Καθαρίζω από τα σκατά (δεν θέλετε να μάθετε πώς, αλλά σε όλους μας θα τύχει μια μέρα...) κάποιον που έχει χεστεί πάνω του. Ωραία πράγματα δηλαδή.

Ξεσκατώνουμε:
α. το μωρό μας,
β. τον γέρο μας,
γ. τη γριά μας,
δ. τον σκύλο ή την γάτα μας (στην περίπτωση της γάτας, μπορεί να μιλάμε απλώς για το καθάρισμα της άμμου της).

Το α. και το δ. τέσπα παλεύονται. Τα β. και γ. όμως, με τίποτα - μπλέκει και το ψυχολογικό στη μέση, βλέπετε.

Την ωραία αυτή δουλειά, η οποία μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις (ανάλογα με το ποιος έχει φάει τι ή με το ποιος πάσχει από τι), την κάνουμε είτε εμείς οι ίδιοι, ή κάποιος άλλος τυχερός, συνήθως γυναίκα.

Να μη συγχέεται με το ξεσκατίζω.

Αγάπη, σειρά σου σήμερα να ξεσκατώσεις τον μικρό γιατί νιώθω μια κούραση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη junk που σημαίνει χίλια δυο, κυρίως το σκουπίδι, το του πεταματού, το άχρηστο. Ο χαρακτηρισμός κολλάει παντού. Ναι μεν το λέμε κυρίως για φαγητό (πχ για τα Goody's ή για κανα βρώμικο), αλλά παίζει και για καταστάσεις, εκπομπές τηλεόρασης, ένδυση, γενικά για οτιδήποτε φτηνιάρικο.

- Πάμε να δούμε την καινούργια ταινία του Λαρς;
- Ωχ όχι απόψε! Προτιμώ να κάτσω να δω κανα τζανκ στην τηλεόραση να χαζέψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον μέγα μιζερομίζερο τσιφούτη Ebenezer Scroodge του Ντίκενς (Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι) και κυρίως αργότερα από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ του Ντίσνεϋ, μας έμεινε να αποκαλούμε Σκρουτζ κάθε τσιγκούνη και σφιχτό με τα λεφτά άνθρωπο.

Σκρουτζιές, λοιπόν, είναι οι μικρο-λογαριασμοί, οι λογαριασμοί επιπέδου κουμπαρά και όχι οι μεγάλοι οικονομικοί υπολογισμοί (εφορεία, δάνεια και τέτοια). Σκρουτζιές κάνουμε όταν βάζουμε κάτω τα μικρο-οικονομικά μας, π.χ. τα έσοδα του μήνα που θα γίνουν έξοδα, τα μικροχρέη του ενός προς τον άλλον, του καθενός μας προς ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα κλπκλπ, οι λογαριασμοί δηλαδή που κάνουν τους καλούς φίλους / συνεργάτες / ζευγάρι / αδέλφια / συγκατοίκους κλπ και που, αν δεν γίνουν σωστά ή στην ώρα τους, αποτελούν μέγα θέμα για καυγά και γκρίνια.

Μωρό μου πληρώθηκα σήμερα, έλα να κάνουμε σκρουτζιές να δούμε τι έχουμε και τι θα μας μείνει...

(από Dirty Talking, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαργκόν των τεχνικών των οπτικοακουστικών μέσων, οι οποίοι χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά προγράμματα επεξεργασίας εικόνας και ήχου (πχ Avid, Premiere, Final Cut).

Είναι η διαδικασία κατά την οποία παίρνει σάρκα και οστά το χ εφέ που έχει προστεθεί στην εικόνα ή στον ήχο. Δηλαδή το έχεις μεν δουλέψει εσύ μέσω εντολών, αλλά για να το δεις μπροστά σου πρέπει να προηγηθεί το ρεντάρισμα ή ρέντερ.

Από το αγγλικό rendering.

- Τι έγινε, πώς και κάνεις διάλειμμα και δε λιώνεις στη δουλειά;
- Τό' χω και ρεντάρει τώρα και είπα να κάνω μια βόλτα μέχρι το περίπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πηλίκιο του ναυτάκου (που λέει κι ο Χότζας), του ναυτάκου που υπηρετεί στο πολεμικό ναυτικό. Προφάνουσλυ λέγεται έτσι γιατί είναι πλακέ και λευκό και θυμίζει ασπιρίνη. Θα έλεγα ότι θυμίζει καλύτερα το παλιό ντεπόν, το οποίο όμως μάλλον δεν υπήρχε την εποχή που βαφτίστηκε έτσι το καπελίνο αυτό.

Λέγεται και τάπα.

Ασίστ -ερήμην του: Χότζας στο πού τρώς ψωμί εσύ;

«Στη διάλεκτο της ηρωικής ναυτοσύνης Λουκάνικο είναι ο μακρόστενος σάκος από καραβόπανο που σου δίδει η υπηρεσία με τις κουβέρτες, τις πετσέτες, κάτι σώβρακα, παντόφλα 'πήγασος με το νύχι στο βγάλσιμο' (αθάνατε Χαρι Κλιν!!!), στολή, άρβυλα, κάλτσες, μαχαιροπήρουνα και φυσικά την … Ασπιρίνη δηλαδή το πηλίκιον του ναύτου! Ένα ΙΚΕΑ δηλαδή, ντύνει στολίζει νοικορεύει σε ναυτική συσκευασία!»

(από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μακρυμάλλης ή ο κοτσίδας ή γενικά ο άντρας με μη κοντοκουρεμένο μαλλί.

(στην πόρτα του ψωνιοκλάμπ Ροκενρόλ, αληθινή ιστορία του 1995:)
- Φίλε, δεν μπορείς να μπεις...
- Γιατί;
- Δεν σερβίρουμε μαλλιάδες.
- Α, καλά που μου τό' πες γιατί και γω δεν τους τρώω.
(ακολουθεί τσαμπουκάς)

(από patsis, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς καθώς και η ανάλογη φυτεία. Συνθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τις χασισοκαλλιέργειες. Η λέξη παίζει και με το πράσινο μίας έτσι κι αλλιώς κατάφυτης περιοχής.

- Ωραίο χωριό το (Χ)...
- Ναι, έχει πολύ πράσινο...

Τhe Kinks - The Village Green Preservation Society (από allivegp, 06/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις - σχήμα οξύμωρον. Ένας γαμημένος δεν μπορεί να είναι μαλάκας, ούτε ένας μαλάκας μπορεί να είναι γαμημένος. Όμως ο γαμημένος μαλάκας είναι μια υπερθετική βρισιά που τα χωράει και τα λέει όλα. Το υποκείμενο, δηλαδή, είναι και γαμημένος, και μαλάκας.

Κλασικά εικονογραφημένα: ο μπροστινός ταξιτζής πάει με 24 χλμ/ω, φλυαρεί με τους πελάτες του, φτάνει στο φανάρι, αψηφά το γεγονός ότι είναι πράσινο, έχει πιάσει και τις 2 λωρίδες, κοντοστέκεται στο περτικαλί και, πάνω που κοκκινίζει, περνάει, εννοείται -και συ έχεις μείνει στο κόκκινο γεμάτος απανωτά εγκεφαλικά, έλκη, καρκίνους, εμφράγματα. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι:
- Τι πο-λύ γαμημένος μαλάκας που είσαι ρε αρχιδομούρη, τημάναπουσεπέταξετοκέρατόμουμέσα, γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ε δεν φταίω εγώ που πάλι θα μιλήσω για αηδίες, η κροκοδειλίτσα το έθεσε στο ΔΠ (καλωσορίσατε κυρία μου).

Λοιπόν, το σφιχτοκούραδο είναι η πεμπτουσία ενός πολύ δύσκολου πρωινού χεσίματος. Είναι συνήθως ένα κουραδάκι τόσο δα, τύπου ποντικοκούραδο, το οποίο μετά από πολύ κόπο (δεν το πιάνει καλά ο σφιγκτήρας) βγαίνει και κάνει πλιτς, μόνο και μόνο για να μας πει «καλημέρα, έχεσες πάλι σήμερα, δεν είναι ότι έχεις πρόβλημα, απλώς δεν είναι πολλά, μπορείς να πας στη δουλειά σου».

Μπορεί όμως να είναι και μια αυτοκρατορική κουράς, σφιχτή και βαριά, απ' αυτές που πέφτουν με αντήχηση που θυμίζει ομοβροντία και κατόπιν εξαφανίζονται στο βάθος του απόπατου προτού καλά-καλά προλάβεις να σηκωθείς -κι έτσι όταν κοιτάς μέσα στη χέστρα δεν βλέπεις τίποτα.

Το σφιχτοκούραδο συνήθως μας ταλαιπωρεί πολύ. Πρώτ' απ' όλα μέχρι να φτάσει στο ορθόν, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση, μελέτη, γιόγκα, αυτοανάλυση, αυτοσυγκέντρωση, αυτομασάζ, αναπνοές. Θα προηγηθούν οπωσδήποτε εισαγωγικές κλανιές που ανακουφίζουν την περιοχή ώστε να μπορέσει η κουράς να πέσει. Και μόοολις ξεμυτίσει, μας έσκισε. Γιατί είναι σκληρό. Γιατί προεξέχουν διάφορα πράγματα τα οποία δεν θέλουμε να ξέρουμε τι είναι και γιατί δεν τα καλοχωνέψαμε. Γιατί πιάνει τις αιμοροΐδες μία μία και τις ξεκάνει. Γιατί οι κοιλιακοί και τα λοιπά σωθικά μας έχουν παίξει να προσπαθούν. Και μετά απ' όλο αυτό, στάζει κι ένα δάκρυ.

Αν είναι μικρούλι το σφιχτοκούραδο, απλώς γαργαλάει λιγουκάκι. Μας αφήνει όμως με την έκφραση μη ικανοποίησης στη μούρη. Ότι δεν χέσαμε καλά σήμερα.

Όλα τα παραπάνω αφορούν κυρίως τα σερνικά σφιχτοκούραδα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και θηλυκά. Στα θηλυκά, είναι σχεδόν όλες τις φορές θέμα δυσκοιλιότητας. Έχεις μαζέψει μέρες ολόκληρες και δεν μπορείς. Στα αρσενικά όμως, πολύ συχνά είναι θέμα διατροφής.

Η μπόχα του σφιχτοκούραδου είναι χαρακτηριστική. Είναι πολύ περιεκτική και κατά περίεργο τρόπο θυμίζει την μπόχα του παιδικού σκατού, ε φτάνει πια μας αηδίασες, γράψε και για τίποτ' άλλο, γράψε για την τριανταφυλλίλα, ναουμ.

- Τι σκατά έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα σήμερα που βιάζομαι ρε πστ!
- Πάλευα με ένα σφιχτοκούραδο. Μ' έσκισε το γαμημένο.

Got a better definition? Add it!

Published