1. Ζεσταίνομαι πάρα πολύ, λιώνω.

  2. Σερβίρω ποτό.

  3. (για τις γυναίκες)
    Είμαι πολύ καβλωμένη, στάζω ποτάμια (οξύμωρο)

  1. Καλά, σήμερα με τόση ζέστη βρήκες να κάνεις δουλειές στον κήπο; 'Αει παράτατα και πήγαινε πλύσου, στάζεις ολόκληρος. Σε λίγο έρχονται οι γείτονες για καφέ και συ θα είσαι σε τέτοιο χάλι;

  2. - Έλα ρε συ Παναγιώτη, στάξε μου ένα τελευταίο και μετά πάω σπίτι...

  3. ... και που λες, έσκασε μύτη στο πάρτυ με περίεργο ύφος ... και κει που πήγαινα να φύγω μου πιάνει το χέρι και το βάζει κάτω από την φούστα της και, μαλάκα, όχι μόνο δεν φορούσε τίποτα αλλά έσταζε ... τα είδα όλα, σου λέω ...
    - και;...
    - ε τι και, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, δεν προλάβαινα, την πήγα και την άφησα σπίτι της.
    - ΤΙΛΕΡΕΜΑΛΑΚΑ! τί μαλάκας καληνυχτάκιας είσαι συ ρε πούστη μου! Με δουλεύεις! ΟΧΙ ρε πούστη! Όχι, τον μαλάκα! Ρε τον-μαλάκα-τον-μαλάκα! (κλπκλπκλπ)

(από Khan, 22/12/13)(από Khan, 03/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρή δόση (συνήθως στο ποτό).

- Την πίνεις για τα καλά εσύ, τελικά...
- Σιγά μωρέ, τί πίνω; Κατά τις εφτά στάζω το πρώτο, και μην φανταστείς, ένα μπέιμπυ όλο κι όλο.
- ... και μέχρι να κοιμηθείς έχεις πιει πεντέξι στάνταρ, άσε τα μεσημεριανά, ένα ουζάκι από δω, ένα ρακί από κει, λίγο κρασάκι να πάει κάτω η μπουκιά, άσε σου λέω, τό 'χεις παραχέσει τελευταία...
- Ε, καλά, άλλο το μεσημέρι, δεν μετράνε αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σατιρική παραφθορά της έκφρασης «άλλ' αντ' άλλων». Έχει νόημα μόνο γραπτώς. Παραπέμπει στον ηθοποιό Αλέν Ντελόν.

- Πήγες στην εκδήλωση;
- Ναι, αμέ...
- Και;
- Ε τι και... Άλαν Ντάλον έλεγε το γαμίδι το πρόγραμμα. Ούτε εκδήλωση ούτε τίποτα. Οι πόρτες κλειστές. Η ημερομηνία ήταν λάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος. Λέγεται και κλαρίνο. Σκέτη ορχήστρα, ένα πράμα.

- Τά 'μαθες; Η Έρση έκανε αλλαγή φύλου!
- Ποια ρε συ; Αυτή δεν ήταν καν λεσβία!
- Κι όμως, φίλε μου...
- Ε ρε πούστη τι γίνεται σε αυτόν τον ντουνιά! Δηλαδή από σάλπιγγα έγινε φαγκότο!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ποτό ή το ρόφημα που, λόγω ξενερωσιάς ή τσιγκουνιάς, έχει παρασκευαστεί με πολύ περισσότερο νερό απ' όσο χρειάζεται.

  1. - Να σου κάνω μια σούπα, πού 'χεις τον λαιμό σου;
    - Μπλιάξ! Δεν τα πίνω εγώ αυτά τα νερομπούλια!
    - Καλά βρε παιδάκι μου, μη φωνάζεις και βήχεις όλη νύχτα, να σ' την κάνω σφιχτή...
    - Όχι ρε μάνα, άσε με ήσυχο, θα ξεράσω!
    - Μα αφού το είπε κι ο γιατρός ότι θα σου κάνει καλό.

  2. - Δεν ξαναπάω σ' αυτή την καφετέρια, όλο νερομπούλι τον κάνει τον καφέ.

βλ. και νερομπούρμπουλο, νερόπλυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται: το φιλικό γαμήσι. Είναι κάτι σαν σέρβις, με την διαφορά ότι ως επί το πλείστον αφορά εφηβικές καταστάσεις ξεραΐλας, στα χρόνια εκείνα κατά τα οποία πολύ συχνά δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο στον ορίζοντα παρεκτός από κάποιον φίλο ή κάποια φίλη.

Επίσης είναι το γαμήσι χωρίς συνέχεια (σχέση).

Με το φιλικό υποτίθεται ότι αποφεύγονται τυχόν παρεξηγήσεις που συχνά ακολουθούν μια ξεπέτα.

  1. Χθες έπεσε φιλικό με τον Σάκη και στάνιαρα!

  2. Να σου ρίξω ένα; Φιλικό θα είναι.

Φιλικό Φοίβος - Αθηνά (από allivegp, 13/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζει, τρέφεται, ανασαίνει με το πορνό, με το γαμήσι, με οτιδήποτε έχει σεξουαλικό περιεχόμενο, αυτός του οποίου η ζωή και τα λεγόμενά της έχουν νόημα μονάχα αν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του γαμησιού.

- Ρε συ τι κάνουν ο Σάκης, ο Μιχάλης, η Βαγγελιώ, η Ανίτα, όλοι αυτοί; Δεν τους βλέπεις πια;
- Ε ρε μαλάκα, σώνει! Έπηξα πια μ' αυτούς τους πορνόβιους, κάθε φορά που συναντιόμαστε δεν ξέρουν να πούνε τίποτ' άλλο παρά για γαμήσια, πουτάνες, τσοντούδες, ξεσκίσματα, εμπειρίες που κανείς δεν έχει ζήσει όπως αυτοί, μετά βάζουν και μια τσόντα να δούμε, κάθε φορά τα ίδια, βαρέθηκα. - Ε, αγάμητοι θα είναι όλοι τους. - Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις...

(από pavleas, 19/01/09)The real thing is behind you! (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο που αφήνει σχεδόν όλο το στήθος έξω.

- Πού πας με το ξώβυζο ρε Τάνια στην κηδεία; Άμε βάλε κάτι πιο μαζεμένο...
- Μα γιατί ρε μαμά, μαύρο είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουφιά είναι μια εντελώς άστοχη και αψυχολόγητη πράξη ή λόγος, μια πατατιά, μια κοτσάνα, μια ασχετίλα. Είναι αυτό που θα ταίριαζε μόνο σε ένα ούφο να πει ή να κάνει, αλλά που μπορεί να αφορά και τον καθένα μας. Η λέξη λέγεται καλοπροαίρετα, συνήθως.

- Μα τι σ' έπιασε πάλι και κάνεις όλο ουφιές ρε παιδάκι μου, αλτσχάιμερ έχεις πάθει;
- Γιατί, τι έγινε;
- Πας καλά;! Χαμπάρι δεν πήρες που πήγες να βάλεις τα σκουπίδια στο ψυγείο;
- Α, ναι.
- Τι «α ναι», προχθές κλειδώθηκες έξω από το σπίτι, πριν μια βδομάδα άφησες την κάρτα στο ΑΤΜ με περασμένο τον κωδικό κι έφυγες, χαιρετάς αγνώστους στον δρόμο, βάζεις άδεια την παγοθήκη στην κατάψξ, έχω αρχίσει να ανησυχώ!
- Έλα μωρέ, νταξ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified