Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα νομικά πράγματα υπάρχει, ως γνωστόν (;) το Ενοχικό Δίκαιο. Κατά τη Βίκι, «ο όρος ενοχή χρησιμοποιείται στο Δίκαιο με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο και μπορεί να σημαίνει

  • Ενοχή (Αστικό Δίκαιο): την υποχρέωση προς παροχή ή
  • Ενοχή (Ποινικό Δίκαιο): τον καταλογισμό μιας πράξης στον δράστη»

Εμείς όμως, που πάντα έχουμε τη φωλιά μας χεσμένη για κάτι, ενδέχεται να ανήκουμε στην κατηγορία των αυτομαστιγωνόμενων για τις αμαρτίες μας και να βουλιάζουμε από ενοχές για το παραμικρό αληθινό ή φανταστικό ατόπημά μας. Τότε είμαστε του ενοχικού, με την γιαλομική έννοια του πράγματος.

- Πάψε πια μωρέ! με ζάλισες, όλο «φταίω εγώ» και «φταίω εγώ»! κάνε κάτι αντί να κλαίγεσαι συνέχεια!
- Μη μου τα λες και συ από πάνω (σνιφ), αφού ξέρεις, τα ρίχνω όλα πάνω μου, τα παίρνω βαριά, και γω του ενοχικού είμαι...

Στράτος Λασκαρίδης, Δεν είμ\' ο ένοχος εγώ. (από patsis, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανύβλαξ, ο κρετίνος, ο στόκος, που τα χάφτει όλα. Ο εξαιρετικά εύπιστος άνθρωπος χωρίς κριτική ικανότητα για το παραμικρό.

Ρε χάπατο, φτύσ' τ' αγκίστρι, σε δουλεύουνε ρεεε! πάρ' το χαμπάρι επιτέλους! δε γουστάρει εσένα το θεόμουνο, δεν το καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... αλλιώς πρέπει να σε σκοτώσουμε και θα λερώσουμε τα χέρια μας με αίμα.
Λέγεται για τους ιδιαίτερα απεχθείς και ενοχλητικούς ανθρώπους, τα τσιμπούρια, τις βδέλλες, οι οποίοι είναι και εντελώς τελείως τελειωμένοι και γι' αυτόν τον λόγο κρατιούνται ζωντανοί με το να ανακατώνουν τη ζωή των άλλων, με τους οποίους ασχολούνται αρειμανίως, δημιουργώντας ίντριγκες, δολιοπλοκίες, σαπουνοπερομπερδέματα, παγαποντιές και λοιπά και λοιπάαααα. Η μόνη λύση να ξεφορτωθούμε αυτά τα σιχάματα και μεις και οι γύρω τους, είναι, όπως επανειλημμένως έχει αποδείξει η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση (και όπως δεν μας αφήνει ο νόμος να πράξουμε) ο θάνατος. Επειδή λοιπόν είμαστε καλά παιδιά και τα χέρια μας είναι δεμένα, κάνουμε αυτή την απλή ευχή, που θα αποτελέσει λύση και για τον ίδιο τον μαλάκα για τον οποίον μιλάμε τόσην ώρα.

εντός του ορισμού. προσοχή όμως! όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει τα χρονάκια της, είναι έμπειρη, και πιθανόν ελαρφώς ψωμωμένη.

Από το «σιτεύω» (= εκτρέφω, παχαίνω (μτβ), αφήνω (το κρέας) να τραβήξει ζουμί, κλπ).

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε θετικά ή αρνητικά.

- Μανία με τις σιτεμένες ρε μαλάκα, φέρε και καμιά μουνίτσα να χαρεί το μάτι μας!... τη μαμά σου θες να έχεις γκόμενα;
- Ίσα ρε Γιαλόμα, εγώ τις γαμώ, εσύ τι ζόρι τραβάς;

H Brigitte Batdot σιτεμένη αλλά με την κακή έννοια (από Vrastaman, 22/02/09)Fanny Ardant, με την καλή έννοια! (από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φακιδομούρης.

Για να σου πω, δεν θα ξαναπείς τον Παντελή ρυζόγαλο. Είναι γαμώ τα παιδιά. Αν σε ξανακούσω να το λες, θα σου κάνω τη μούρη κρέας, μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published

Εφηβική έκφραση για τις σηκωμάρες, τις κάβλες. Ιδίως αυτές που έρχονται ύπουλα και σιωπηλά. Όπως η θάλασσα που δεν βγάζει με μιας άγριο κυματισμό, αλλά αρχίζει με αθόρυβα φουσκώματα.

(δυο πιτσιρικάδες ψιθυρίζουν στο σινεμά, με τα γκομενάκια δίπλα τους)
- Τι έγινε ρε Βαγγέλη; καλή η ταινία;
- Φουσκοθαλασσιές, φουσκοθαλασσιές...
και οι μικρές υποτίθεται ότι δεν καταλαβαίνουν.

Ιζ δατ εϊ τσουνάμι, ορ αρ γιού χάπι του σι μι;; (από Vrastaman, 22/02/09)Φουσκοθαλασσιές (από GATZMAN, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αδελφό λήμμα του σο. Από το γαλλικό «non;» που έχει τη σημασία του αγγλικού «isn't it;» και που λέγεται στα ελληνικά «έτσι δεν είναι;» όπου είναι το μακρύτερο απ' όλα. Έτσι λοιπόν, χάριν συντομίας, καταφεύγουμε στο γαλλικό, αλλά με μια αγγλική χροιά (παραλείπουμε δηλαδή το τελευταίο -ν, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν προφέρεται απόλυτα στη γαλλική).

(παρένθεση: για τους ρωσσομαθείς, παραπέμπει στο αλλά (но,...) και στην περίπτωση αυτή το αφήνουμε αιωρούμενο, υπονοώντας το κόμμα, σα να επρόκειτο να συνεχίσουμε την πρότασή μας).

Τέλος, ουδεμία σχέση έχει με το ιαπωνικό θέατρο του Νο.

Έγινα κατανοητή νομίζω, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδίστικη (θειΐστικη, γιαγιαδίστικη) έκφραση όταν αυτές μιλάνε προς κάποιο μωρό ή μικρό παιδί και θέλουν να υποδείξουν τα βυζιά. Παρομοίως: νινί, βαβά, λιλί, και λοιπές σαχλαμάρες, λες και το μωρό δεν πρέπει να μάθει να τα λέει με το όνομά τους. Εντούτοις ο ποπός και τα κακά και το πιπί, μας έμειναν και στην ενήλικη ζωή.

Μαμά μαμά, ο Κώστας έπιασε τα μεμέ της θείας Τούλας! Τον είδα!

Keira Knightley: χωρισχωρις μεμε (από Vrastaman, 22/02/09)Είναι μια φωτοσουπιά αυτή!... (από Hank, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νot bad, που λένε. Όχι και τόσο κακό... από το γαλλικό pas mal. Κατά προτίμηση το λέμε δις (πα μαλ, πα μαλ!...) με κούνημα του κεφαλιού που σημαίνει «αμέ, γιατί όχι;» . Διπλωματική και διφορούμενη απάντηση όταν μας ρωτάνε αν κάτι μας άρεσε. Στην αρνητική του διάσταση αντιστοιχεί με δικό μας «νταξ μωρέ...»

- Πώς σου φάνηκε ο Στέλιος;
- Πα μαλ, πα μαλ!

Πα μαλ πα μαλ (από Vrastaman, 23/02/09)

βλ. και 'ν'ν' κακό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified