1. Με αφορμή ένα άρθρο από τον ιστότοπο του σλάνγκου συναδέλφου sarant, πρότεινα να γίνει μια καταγραφή των συνωνύμων της «μπαρούφας», ώστε να την ρίξω δωδαπανά στο σλανγκρ, με σκοπό να προστεθούν και άλλα, να γίνουν τα δέοντα λυνξ, κουτουλού κουτουλού.

  2. Ο Σάραντ μου μάζεψε όσα πέρασαν από το σάιτ του (βλ. εδώ), προσέθεσα και μερικά δικά μας και ιδού.

  3. Η καταγραφή εννοείται ότι, όπως γίνεται με όλα τα συγκεντρωτικά αυτά λήμματα, είναι ανοιχτή σε προσθήκες.

  4. Στον αλφαβητικό αυτόν κατάλογο χωράει οποιοδήποτε συνώνυμο, σλανγκ ή μη, σημερινό ή όχι, μονολεκτικό ή περίφραση / έκφραση, σε ενικό ή πληθυντικό, ό,τι.

  5. αεροκοπανίσματα

  6. αερολογίες
  7. αηδίες
  8. ακριτολογίες
  9. ακριτομυθίες
  10. αλαμπουρνέζικα
  11. αμερικλανιές
  12. ανοησίες
  13. αντίδια (Χ. Κλυνν)
  14. άρες, μάρες, κουκουνάρες
  15. αρλούμπες
  16. αρτίδια
  17. αρκίδια
  18. αρχιδέες
  19. αρχίδια
  20. αρχίδια καλαβρέζικα
  21. αρχίδια Μιραλέικα
  22. αρχιδιές
  23. αρχιδιές καμαρωτές
  24. ασυναρτησίες
  25. ατοπίες
  26. αφέλειες
  27. βαλακείες
  28. βατταρισμοί
  29. βερμπαλισμοί
  30. βλακείες
  31. βλακεύματα
  32. βουρλισιές (κερκυραϊκό)
  33. γελοιότητες
  34. γκαβά
  35. γκαβομάρες
  36. εγκεφαλοκλάνι
  37. εύκαιρα, τα (ποντιακό)
  38. ηλιθιότητες
  39. ζαντά, τα (ποντιακό)
  40. ζεβζεκιές
  41. ιστορίες για αγρίους
  42. ιστορίες με φίδια
  43. και τα ρέστα παγωτά
  44. καμενιές
  45. κασμέρια (κοζανίτικο)
  46. κασμιρλίκια
  47. κενολογίες
  48. κλαπαρχιδιές
  49. κλαπαρχιδέλες
  50. κογιοναρίες (επτανησιακό)
  51. κολοκύθια τούμπανα
  52. κολοκύθια με τη ρίγανη
  53. κοτσάνες
  54. κουζουλάδες
  55. κούκου
  56. κοντραπαξιμάδια
  57. κουκουρουκιά
  58. κουκουρούκου μανταλάκια
  59. κουλά
  60. κουραφέξαλα
  61. κουρλά (Κεφαλλονιά, κουρλός= τρελός)
  62. κουταμάρες
  63. κουτουράδες
  64. κουφά
  65. κουφαμάρες
  66. κρετινισμοί
  67. Λασκολογίες
  68. λαφαζανιές (κυπριακό)
  69. λήροι
  70. ληρωδίες
  71. λωλάδες (Θάσος)
  72. μαβλακείες
  73. μακακίες
  74. μαλακίες
  75. μαλακίες στο πάτερο
  76. μα-μου ιστορίες
  77. μαρσίρες
  78. μασάλια
  79. ματαιολογίες
  80. μερελιές (Πατρινό)
  81. μερεμέτια
  82. μιναριές(Πατρινό)
  83. μουρλάδες
  84. μούφες
  85. μπαγκατέλες
  86. μπαλαφάρες
  87. μπανταλά, τα
  88. μπαπατάτες
  89. μπαρμπούτσαλα ή μπουρμπούτσαλα
  90. μπαρούφες
  91. μπίρι-μπίρι
  92. μπλα μπλα
  93. μπαρτζολέτες
  94. μπούρδες
  95. μπουρδολογίες
  96. μπουρμπουλήθρες
  97. μπούρου-μπούρου μαλακίες
  98. μπόφκες
  99. μωρία
  100. μωρολογίες
  101. ξεροκεφαλιές
  102. ξουρίες του μπαρμπέρη
  103. ό,τι νά 'ναι
  104. παλαβάδες
  105. παλαλά, τα
  106. παπάντζες (αγρινιώτικο)
  107. παπατζιλίκια
  108. παπαραλήρημα
  109. παπαρδέλες
  110. παπαριά καμαρωτή
  111. παπάρες
  112. παπάρια μέντολες / μάντολες
  113. παπαριές
  114. παπαριές μανίτσα μου
  115. παπαρολογίες
  116. παπαρούπες
  117. παραλογισμοί
  118. παραμυθιάσματα
  119. παρλαπίπες
  120. πατάτες
  121. πέη πουά
  122. πελάρες (κυπριακό, λαλώ πελάρες)
  123. περικοκλάδες
  124. πίπες
  125. πίτσες μπλε
  126. πομφόλυγες
  127. πούτσες μάλλινες
  128. πούτσες μπλε
  129. πουτσίδια
  130. ρουβάδες
  131. σαχλαμάρες
  132. σαχλαμπούχλες
  133. σάχλες
  134. σαψαλίκια
  135. σεντίνες
  136. σερσεμιές
  137. σιουφίνες (γιαννιώτικο)
  138. σκουπίδια
  139. σούξου μούξου
  140. σούξου μούξου μανταλάκιακαι τα ρέστα καραμέλες
  141. σοφιστείες
  142. τούβλα
  143. τον πούτσο κλαίγανε
  144. τρίχες
  145. τρίχες κατσαρές
  146. τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες
  147. τσαμπουνίσματα
  148. τσουμτσούκια
  149. τσούτσες
  150. ύθλοι
  151. φαντασιοκοπήματα
  152. φληναφήματα
  153. φλήναφοι
  154. φούμαρα
  155. φούσκες
  156. χαζά
  157. χαζολογήματα
  158. χαζομάρες
  159. χειρηλασίες
  160. χοντράδες
  161. χοντροκοπιές
  162. ψευτιές

Σχετικά: 1. άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
2. από την πόρτα σου περνώ...
3. άρτσι μπούρτσι και λουλάς
4. γκάου
5. ζαβαρακατρανέμια
6. καλά κρασιά
7. καλά, πιάσε μια Amstel
8. ό,τι θυμάται χαίρεται
9. ο,τινανισμός
10. ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή
11. τον πούτσο κλαίγανε
12. του Κίτσου η μάνα κάθονταν
13. τρία πουλάκια κάθονται
14. ωραία φέτα
15. και το αυτοαναφορικό λημματολάσπη

«Σ' αγαπάω, αλλά
μη μου λες μπανταλά»

(από τραγούδι που ανέφερε χρήστης του μπλογκ του Σάραντ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «ευχαριστώ». Όπως λέμε σπέκια, σόρια.

Δεν είναι μόνο το θένκι - τα θένκια, αλλά πάει και με το thank you το οποίο συχνάκις ακούγεται «θένκγια».

- Πω! και γαμώ τα κουρέματα! Σπέκια!
- Θένκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγα λόγια για, στρίβε λόγια, ή, σε παραλλαγή: κοντά τα χέρια σου.

Δηλαδή μη λες πολλά γιατί την την έκατσες μεγάλε, θα σε ανασκολοπήσω.

Μάγκικη προειδοποίηση για όποιον παραφέρεται.

- Ναι καλά, είδα και τη μάνα σου τι κάνει...
- Ωωωωωωπ! Λίγα με τη μάνα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον Τριανταφυλλο το λέμε «όταν απευθυνόμαστε σε κπ. που έχει πρόθεση να χτυπήσει κπ. άλλο ή να αγγίξει, συνήθ. γυναίκα, προσβάλλοντάς την».

Το λέμε όμως και γενικότερα, μεταφορικά για μια κατάσταση, ή κυριολεκτικά για ένα αντικείμενο κλπ.

Η υποφαινομένη, όταν ήταν μικρή, νόμιζε ότι της έλεγαν να πλησιάζει αντί να απομακρύνεται (κοντά=πλησίον...), γι' αυτό το νου σας μην την πατήσετε και σεις.

Συνώνυμα: μάζεψε τα χέρια σου, μαζέψου.

  1. - Ωπ! Ωραίο εργαλείο, να παίξω λίγο;
    - Κοντά τα χέρια σου...

  2. - Ωραίο μουνάκι έχει γίνει η αδελφούλα σου, ε;
    - Λίγα με την αδελφούλα μου και κοντά τα χέρια σου μαλάκα, θα σου σκίσω τον κώλο, κανόνισε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.

Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.

Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.

  1. kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)

  2. (5Χ2) Καραμπαμπάμ!
    (από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)

  3. Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
    (από το νέτι)

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανατριχιάζω από συγκίνηση, πυρετό, κρύο, φτάρνισμα κλπ και ωσεκτουτού το δέρμα μου γίνεται σαν της μαδημένης κότας...

Προφ από το γαλλικό chaire de poule. Αντίστοιχη αγγλική έκφραση goose bumps (εδώ παίζει η χήνα).

Έκφραση όχι πολύ συνηθισμένη ούτε ιδιαίτερα εύχρηστη (πχ στον αόριστο είνα αηδία, «κοτοπούλιασα» -άσε που παραπέμπει στην Κοτοπούλη και πάει αλλού το πράμα).

Επίσης μπορεί να σημαίνει μαραζουλιάζω, κατσιάζω κλπ.

... όταν πήγα να πάρω το αυτοκίνητο, μύριζε αυτή την υγρασία και με έκανε να κοτοπουλιάζω. (από μπλογκ)

(από ironick, 12/11/10)Μαρίκα Κοτοπούλη (από allivegp, 12/11/10)

βλ. και κατσομαλλιάζω (-ομαι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μονολεκτική έκφραση «Ξίδι!» σημαίνει «να πιεις ξίδι!» και αντιστοιχεί στο «παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!» (άντε, σας έκανα και ρίμα).

Οι ρίζες της έκφρασης αυτής είναι πολύ παλιές, από τα χριστιανικά έπη, όπου περιγράφεται η σκηνή κατά την οποία προσφέρουν ξίδι στον Τζίζαντα:

«και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Κρανίου τόπος (στσ: Γολγοθάς) έδωκαν εις αυτόν να πίει όξος μεμιγμένον μετά χολής και γευθείς ουκ ηθέλησεν. Και εσταύρωσαν αυτόν…». (Ματθ.27.33), ή

«Μετά τούτο γινώσκων ο Ιησούς ότι πάντα ήδη ετελέσθησαν διά να πληρωθή η γραφή, λέγει· Διψώ. Έκειτο δε εκεί αγγείον πλήρες όξους· και εκείνοι γεμίσαντες σπόγγον από όξους και περιθέσαντες εις ύσσωπον προσέφεραν εις το στόμα αυτού. Ότε λοιπόν έλαβε το όξος ο Ιησούς, είπε, Τετέλεσται· και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάννης ΙΘ: 28-30).

Μην κολλήσουμε τώρα στο τι ακριβώς συνέβη τότε, κανείς μας δεν ήταν εκεί, οι θεολογικές συζητήσεις αιώνων δεν το έχουν λύσει και πάντως δεν είναι της παρούσης ή του σλανγκρ το θεματάκι αυτό.

Το ξίδι αυτό υποτίθεται ότι ήταν ένα μείγμα ναρκωτικών ουσιών με βάση το ξίδι, το οποίο μείγμα έδιναν οι Ρωμαίοι σε όσους σταυρώνανε, για να μαστουρώνουν κατά τη σταύρωσή τους και να μην πολυπαίρνουν χαμπάρι την πολυήμερη πορεία τους προς τον θάνατο από πόνο, πείνα και δίψα. Ωραίες εποχές.

Γενικά όμως, ακόμα και σήμερα, το ξίδι θεωρείται, παρά την άκομψη γεύση του, κατευναστικό: φάρμακο κατά των κρίσεων άσθματος, της ταχυπαλμίας κλπ (άσχετα αν σου γαμεί το στομάχι). Άρα, ενδέχεται πράγματι να δόθηκε στον τζίζαντα για να καταπραΰνει τον σωματικό τε και ψυχικό πόνο της σταύρωσης, αλλά ούτος το αρνήθηκε, όχι μόνο (λέω εγώ και πιθανόν και άλλοι) επειδή δεν του άρεσε, αλλά επειδή σκοπός του δεν ήταν η ανακούφιση.

Ο λαός ημών όμως, μάλλον δεν φαντάστηκε ή δεν πίστεψε ποτέ του ότι το ξίδι είναι φάρμακο: σα να ένιωσε ότι ήταν προσβολή απέναντι στον ημίθεο η πρόποση με ξίδι. Έτσι λοιπόν, όταν ο λαός θέλει να πικάρει κάποιον που έχει παρεξηγηθεί από δική του κόμπλα, δηλαδή αδίκως, του λέει «να πιεις ξίδι!», με σκοπό να γίνει χειρότερη η ενόχλησή του, ως τιμωρία/εκδικησούλα για το πόσο μαλάκας παρεξηγιάρης είναι. Θα έπρεπε ωσεκτουτού να αποτελεί ύβρη (για όσους πιστεύουν) ο υπαινιγμός και η αντιστοιχία της έκφρασης αυτής με το χριστιανικό επεισόδιο, αλλά μπα.

Σλανγκασίστ: τζονμπλάκ

  1. πειράχτηκες φίλε μου;
    Δεν το περίμενα
    από ένα τόσο πνευματώδες άτομο
    σαν κι εσένα.
    Ξίδι!
    (από σχόλιο χρήστη μας προς χρήστη μας)

  2. Όλοι ξέρουμε τη φράση: «Ξύδι για τα νεύρα». Τι εννοούμε άραγε με τη φράση αυτή; Το ξύδι είναι τονωτικό και ευφραντικό όπως είπαμε παραπάνω το έπιναν οι Ρωμαίοι στρατιώτες... κάτι ήξεραν! Και έτσι όπως βλέπω τον κύριο δίπλα στη φώτο μου έρχεται να του πω:
    Να πιείς ξύδι κύριε- νεύρα!!! Άμα ζορίζεσαι, να πιείς ξύδι!
    (από το νέτι)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πολλά φιλιά». Κλείσιμο επιστολής ή μέιλ, νεότερη κοπή του ΧΧΧ. Δες και ΜΦΧ.

επιστολή α
μπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλα
μπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλα
μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα
ΦΦΦ

απάντηση:
μπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλα
μπλαμπλαμπλα
μπλα
φιλικά Νίκος

Got a better definition? Add it!

Published

Το σκάω, την κοπανάω, τηγκανά, γίνομαι φιδίσιος επειδή με κυνηγάνε.

Τη νύχτα διαδραματίζονται όσα δεν πρέπει να δει ο ήλιος υπό τον οποίον, ως γνωστόν, ουδέν κρυπτόν. Όταν λοιπόν έχεις τάσεις φυγής και θες να εξαφανιστείς από προσώπου γης επειδή έχεις γνώση της μαλακίας σου και του ότι κάποιος βρίσκεται στο κατόπι σου, περιμένεις, σύμφωνα με την παλιά καλή συνταγή, να πέσει η νύχτα -και το σκας «από την πίσω πόρτα» με ελαφρά.

Σήμερα πια δεν χρειάζεται ντε και καλά να περιμένει κάποιος να πέσει το φως, βλέπετε ο ηλεκτρισμός και οι κάμερες έχουν αλλάξει τα πράγματα. Πού το καλό γνωστό βρωμερό μεσαιωνικό σοκάκι που γυαλίζει από την υγρασία ή την βροχή μέσα στο σκοτάδι. Παρόλ' αυτά όμως προτιμάται η νύχτα για τέτοιες (απο)δράσεις, είτε γιατί παρά το φως παραμένει σκοτεινή, ή επειδή η αρχέτυπη αυτή συνήθεια δεν πρόκειται να φύγει από το dna του ανθρώπου.

Εννοείται ότι η έκφραση είναι και τρόπος του λέγειν εκτός από κυριολεκτική. Επίσης χρησιμοποιείται και ως απειλή: «θα φύγεις νύχτα».

- Τι παίζει με το νέο αφεντικό;
- Καλά... Με τις λαμογιές που έχει κάνει, νύχτα θα φύγει...

λέλε! (από anchelito, 14/11/10)(από dryhammer, 12/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified