«Κάνω τα γνωρίσματα» σημαίνει έρχομαι σε πρώτη επαφή με το σόι αυτού / αυτής που θα παντρευτώ, γνωρίζω δηλαδή την οικογένειά του / της η οποία επίσης γνωρίζει εμένα και τους δικούς μου.

Την έκφραση άκουσα από κάποιον που κατάγεται από την Ν. Αρκαδία και μου είπε ότι πρόκειται περί τοπικού ιδιωματισμού (συγκεκριμένα από το χωριό Κοσμάς). Πιθανόν όμως να λέγεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

- Τι θα κάνετε αυτό το Σαββατοκύριακο; Πάμε καμιά εκδρομούλα;
- Δεν γίνεται, έχουμε τα γνωρίσματα. Το άλλο.

Για παρόμοιες ή συνώνυμες εκφράσεις από άλλα μέρη της Ελλάδας βλ. προς το παρόν τα μπολντ στα σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εϊτίλα περίπου, για τον ούμπερ γαμίκο, για τον άπληστο γαμιά που την πέφτει σε ό,τι θηλυκό βρει μπροστά του, ακόμα κι αν πρόκειται για ζώο. Εννοείται μεταφορικό.

ΠαράκληΣη: μη μου αρχίσετε τα αστειάκια ή τα μήδια με γάτες ή άλλα ζώα ή ξερωγω παιδάκια, με χαλάνε...

  1. Καλά ο Μήτσος δεν αφήνει ούτε θηλύκια γάτα. Πραγματικός Ευρι-πήδης! (από το δικό μας λήμμα Ευρι-πήδης)

  2. Το αγόρι τούτο δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα να περάσει χωρίς να την τσεκάρει και με τον καιρό -όση καψούρα κι αν είχε για εσένα- θα σε αντικαταστήσει με... (κόβεται).

  3. Δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα να τον προσπεράσει στο δρόμο χωρίς να την πάει στο κρεβάτι.

  4. Δεν έχουν αφήσει ούτε θηλυκιά γάτα! Είσαι παντρεμένος άνθρωπέ μου; Κάτσε στην φωλιά σου και λούφαξε, τι μου παίρνεις τους δρόμους και το παίζεις τζόβενο...

(διχτυωτά ούλα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα / γυναίκα / κορίτσι που έχει γεροδεμένα από κατασκευής ή/και χοντρά μπούτια, τα οποία βγάζουν μάτι.

Βλ. και πόνι. Αντίστοιχος αντρικός χαρακτηρισμός: τσολιάς.

  1. - Γαμώ τα παστάκια η Ελενίτσα.
    - Λίγο μπουτού για τα γούστα μου.

  2. Δεν μου πάνε τα στενά παντελόνια, είμαι λίγο μπουτού.

(από sstteffannoss, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνοντας ότι δεν μυρίζω τη μπόχα. Έτσι μόνο καταφέρνω, εφόσον η στιγμή το επιτάσσει, να πραγματοποιήσω κάτι εξαιρετικά δυσβάσταχτο.

Πολύ φορέθηκε η έκφραση αυτή στις φετινές επαναληπτικές εκλογές.

- Τελικά θα ψηφίσεις ή κλασικά αποχή;
- Θα ψηφίσω γαμώ την ώρα μου μέσα...
- Τι;
- Με κλειστή τη μύτη, τον ΧΨΖ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα που εργάζεται μαύρα, η μη δηλωμένη στην εφορία.

Κατ' επέκταση, η όποια γυναίκα συμπεριφέρεται σαν πουτάνα (κυριολεκτικά, μεταφορικά, στ' αλήθεια, στη φαντασία αυτού που την κατηγορεί κλπ), δηλ. μειωτικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που θέλουμε να την πούμε πουτάνα, αλλά είναι πιο πουτάνα κι από πουτάνα, ή απλώς δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη αυτή και λέμε μια πιο κόσμια.

  1. - Τι κάνει ο Αντρέας αυτόν τον καιρό, πηδάει καμιά στάλα;
    - Ε, έχει βρει κάτι αδήλωτες και τις κανονίζει...

  2. - Να τη χαίρεσαι Σάσα μου τη νυφούλα σου, φαίνεται άξιο κορίτσι!
    - Ποια, η αδήλωτη που μου κουβάλησε στο σπίτι;;;

  3. (μετά από κάποιους μήνες, ο γιόκας της κας Σάσας, στη γυναίκα του):
    - Ίσα μωρή αδήλωτη που θα μου πεις ότι δεν με κεράτωσες με όλο το Μπουρνάζι, άι χάσου μη σε κασιδιάσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Με κοπριά και καλό πότισμα, τα ζαρζαβατικά φτουράνε καλά.

Βουκολικόν και κλασικόν.

Μα φυσικά και σου βγήκαν τόσες δα οι πατάτες, δεν κόπρισες αρκετά... Δεν έχεις ακούσει που λένε οι παλιοί «με σκατό και με νερό γίνεται λάχανο γερό»;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρέχα γύρευε τρεχαγυρευόπουλος, καλά νταξ, πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το, άντε βγάλε άκρη, κττ.

- Άμα μου τη φέρει θα έχει να κάνει μαζί μου ο μουνίκακας...
- Καλά, Λούης θα γίνει κι άντε μετά πιάσε τον κασίδη και πάρ του τα μαλλιά...

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά (βλ. παρ.1): βάζω λεμόνι σε κάποιο έδεσμα, κυρίως στην προπαρασκευή του (απλή επάλειψη ή μαρινάρισμα). Το λεμόνι, εκτός από αρωματικό, είναι και αντισηπτικό.

Μεταφορικά (βλ. υπόλοιπα παραδείγματα): γυροφέρνω ένα θέμα, το φέρνω με τρόπο, το καθυστερώ (όπως λέμε το λιβανίζω), το τραβάω κλπ.

Θα έλεγα κυρίως: το παραποιώ -με την έννοια του «ωραιοποιώ», καθότι το λεμόνι με το άρωμά του διώχνει μυρωδιές και αρώματα που δεν μας είναι ευχάριστα (πχ. την κρεατίλα ή την κοτοπουλίλα).

Υπάρχει και αντίστοιχα το πορτοκαλίζω, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το γνωστό πια και το οποίο έχω συναντήσει μόνο στον Αλεξάνδρου, με την ίδια σημασία με το λεμονίζω, βλ. παρ. 4.

Disclaimer: τη λέξη δεν βρήκα σε κανένα από τα λεξικά που διαθέτω, ωσεκτουτού η ερμηνεία (κυρίως η μεταφορική) είναι εντελώς τελείως δική μου.

  1. Πλένετε και καθαρίζετε τα ψάρια (μπορείτε να βάλετε γαύρο ή μπακαλιάρο ή γαλέο κλπ). Τα αλατίζετε και τα λεμονίζετε. Τα τοποθετείτε σε ταψί και από πάνω βάζετε τα κρεμμύδια κομμένα σε ροδέλες, το σκορδο και το μαϊντανό ψιλοκομμένα και καλύπτετε με τα ντοματάκια.

  2. Για να μην λεμονιζω το θεμα ουτε ο Μπαγιεβιτς (που δεν τον γουσταρω μια) ετρωγε 4 στο γηπεδο του.

  3. Με την Κέρκυρα παίζουμε. Λεμονίζεις επικίνδυνα.

(όλα τα παραπάνω από το νέτι).

  1. Κι έρχεται, που λες, η λεγάμενη το πρωί, νωρίς τα χαράματα, ντυμένη στο λούσο. «Τι μού 'ρθες», της λέω, «και μου λεμονίζεις, τι μού 'ρθες», της λέω και μου πορτοκαλίζεις; Φ. Ντοστογιέβσκι, «Έγκλημα και Τιμωρία», μτφ. Άρης Αλεξάνδρου (ναι, πάλι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχασμένη (και ουχί αδίκως) εϊτίλα, παρόμοια με το «χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσ(ι)ο», καθώς και με το περίφημο παρεμφερές στιχάκι «φύσα αγέρα φύσα, να στεγνώσουνε τα χύσ(ι)α» ή «φύσα αγέρα φύσα, για να στάξουνε τα χύσ(ι)α» (το οποίο, κατ' εμέ, δεν βγάζει νόημα), κλπ.

Από αυτά που λέγονταν κάποτε είτε στα τσοντάδικα ή, πιο διαδεδομένα, για να δείξουμε και καλά ότι τολμάμε να μιλάμε πρόστυχα.

  1. Στα τσοντάδικα είκοσι χρόνια πριν και βάλε. {ΑΛΑΣΚΑ,ΟΜΟΝΟΙΑ,ΑΡΙΩΝ,ΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑ κτλ...} εν μέσω κάπνας, σκοτάδι, και τα πουσταριά να περιφέρονται και «Κοκ τοστ,εκλέρ, σάμαλι στο διάλειμα!»
    Εκτός από το βάλε ΦΩΣ ρε μαλάκα.....κάρβουνο! ακούγονταν και τα εξής.
    Χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσιο!
    Χύσε Κώστα να φτιάξουμε κομπόστα!
    Χύσε Σωκράτη να πλημηυρήσει το Παγκράτι!
    Παλιές ωραίες καταστάσεις! ;D

  2. Με λένε Κώστα.
    Όσοι είναι συνονόματοι σίγουρα θα έχουν ακούσει εκατοντάδες φορές την κρυάδα “Χύσε Κώστα Να Κάνουμε Κομπόστα”. (για λόγους που δεν έχω καταλάβει, η παραπάνω ρίμα σε κάποιους φαίνεται αστεία και την επαναλαμβάνουν συχνά).

(αμφοτεροτερότερα από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified