιτισμικο-γλωσσικό τους Lebensraum γύρω από τον Ψηλορείτη, το ρήμα αγαπώ σε αμετάβατη σύνταξη σημαίνει είμαι ερωτευμένος, και πιο συγκεκριμένα: είμαι για πρώτη φορά (και άρα φόλα) ερωτευμένος (βλ. καψούρης) και (λόγω αυστηρών ηθών) συνήθως μυστικά. Δηλαδή, αγαπώ δε σημαίνει "νοιάζομαι", "είμαστε ταιριαστό ζευγάρι", "παρά τα χρόνια δε σε βρίσκω εντελώς τελείως αποκρουστικό", και λοιπά αντικλιμακτικά και κλιμακτήρια. Αγαπώ σημαίνει εδώ αποκλειστικά είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά και σφόδρα, γιατί μία φορά νοείτο να ερωτευτείς, την πρώτη, κι αν ήταν να ερωτευτείς καλό θα ήταν να ερωτευτείς πολύ... και μετά παντρευόσουνα.

Το αμετάβατο της σύνταξης είναι σημαντικό: δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, αλλά πρωτιστως το ότι αγαπάς, το σκανδαλώδες του ότι είσαι ερωτευμένος.

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

- Μωρή, γιάντα δεν επήγες στο φροντιστήριο; Μωρή, αγαπάς;
- Όι μάνα, μάνα! Ετρεζάθηκες μάνα;!!!

Μόνο σπάνια μπορείς να ακούσεις σε τέτοια πλαίσια την λέξη αγαπώ για τη σχέση μεταξύ παντρεμένων. Πιο συχνά την ακούεις/ την άκουγες μεταξύ συγγενών και φίλων για τη συγγενική και φιλική αγάπη (μεταβατική σύνταξη).

- Χαρώ σε κι αγαπώ σε! (προς παιδάκι)

- Εγώ κουμπάρα να κατέεις σ' αγαπώ πιο πολύ απ' την αδερφή μου (κουμπάρες συνομιλούν).

Στη σχέση μεταξύ παντρεμένων την ακούεις/την άκουγες περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο είχε πάει στον άλλο κόσμο:

- άχι, μωρέ, τον ηγάπουνα τον κύρη σας!

λέει η χήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεκαλυμμένο και σπάνιο μάλλον είδος πέφτουλα ο οποίος πρεσάρει τα θηλυκά με γλύκες και χαζά βλέμματα όλο τρυφερότητα. Γλοιώδες, αλλά αν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει μπορεί και να δουλέψει -αν και η άλλη μπει στο τριπάκι.

- Δεν τον μπορώ ρε μαλάκα τον αγκαλίτσα, όλο χαχαχούχου και και γλύκες με τα γκομενάκια....
- Ναι ρε φίλε, αλλά κοίτα τον πως την έχει στριμώξει στη μπάρα, η γκόμενα το διασκεδάζει...

The original Agkalitsas (από Vrastaman, 09/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το με δικά σου λόγια!, η φράση «άγνωστες λέξεις» προέρχεται από το σχολείο και το φροντιστήριο, από τα γλωσσικά μαθήματα (ελληνικά και ξένων γλώσσων). Ο διδάσκων, μετά την ανάγνωση κάποιου κειμένου, καλεί τους μαθητές να του επισημάνουν τους όρους το περιεχόμενο των οποίων αγνοούν, για να τους διαφωτίσει.

Στη σλανγκ κυρίως βρίσκει χρήση σε καταστάσεις όπου ο χρήστης δεν θέλει να εμπλακεί σε συζήτηση για πολύπλοκα, τεχνικά ή αόριστα θέματα και εγκαλεί τον συζητητή του για το βαρύγδουπο των εκφράσεων που χρησιμοποιεί. Ειδικά σε περιπτώσεις που οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι δυσανάλογα βαρύγδουποι και σύνθετοι για το θέμα. Δεν σημαίνει δηλαδή απαραίτητα άγνοια των όρων, αλλά διάθεση απεμπλοκής από συζήτηση πριν αυτή καταλήξει στο να πεις «ε, το το γάμησες και ψόφησε».

- Κοίτα Λευτέρη, θεωρώ αποκλειστικά υπεύθυνο το Λουζιτανό γιατί με τους ντιλετάντικους χειρισμούς του στην άρρητη δυναμική των αποδυτηρίων αποδόμησε την, ανασταλτική κυρίως, παρρησία της ομάδας...
- Ώπα δικέ μου, έχω άγνωστες λέξεις... Θες να πεις ότι ήταν μαλάκας με τους παίχτες; Εγώ νομίζω ότι και οι παίχτες ήταν μαλάκες...
- Εεε, κι αυτό σωστό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Αλτσχάιμερ στην ιδιόλεκτο των ειδικών - των ίδιων των πασχόντων...

- Φχαριστώ παιδί μου, ξέχασα και πώς σε λένε, μη με παραξηγείς...
- Μανώλης...
- Ναι, γιε μου, έχω και λιγάκι Αϊζενάουερ, μου το 'πε ο γιατρός, και δε θυμούμαι, ναι, ναι...

dr Alzheimer (από xalikoutis, 15/04/09)General Eisenhower (από xalikoutis, 15/04/09)

βλ. και Έμενταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο άκαπνος έχει δυο δόκιμες σημασίες στα νεοελληνικά που έχουν καταγραφεί και στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη:

[i]α) (ειρ., μειωτ.) κάποιος που δεν πολέμησε ποτέ και, κατά συνέπεια, που δεν ξέρει τι σημαίνει πόλεμος· απόλεμος.
β) (και μάλλον μεταγενέστερα) κάποιος που δεν καπνίζει (που δεν κάπνισε ποτέ ή που δεν καπνίζει πια) ή που δεν έχει τσιγάρα να καπνίσει.[/i]

Από την πρώτη μεταφορική σημασία έχουν προκύψει πολλές μεταφορικές, που καθιστούν το «άκαπνος» όρο της καθομιλούμενης και της πιάτσας.

Ως γνωστόν, ακόμη και σήμερα, στα θέατρα του «ηλεκτρονικού» πολέμου και κολοκύθια τούμπανα, αν θες να δεις που έγινε μάχη, θα πρέπει να κοιτάξεις κατά τους καπνούς. Ο καπνός, η φωτιά, είναι πάντα κομμάτι των συνεπειών αλλά και της στρατηγικής του πολέμου, και μέρος της «ομίχλης του πολέμου», του αποσυντονισμού και της σύγχυσης που ο αισθητηριακός βομβαρδισμός και ο φόβος γεννούν στους μαχητές.

Αυτό επιτάθηκε αφάνταστα με τη γενίκευση της χρήσης της πυρίτιδας, ειδικά κατά την «κλασική εποχή» (18ος-19ος) των πυροβολικών. Ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα του τύπου της πυρίτιδας που χρησιμοποιούνταν μέχρι εκείνη την εποχή ήταν ότι προκαλούσε ένα σύννεφο μαύρου καπνού, που παρεμπόδιζε την όραση. Μαυρίζοντας, όμως, και βρωμίζοντας τους μαχητές τους προσέδιδε και αδιάψευστα πειστήρια ότι «μπήκαν στη φωτιά» του πολέμου, εξ ου και «μπαρουτοκαπνισμένοι» οι έμπειροι πολεμιστές.

Άκαπνος είναι το αντίθετο του μπαρουτοκαπνισμένου, του μάχιμου. Είναι ο απόλεμος, ακόμα και ο φυγόμαχος. Μεταφορικά, είναι αυτός που δεν έχει εμπειρία από καταστάσεις που απαιτούν αρχίδια και γερά νεύρα, ή έστω μεγάλη ικανότητα χειρισμών υπό πίεση. Επειδή τέτοιες καταστάσεις μπορεί κάποιος να τις αποφεύγει και σκόπιμα, άκαπνος μπορεί να μη σημαίνει απλά άπειρος ή ανέτοιμος, αλλά ενδεχομένως και δειλός, αναξιόπιστος ή λίγος, ή ακόμα και ανθρωπάκι.

Το άκαπνος χρησιμοποιείται και στα σεξουαλικά, προσοχή όμως, δε σημαίνει αυτόν που παθαίνει αφλογιστία, αλλά τον άπειρο, τον πρωτάρη.

(Για αρχή δυο κυριολεκτίζουσες χρήσεις)

  1. Άραγε τι θα λένε στα παιδιά τους μετά από μερικά χρόνια που μπορεί να είναι και αυτά πυροσβέστες; Μάλλον ότι λένε και πολλοί στρατηγοί στη Σχολή Αξιωματικών στους νέους Ανθυποπυραγούς : άκαπνος μπήκα - άκαπνος φεύγω !!! από [εδώ]

  2. «Η επίθεση του πανεπιστημιακού - επιφυλλιδογράφου κ. Χρήστου Γιανναρά στον ιστορικό ηγέτη της αριστεράς και αγωνιστή της δημοκρατίας Λεωνίδα Κύρκο είναι ηθικώς απαράδεκτη όχι μόνο για το ύφος και το περιεχόμενό της, αλλά και για την εξόφθαλμη αναντιστοιχία 'προσώπου και πράγματος', λεγομένων και υποκειμένων! Πράγματι συνιστά ύβρι ο άκαπνος κ. καθηγητής να προσάπτει έλλειψη εθνικής συνείδησης σε κάποιον όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, που τον πατριωτισμό του τον έδειξε με την 'υπογραφή' της ζωής του και όχι κάποιας επιφυλλίδας... [από εδώ]

(άλλες χρήσεις)

  1. Και αυτός ο Παναθηναϊκός τόσα χρόνια άκαπνος….δεν έχει χρόνο για ρίσκο!!!Με αυτήν την νοοτροπία πρέπει να γίνουν και οι μεταγραφές και ο σχεδιασμός της ομάδας για την νέα σεζόν!!!ΚΑΝΕΝΑ ΡΙΣΚΟ!!! [από εδώ]

  2. Και τι είναι δηλαδή, εδώ που τα λέμε; Ένας πανάσχετος, άκαπνος, συγχισμένος γουοναμπί @ [=αναρχικός] είναι. Περισσότερο σύγχυση και μπέρδεμα φέρνει με τις από τον καναπέ αφυψηλού παρεμβάσεις του, παρά καλό κάνει. [από εδώ].

  3. Ο Κώστας Μητσοτάκης χαρακτηρίζει τον Αντώνη Σαμαρά: - »Ακαπνος που δεν έχει μετάσχει σε κανέναν αγώνα του έθνους«. [από εδώ]

(Και μια δυο χρήσεις που έχω αυτηκοήσει)

  1. ΚΤΕΛατζής σε άλλο ΚΤΕΛατζή

- Μανούσο, θα το πάεις ή ν΄αλλάξομε;
- Άκαπνος μρε θαρρείς είμαι; Ένα καλοκαίρι τό' χα μοναχός το Σφακιανό....

  1. - Άσε ρε, αυτές οι γκόμενες δεν είναι για άκαπνους, θα σε ρουφήξει με τη μουνάρα της... βρες κάτι πιο νορμάλ να μην τραβιέσαι κι εσύ κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ανθρωπομορφική, που δε μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την χειρονομία-πόζα που τη συνοδεύει, και η οποία είναι το να σκύβεις και καλά παραινετικά - συγκαταβατικά προς τα ίδια τ' αρχίδια σου (δύσκολο αν είσαι πολύ χοντρός ή γυναίκα ή αν τα έχεις κόψει), συμβουλεύοντάς τα, με κούνημα του δείκτη "σα καλά παιδάκια", να ακούσουν προσεκτικά τα λόγια του συνομιλητή σου. Παλιομοδίτικος και καλαμπουρτζίδικος τρόπος να πεις αδιαφορώ, λες μαλακίες, σε γράφω στ' αρχίδια μου, σε συνδέω με Κάιρο. Ιδιαίτερα αστείο όταν ο άλλος έχει μόλις ξεφουρνίσει ολόκληρη παρόλα, έχοντας ακριβώς αυτήν την απαίτηση, να δώσουμε βάση στα λεγόμενά του. Ακόμα πιο σουρεάλ, εκνευριστικό και πυκνό το νόημα όταν απευθύνεσαι στ' αρχίδια σου λέγοντας τους, καθησυχαστικά - προστατευτικά αυτήν την φορά, το αντίθετο: μην τον ακούτε!.

- Ε, καλά, εγώ σου λέω τι σημαίνει να κυβερνάς μια χώρα κι εσύ μου λες ότι χρειάζεται όραμα και σχέδιο και τέτοια, κι εγώ σου λέω, από μέσα τώρα, τώρα, ότι το ζήτημα είναι πως μπορείς κάθε μέρα να διαχειρίζεσαι μια εικόνα, να μην κλαψουρίζει η κυρία στην κάμερα στο ATM, να μην βγαίνει ο κάθε παπάρας να λέει κάτι διχαστικό και να κλαψομουνιάζει, και τα υπόλοιπα τα βρίσκεις στην πορεία, εμάς αυτό μας απασχολεί, και να σου πω και κάτι, καθόλου εύκολο δεν είναι κι εκεί κρίνεσαι, δε λέω καλώς ή κακώς, σου λέω ότι έτσι είναι και να το κάνεις αυτό και το κάνεις καλά τα άλλα θα τα κάνεις έτσι ή αλλιώς όσο σε παίρνει κι όσο είσαι εκεί να το κάνεις......
- Ακούτε τι λέει...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία ο χρήστης δηλώνει προς το συνομιλητή του τη βαθιά και μάλλον αγεφύρωτη διαφωνία του, που έχει να κάνει με ζητήματα κοσμοθεωρίας και αρχών. Σημαίνει, πιο κοντά στην κυριολεξία, ότι τα διαβάσματα με τα οποία ο χρήστης συγκρότησε τη σκέψη και κατάλαβε τον κόσμο είναι πολύ διαφορετικά ή και αντιθετικά με του συνομιλητή.

Μάλλον οι πιο συνηθισμένες εκδοχές της φράσης: εγώ ξέρω/έχω διαβάσει/είμαι (από) άλλα βιβλία, με επιτονισμό στο άλλα βιβλία.

Κουράζοντάς το λιγάκι περισσότερο, με τη φράση ο χρήστης δηλώνει ότι είναι "από άλλο ανέκδοτο", ώστε από ένα σημείο και μετά η συζήτηση είναι άσκοπη και η πρόθεση συνέχισής της από πλευράς του άλλου του φαίνεται σάπια στο βαθμό που μοιάζει να εκβιάζει το να βρεθεί κοινό έδαφος και άρα κάποια συναίνεση / νομιμοποίηση εκεί που δεν υπάρχει.

Ακούγεται, λοιπόν, και είναι αμυντικό, γιατί σηματοδοτεί μια διάθεση να την Κάνιγγος από το διάλογο, χωρίς όμως να παραχωρήσουμε καν στο συνομιλητή ένα πολιτισμένο συμφωνούμε ότι διαφωνούμε (σημαντική διαφορά) αν και ως έκφραση είναι σε χρήση ακριβώς ως γείωση ενάντια σε μεταμοντερνιάρικους ή μη αναθεωρητισμούς και, αν και λιγάκι - ως πολύ - μπαμπαδίστικη, ενάντια σε πατερναλιάρικους σχετικισμούς ακριβώς του στυλ διαφωνούμε ότι συμφωνούμε.

Όποιος, λοιπόν, λέει για "άλλα βιβλία" θέλει να φαίνεται ότι απεκδύεται ή αγνοεί την αστική ευγένεια, όχι, όμως, και την (αστική, με την έννοια του διαφωτισμού) παιδεία του, θέλει να δηλώσει ότι είναι από χωριό (εφόσον ούτε παραχωρεί ούτε αξιώνει ιδιαίτερα το σεβασμό με την έννοια της ανοχής) όπου χωριό, όμως, δεν είναι συνήθως κάποια πατροπαράδοτη αγράμματη μούχλα, αλλά μάλλον κάποια "μεγάλη αφήγηση", συνήθως προοδευτική - ριζοσπαστική, από αυτές που κάτι έχουν οι έρμες και ψοφάνε - ψοφάνε; μπροστά στη θολή νεοφιλελέρα.

(ψιλοαδύνατο να βρεθεί / ξεχωριστεί διαδιχτυακό παράδειγμα χρήσης της φράσης με το σλανγκικό νόημα)

- Άστο φιλαράκι, εγώ άλλα βιβλία ξέρω...
- Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, δηλαδή;
- Μπα, ούτε αυτό, άστο, γάμα το...
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που περιγράφει θεμελιακό φαινόμενο της ψυχολογίας των ομάδων. Αφορά στο πως να εκμεταλλεύεται κανείς την έκπτωση του είναι σε φαίνεσθαι, με άλλα λόγια το πώς κανείς μπορεί και οφείλει από αυτοσεβασμό να διατηρεί τα κεκτημένα ή να ανεβαίνει σε κοινωνικούς χώρους, υπερβάλλοντας -λιγάκι- το prestige του, τις ικανότητες του, τις γνωριμίες του, το πόσο άτομο είναι.

Τώρα αν με αυτό το «εδώ μέσα» εννοούμε -και πολλές φορές το εννοούμε- τα σύνορα της Ελλάδας, τότε η φράση είναι συνώνυμη του «είσαι ό,τι δηλώσεις», το οποίο θα εκσυγχρονίζαμε ως του Paul Moore η μάνα δεν έκλαψε (σχεδόν) ποτέ.

Η σχετική πανάρχαια συμβουλή (προς under-achievers άρρενες κυρίως) «ε, παίχ' το κι εσύ λιγάκι βρε παιδί μου», πλέον έχει γίνει επιστήμη, λέγεται δημόσιες σχέσεις και σου μαθαίνει «πως να στέκεσαι».

Μεγαλειώδης χρήση της φράσης από τον Μοντεχρήστο του Αρκά, που την είπε αφού κοίταξε την ατζέντα του να δει πότε ευκαιρεί να κάνει παρέα στον Ισοβίτη. Αν δεν πρωτοειπώθηκε από αυτόν, σίγουρα διαδόθηκε από αυτόν.

(από patsis, 14/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μαλακισμένος, όταν αυτό το τελευταίο το εννοούσαν και κυριολεκτικά. Δηλαδή, αυτός που δεν έχει ακόμα βαρέσει μαλακία, ο σεξουαλικά άγουρος, ο ψυχονοητικά ανώριμος, ο ακόμα παιδί.

Δεν το άκουσα, αλλά το διάβασα, και είπα να το σημειώσω, μέρες πού' ναι, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μνημειώδες.

Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ

Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.

Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-

Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.

Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!

Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.

(Ποίημα του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, απ' εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified