(Ραδιοφωνική αργκό)

Στις ραδιοφωνικές εκπομπές λόγου, υπάρχουν δύο τρόποι να διακόψεις μετά μουσικής την πάρλα του εκφωνητή: «μουσικό διάλειμμα» (δηλαδή τραγούδι) ή «μουσική γέφυρα».

Η γέφυρα είναι συνήθως ορχηστρικό κομμάτι, όχι εντελώς χαλαρό και ψόφιο και για υπόκρουση μόνο - όπως το χαλί. Θεωρητικά. Πρακτικά, πολλές φορές το ίδιο ορχηστρικό λειτουργεί και ως χαλί και ως γέφυρα, και το μόνο που αλλάζει είναι η ένταση του ήχου. Δεν ψάχνουμε καινούργιο κομμάτι κάθε φορά, αλλά κάθε εκπομπή έχει τη δική της γέφυρα, (ή/και χαλί), που λειτουργεί ως αναγνωρίσιμο σήμα, συχνά περισσότερο κι από το καθαυτό σήμα (δηλαδή τους τίτλους αρχής).

Χρησιμοποιούμε γέφυρα αντί τραγουδιού όταν μένει λίγος χρόνος για γέμισμα (κάτω από ένα λεπτό, πες, άντε δύο). Διότι άμα βάλεις τραγούδι εκεί, αναγκαστικά θα το σφάξεις και ακούγεται άσχημα. Αυτή η πίεση χρόνου μπορεί να συμβεί όταν:

  • Ο εκφωνητής/παραγωγός θέλει να διακόψει την πάρλα για λίγο. Ας πούμε, μπορεί να θέλει να ψάξει μια στιγμή κάτι στα κιτάπια του και μετά να συνεχίσει. Η να θέλει να αλλάξει θέμα συζήτησης, οπότε κοτσάρουμε κάτι στο ενδιάμεσο, για να μην τα λέει όλα μονοκοπανιά.
  • Κοντεύουν οι διαφημίσεις (ειδήσεις ή μετεωρολογικό δελτίο ή ο,τιδήποτε προγραμματισμένο) και ο εκφωνητής δεν προλαβαίνει να πει αυτό που έχει ετοιμάσει, οπότε το αφήνει για μετά.
  • Κάτι πήγε στραβά. Ο εκφωνητής πνίγηκε με το φρέντο του ή έφαγε κόλλημα και δεν ξέρει τι να πει, η συνέντευξη-κονσέρβα αποδείχθηκε κακογραμμένη, το τραγούδι κόπηκε μόνο του χωρίς κανένα προφανή λόγο, έπεσε η ζωντανή σύνδεση με το ματς Πέρα Παναγιάς - Δώθε Παναγιάς, στο στούντιο πέφτουνε σοβάδες, γίνεται Δευτέρα Παρουσία και τα λοιπά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η γέφυρα είναι η καβάντζα του ηχολήπτη.
  1. Εκφωνητής: Στέλιο, μόλις διαβάσω το κείμενο περί μνημονίου, βάλε να παίζει το «Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα, κλαίει κλαίει κι η Παναγιά». Μα πού τα βρίσκω ο πούστης!
    Ηχολήπτης (ανοίγει μικρόφωνο): Έγινεεε.
    Ηχολήπτης (κλείνει μικρόφωνο): Ρε παπάρα ποιητή Φανφάρα, εσένα τα κείμενά σου έχουν τον ατελείωτο. Κάθε μα ΚΑΘΕ φορά, μέχρι να τα πεις πάει ακριβώς και κόβουμε για δελτίο. Σιγά μη μας μείνει χρόνος για τραγούδι σήμερα! Γέφυρα και πολύ σού είναι.

  2. - Τι έγινε εδώ; ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΕΔΩ; Γιατί δεν εκπέμπουμε; ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΣΗΜΑ;
    - Ό... ό... όχι, κυρία Σοφία, απλά, να, το σιντί είναι χαλασμένο και ακουγόταν χάλια, οπότε το σταμάτησα, και...
    - Και τι περιμένεις, ζώον; ΡΙΞΕ ΓΕΦΥΡΑ! ΤΩΡΑ!

Clubbed to Death - κάνει για γέφυρα, ειδικά απ\' το 0:25 και μετά (από Pirate Jenny, 26/05/11)ΔΕΝ κάνει για γέφυρα... (από Pirate Jenny, 26/05/11)Πίσω απ\' το τζάμι, προς ηχολήπτη: "βάλε γέφυρα" (από Pirate Jenny, 26/05/11)Πίσω απ\' το τζάμι, προς ηχολήπτη: "βάλε τραγούδι" (από Pirate Jenny, 26/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εν λόγω διαμάντι ήρθε να προστεθεί στην ένδοξη παράδοση της Κουτσουμπήλως, του Γκουντουμπήτρου και του Γκεραπιού, το σωτήριο έτος 1992. Πρόκειται για το «Killing in the name of» των Rage against the Machine, όπου ο διαρκώς επαναλαμβανόμενος στίχος «now you do what they told ya» μεταμορφώνεται σε «και του το 'πα του πούστη».

Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι η φράση δεν έχει καμία σχέση με τους φθόγγους που όντως ακούγονται στο τραγούδι. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται για παράκουσμα, όχι μόνο τουλάχιστον (άλλωστε, εκείνη την εποχή, τα αγγλικά ήταν πλέον λίγο-πολύ οικεία στους Έλληνες, τουλάχιστον για το target group συγκροτημάτων όπως οι RATM).

Πιθανότερο θεωρούμε να προέκυψε επειδή ταιριάζει ΑΨΟΓΑ στον ρυθμό, στο μέτρο, στο ύφος και στην εκφορά. Εξού και τραγουδήθηκε με πολύ πάθος και πολύ headbanging από ένα σωρό κόσμο που ήξερε μια χαρά να πει το «σωστό» - ΑΝ ήθελε, που ΔΕΝ ήθελε. Διότι φακ γιου, ρε, δε θα κάνει ό,τι του λες. Μαδερφάκεεεερ!

Και το υπερclassic και cult σημείο στο Killing in the name of των R.A.T.M, εκεί που λέει now you do what they told ya και αντικαταστάθηκε ως εξής: Και του το πα του πούστη. Εμείς οι βλαχοι, όπως λάχει... [από φόρουμ, σε συζήτηση για «misheard lyrics»]

(ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του πούστη. (ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του ΠΟΥΣΤΗ. (ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του ΠΟΥΣΤΗ! (ντούρουμ-ντουμ) Και του ΤΟ 'ΠΑ του ΠΟΥΣΤΗ!!! (ντούρουμ-ντουμ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΤΟΥ ΠΟΥΣΤΗ!!! (ντούρουμ-ντουμ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΤΟΥ ΠΟΥΣΤΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!! (σχιζοφρένεια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Κοκτέιλ που περιλαμβάνει πέντε «άσπρα» (διαφανή) ποτά, τα εξής τέσσερα: βότκα, ρούμι, τεκίλα και τζιν. Το πέμπτο είναι μπαλαντέρ, αναλόγως την παραλλαγή, και όχι πάντα άσπρο. Παίζει με μαρτίνι, με κουαντρώ, με κουρασάο (ή κουρακάο, για τους λαϊκούς τύπους), με ζαμπούκα και όχι μόνο.

Σερβίρεται σε ψηλό ποτήρι με πάγο, το μη αλκοολούχο συμπλήρωμα είναι συνήθως λάιμ ή λεμοναδίτσα, και μπαίνει και μια σταλιά κοακόλα για το χρώμα. Δυνατό, όχι και καταστροφή όμως. Επισήμως λέγεται Long Island Iced Tea, τουλάχιστον το ορίτζιναλ.

2. Υπερκαμένο «κοκτέιλ» που αποτελείται από πέντε άσπρα και τίποτα άλλο. Μόνο αλκοόλ, χωρίς χυμούς και αναψυκτικά και χαζά. Το μπαλαντέρ εδώ είναι όντως άσπρο, συχνότερα μαρτίνι ή ζαμπούκα, αλλά ενίοτε και εγχώριο απόσταγμα (ούζο, ρακή, τσίπουρο, ό,τι έχει ο καθένας). Κυκλοφορεί και σε τούρμπο: έξι άσπρα, εφτά άσπρα, και ούτω καθεξής.

Απευθύνεται κυρίως σε πιτσιρικάδες που μόλις άρχισαν να πίνουν, και πειραματίζονται με ενθουσιασμό μέχρι να πάθουν και να μάθουν. Ελαφρώς πασέ, πάντως (ευτυχώς).

1α. - Μόλις έχω γυρίσει από τις Κάννες, από το μέρος που ο μικροαστισμός συναντάει την ψευτογκλαμουριά πάνω από ένα κοκτέιλ Paradise (μικροί το λέγαμε και «πέντε άσπρα με blue Curaçao»). [κείμενο από Lifo]

1β. Long Island Iced Tea (5 άσπρα)

Υλικά: 1/2 μεζούρα Ασπρο ρούμι
1/2 μεζούρα Βότκα
1/2 μεζούρα Gin
1/2 μεζούρα Τεκίλα
1/2 μεζούρα Cointreau
1/2 μεζούρα Πορτοκαλάδα
splash Coca Cola
πάγος
ψηλό ποτήρι για long drinks
φέτα από πορτοκάλι για διακόσμηση

Εκτέλεση: Σε ένα σέικερ βάζουμε λίγα παγάκια με το Ρούμι, τη Βότκα, το Gin, την Τεκίλα και το Cointreau. Τα χτυπάμε καλά και αδειάζουμε το περιεχόμενο σε ένα ψηλό ποτήρι με παγάκια. Προσθέτουμε την πορτοκαλάδα και τέλος, μια σταλιά Coca Cola, ίσα ίσα για να θολώσει την πορτοκαλάδα και να δώσει το χρώμα του Iced Tea. Καλαμάκι και μια φέτα πορτοκάλι και έτοιμο το αυθεντικό Long Island Iced Tea. [μία συνταγή απ' τις πολλές]

2α. - Φίλε, μιλάμε, χτες πήγαμε στο Γιατομπουτσομπάρ, που ο μπάρμαν είναι κολλητός κιέτσ', και του είπαμε να μας βάλει το πιο δυνατό ποτό που ξέρει! Και μας έβαλε πέντε άσπρα, φίλε! Βότκα, ρούμι, τεκίλα και κάτι τέτοια! Ήπιαμε πέντε ο καθένας και τα 'δαμε όλα, φίλε!
- Πφφφ, αυτό δεν είναι τίποτα! Εμείς προχτές πήγαμε στο Κουκουρούκου, που ξέρουμε τον τύπο που το έχει, και μίλησε του μπάρμαν να μας περιποιηθεί κιέτσ', και μας έβαλε ΕΞΙ άσπρα! Ήπιαμε δέκα ο καθένας μονορούφι και ξερνάγαμε όλη νύχτα, γαμώ τις φάσεις μιλάμε!
- Πφφφφφφ, σας έχω όλους! Εμείς πήγαμε στο Ντιριντάχτα, που ξέρουμε τον πορτιέρη ναούμ', και είπε στου μπάρμαν να μας βάλει ΕΦΤΑ άσπρα! Δε θυμάμαι τίποτα!

2β. - Να δω τον Σημίτη τύφλα απο μοχίτος κι ας πεθάνωωωωωωω.
- Μοχίτο; Ενα σέικερ πέντε άσπρα σου βρίσκεται; [σχόλια από μπλογκ]

2γ. - [Θυμάμαι τα] πέντε άσπρα. Και μάλιστα υπάρχει ο μύθος οτι άμα αντικαταστήσεις την σαμπούκα με Μαρτίνι, γίνεται και καλά μπόμπα. Και σαν πιτσιρικάς έλεγα «ενα 5 άσπρα με μαρτίνι»... Φυσικά το 5 άσπρα βγαίνει κάτασπρο, είναι ένας εύκολος και φτηνός τρόπος να λιώσεις (το μοναδικό πεντακάθαρο κοκτέιλ). Αν βάλεις κάτι παραπάνω (π.χ. τσίπουρο... ), τότε έχεις κλεισει πρώτο τραπέζι στο νοσοκομείο.
- Θυμάμαι μπάρμαν που λάνσαρε τα «7 λευκά». Με πρόσθετο ούζο και Martini Dry. Αλλά δεν πινόταν. [από φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό Volkswagen Beetle (το ορίτζιναλ προπολεμικό, όχι αυτή η σαχλαμάρα που βγάλανε το 1998), άλλως γνωστό και ως σκαραβαίος ή σκαθάρι.

Σκαραβαίος είναι ο πιο επίσημος όρος και σκαθάρι είναι η πιο ακριβής μετάφραση, αλλά «κατσαριδάκι» είναι ο πιο συναισθηματικός και γούτσου-γούτσου τρόπος να αναφερθείς σ' αυτό το γλυκύτατο αυτοκίνητο. Είναι επίσης και ο συχνότερος (άλλωστε, η ταινία της Disney «Herbie the Love Bug», με τα κάμποσα sequel, μεταφράστηκε «Κατσαριδάκι, αγάπη μου»).

Η λέξη «κατσαριδάκι» βγαίνει απ' την κατσαρίδα (λόγω σχήματος, και καλά), και αυτό αμέσως-αμέσως συνεπάγεται: «ρε, δε σε παίρνει κανείς στα σοβαρά». Έχει όμως την κατάληξη -άκι, που είναι το κατεξοχήν χαϊδευτικό. Και όλο μαζί καταλήγει σε ένα σημαίνον που συμπίπτει εντυπωσιακά με το σημαινόμενο: κάτι που είναι σαράβαλο, αλλά το αγαπάς.

Βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά:

Πισωκούνα, άνετο τιμόνι αναλογικά (τεράστιο γαρ), sui generis κιβώτιο (η όπισθεν είναι πατητή και πίσω δεξιά), χαμηλό αμάξωμα που βρίσκει στους πετρόδρομους, μεγάλο ύψος για να σε παίρνει ο αέρας όταν φυσάνε τα μποφόρια κάθετα, αερόψυκτο, κάπου 1000-1500 κυβικά, χαρακτηριστικός ήχος (γρρρρρρούμπουγκρούμπουγκρούμπου), καίει τα κέρατά του, τα πάντα είναι απλές και γερές κατασκευές που όμως ενδέχεται να σου μείνουν στο χέρι λόγω παλαιότητας... Και πάλι, μιλάμε για ένα αμάξι-σκυλί, που τσουλάει και σε πάει εκεί που θες, ακόμα κι αν έχει κλείσει τα 50. Μακάρι κι εμείς στα χρόνια του έτσι...

Για ιστορική αναδρομή και τεχνικότερα χαρακτηριστικά (μηχανές, μοντέλα, εργοστάσια, πειράγματα, φτιαξίματα, βαψίματα, μηχανές Πόρσε, σκορ στο Παρίσι-Ντακάρ κλπ), ανοίχτε καμιά Wikipedia.

[όλα τα παραδείγματα βγαλμένα απ' τη ζωή]

  1. - Χτες το κατσαριδάκι μου μ' έκανε περήφανη! (σνιφ)
    - Τι έκανε;
    - Έσπασε όλα τα ρεκόρ ταχύτητας, και έκανα και διπλή προσπέραση στην εθνική!
    - Τι ταχύτητα δηλαδή;
    - 115 χιλιόμετρα την ώρα!
    - ...
    - Υπενθυμίζω ότι το κοντέρ τερματίζει στα 120. Και το κοντέρ είναι κυριολεκτικά μια οδοντογλυφίδα μπροστά από ένα χαρτονάκι, έτσι;
    - Και η προσπέραση;
    - Ήταν ένα φορτηγό που σερνότανε, κι από πίσω ένα Ραλλί κωλοφτιαγμένο που όλο πήγαινε να προσπεράσει κι όλο κώλωνε ο χέστης. Εγώ λοιπόν έρχομαι από πίσω με ευνοϊκό άνεμο, κατηφόρα, επιτάχυνση, και δυο-τρία χιλιόμετρα φόρα επειδή είχε άπλα ο δρόμος. Και σανιδώνω που λες, και προσπερνάω το Ραλλί που πήγαινε να προσπεράσει το φορτηγό!
    - Εύγε...
    - Βέβαια, αυτά δεν ξαναγίνονται, ήταν υπό ιδανικές συνθήκες. Επίσης, μετά απ' όλ' αυτά, πάλι με άφησε, ένα τετράγωνο πριν το σπίτι μου.
    - Αχ το καημένο το κατσαριδάκι τι τραβάει....

  2. Ρε συ, αυτά τα καινούργια αμάξα, πολύ περίπλοκα πράματα, δε βρίσκω τίποτα μες στη μηχανή. Ενώ το κατσαριδάκι ήταν σαν παιχνίδι. Όλα φάτσα φόρα. Για να ρυθμίσεις το ρελαντί, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να ρυθμίσεις κατά πού κοιτάνε τα φώτα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να καθαρίσεις φίλτρα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αλλάξεις πλατίνες, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αδειάσεις λάδια, ήθελες ένα κατσαβίδι. Το ίδιο κατσαβίδι!

  3. - Ναι χαίρετε, ΕΛΠΑ εκεί;
    - Μάστα.
    - Ξέρετε, είμαι συνδρομήτρια, και...
    - Α, το άσπρο κατσαριδάκι! Πάλι έμεινε;
    - Ε, ναι... Μα πού το ξέρατε ότι ήμουν εγώ; Δεν πρόλαβα να σας δώσω ούτε στοιχεία ούτε τίποτα!

(όταν οι ΕΛΠΑτζήδες -που είναι και πολλές βάρδιες οι άνθρωποι, δεν είναι ένας νύχτα-μέρ - σε αναγνωρίζουν κατ' ευθείαν απ' τη φωνή, κάτι κάνεις λάθος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατικός και παθιασμένος θαυμαστής συγκεκριμένων προϊόντων ή δημιουργών της ποπ κουλτούρας (η οποία περιλαμβάνει μουσική, κόμικς, βιβλία, σινεμά, τηλεόραση και τα συναφή, αλλά και brands, δηλαδή μάρκες, εταιρείες, μοντέλα συσκευών ή οχημάτων κλπ).

Αρχικά ο όρος περιοριζόταν σε ιδιαίτερα γούστα, σε πράγματα που ανήκαν στο περιθώριο είτε επειδή θεωρούνταν μπας-κλας (τα mainstream ΜΜΕ τα σνομπάρουν, οι κριτικοί τα θάβουν, το κοινό τα θεωρεί μυστήρια φρούτα και δε θέλει πολλά πολλά με δαύτα), είτε επειδή ήταν πανάγνωστα. Δηλαδή, κάποτε νοούνταν φανμπόι του Marvel Universe αλλά όχι του Michael Jackson. Στην πορεία, έγιναν όλα αχταρμάς, και πλέον μπορείς κάλλιστα να είσαι φανμπόι του σούπερ ποπ σταρ της χρονιάς (εβδομάδας) ή της πιο διάσημης και επιτυχημένης εταιρείας λογισμικού στον κόσμο.

Αρνητικά φορτισμένο, χαρακτηρίζει κάποιον τόσο θεαματικά σκαλωμένο, που είναι εντελώς αδύνατον να κάνει αμερόληπτη κριτική στο αντικείμενο του θαυμασμού του ή έστω να συζητήσει πολιτισμένα. Που το υπερασπίζεται μέχρι θανάτου σε πείσμα των γεγονότων, που παίζει και μπουνιές για πάρτη του χωρίς κανένα προφανή λόγο, «είπες κάτι για τη μάνα μου» φάση.

Θετικά φορτισμένο, χαρακτηρίζει αυτόν που αγαπάει κάτι επειδή το 'χει ψάξει εξαντλητικά, γνωρίζει τα πάντα επ' αυτού και, ενήμερος πλέον, δικαιούται να διατρανώνει την εν λόγω προτίμηση προς πάσα κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία.

Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, βέβαια. Τα φανμπόιζ θεωρούνται ακίνδυνα κατά μόνας, αλλά όταν μαζεύονται ή/και οργανώνονται, καλό είναι να αντιμετωπίζονται ψύχραιμα και από μακριά: μην τα τσιγκλάτε και μην τα ταΐζετε μετά τα μεσάνυχτα. Οι διαδικτυακοί πόλεμοι μεταξύ αντίπαλων φανμπόιζ είναι πάντα μια καλή εναλλακτική όταν δεν έχει τίποτα στην τηλεόραση.

Γένος: αρσ. φανμπόης, αρσ. ή ουδ. φανμπόι, θηλ. ή ουδ. φανγκέρλ.

Παράγωγο ουσιαστικό που φανερώνει ιδιότητα: φανμποϊλίκι

Ετυμ. < αγγλ. fanboy (έχει επίσης αποδοθεί σλανγκικώς ως πουτανάκι) < fanatic (φανατικός) < λατιν. fanaticus (ενθουσιασμένος) < fanus (ιερό) + boy (αγόρι) < μσν. boie (υπηρέτης, «παιδί»)

  1. «To Black Sabbath δεν είναι άλμπουμ. Είναι η απόδειξη ύπαρξης του Θεού στη Γή.»
    (τυπική δήλωση φανμπόι, απ' εδώ)

  2. ...εγώ πάλι ΟΝΤΑΣ φανμπόης του Λιντλ... (απ' εκεί)

  3. (σε συζήτηση για το αν θα έρθει Ελλάδα ο Roger Waters για την περιοδεία The Wall Live)
    - Αν γίνει θα πιστέψω στο Θεό :-) - Αν γίνει θα πιστέψω ότι το χρήμα ουδείς εμίσησε...
    - Με κίνδυνο να φανώ φανμπόι κι έτσι, απλά να πω ότι ο συγκεκριμένος κύριος είναι απο τις ελάχιστες περιπτώσεις στον χώρο της γενικότερης ρόκ, που μόνο για αυτό δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις.

  4. Απεχθάνομαι κάθε είδους φανμπόι αλλά στο θέμα Transformers είμαι το υπέρτατο φανμπόι (γυαλίζει την στολή και το κράνος του Megatron που θα βάλει στην πρεμιέρα)
    (δώθε)

  5. - Δεν ξέρω αν μιλάω σαν φανμποης, ούτως ή άλλως το Oceanic το έβαλα Νο1 στη λίστα, αλλά τουλάχιστον το Wavering Radiant είναι συγκρίσιμο με τα υπερέπη όπως σωστά είπες. [...]
    - Mιλάς σα φανμπόης, εγώ σαν τι μιλάω δλδ; Δεν είσαι μεγαλύτερος φανμπόης από μένα και αν θες βγες έξω να τις μετρήσουμε.
    (κείθε)

  6. Στην τελική οι Maiden είναι ένα από τα 2 αγαπημένα μου γκρουπς... ωραία; Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι έχουν κάνει μαλ*ες κατά καιρούς ή δεν ρουφάνε το αίμα των οπαδών κλπ... Αυτό λέγεται **φανμποϊλίκι το ξαναλέω... και ποτέ δεν μ' άρεσε..
    (σαπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προστάτιδα των ηχοληπτών.

Άλλο ένα ανέκδοτο που ξέφυγε, προέρχεται από μια σειρά σύντομων αστείων του τύπου «ποιο είναι το αγαπημένο γλυκό των ηχοληπτών;» «το καζάν-dB!» (KazandB, παρεμπιπτόντως, λέγεται και η εταιρεία που διοργανώνει τις συναυλίες του Μύλου στη Θεσσαλονίκη). Από κει πέρασε και στην καθομιλουμένη, κυρίως ως χιουμοράκι, αλλά και ως επίκληση στα θεία όταν γαμιέται ο Δίας.

Κανονικά, βέβαια, υπάρχουν δεκαεξακάναλες κονσόλες και όχι παναγίες (για κανάλια και φέτες δες εδώ), αλλά πρόκειται για προφανή αναφορα στα διάφορα ευφάνταστα και πολυσύλλαβα προσωνύμια της Παναγίας (Γαλακτοτροφούσα, Βρεφοκρατούσα, Αρκουδιώτισσα, Μυρτιδιώτισσα και δε συμμαζεύεται).

  1. - Να κάνω μια ερώτηση κρίσεως; Εμείς τώρα έχουμε πάρει έξοδο απ' τη μαλακία το μινιντίσκ και όχι απευθείας απ' την κονσόλα. Ορθόν;
    - Ορθότατον.
    - Γιατί;
    - Δεν έφτανε το καλώδιο.
    - Μά'στα
    . Και άμα τελειώσει η κασέτα του μινιντίσκ, σταματάει την ηχογράφηση αυτόματα. Καλά τα λέω;
    - Καλά τα λες.
    - Κι άμα η κασέτα τελειώσει πριν τελειώσει η συναυλία, εμείς θα συνεχίσουμε να έχουμε είσοδο στη δική μας κονσόλα ή θα πάρουμε τ' αρχίδια μας;
    - Ε... δεν ξέρω...
    - Ούτε γω ξέρω.
    - Καλά, άσ' το να γράφει για την ώρα, κι η Παναγιά η Δεκαεξακάναλη να 'ναι μαζί μας...

  2. - Ρε χαμένε, τι έχεις κάνει εδώ;
    - Τι; Τι;
    - Έχεις πανάρει το μάστερ όλο δεξιά! Τόση ώρα δεν εκπέμπουμε στέρεο, εκπέμπουμε δεξί κανάλι κανονικά κι αριστερό τίποτα!
    - Αμάν!
    - Διόρθωσέ το πριν έρθει η κυρία Σοφία, γιατί άμα πάρει χαμπάρι τι έκανες, ούτε η Παναγιά η Δεκαεξακάναλη δε σε σώζει. Θα σε πάει γαμιώντας μέχρι τον Υμηττό και θα σε κρεμάσει απ' την κεραία!
    - (γκουλπ)

Παναγιά Κανάλα Κύθνου.Τώρα και σε δεκαεξακάναλη βερσιόν για ταχύτατο delivery προσευχών στον Υψιστο (από GATZMAN, 22/11/10)Εικόνα με τίτλο "The Madonna of the media" (από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελικόπτερο της αστυνομίας.

Η Υπηρεσία Εναερίων Μέσων Ελληνικής Αστυνομίας διαθέτει, λέει, πέντε *μπατσόπτερα *(τρία BO-105 και δύο EC-135, αν ενδιαφέρεστε), τα οποία παίζουν το ρόλο εναέριου ρουφ. Δεν έχουν επιθετική χρησιμότητα, δεν περιέχουν μυδράλια και snipers, δε ρίχνουν δακρυγόνα, δεν κατεβάζουν αλεξιπτωτιστές και κομάντα, α, και δεν είναι μαύρα. Απλώς κόβουν βόλτες από ψηλά, βλέπουν, φωτογραφίζουν και μαγνητοσκοπούν κυρίως τα εξής:

  • όρη, ρουμάνια και χωριά που έχουν πολύ πράσινο
  • τύπους που πήραν τα λεφτά και τρέχουν
  • πορείες, συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες, μπάχαλα
  • τα Εξάρχεια, το Πολυτεχνείο, την Πανεπιστημιούπολη.
  1. «Το μπατσόπτερο είναι πάνω από ζωγράφου και κάνει βόλτες χαμηλά....say hello to the birdy!»
    (από indymedia)

  2. Έστειλαν πάλι τα ΕΚΑΜ
    άλλη μια διμοιρία.
    Καημένε Αποκόρωνα,
    δε σου 'μεινε φυτεία!
    (Ελλειπτικό σχήμα. Το μπατσόπτερο εδώ είναι πάνω απ' τον Αποκόρωνα, χο χο χο, σε καλό μας, γελάσαμε πάλι.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκομερίτικος χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν έχει καμία απολύτως αίσθηση της ποσότητας και του μέτρου (συχνά στα φαγώσιμα, αλλά όχι μόνο) και πάντα υπολογίζει - και αγοράζει ή παραγγέλνει - πολύ παραπάνω απ' όσο χρειάζεται.

Ο μπολμπολτζής θέλει να υπάρχει αφθονία. Όταν πάει για ψώνια, γυρίζει φορτωμένος με δεκαεφτά οικογενειακές συσκευασίες για κάθε είδος, αγνοώντας παντελώς τον παράγοντα «πού θα τα βάλουμε». Όταν πάει στη λαϊκή, γυρίζει με δέκα κιλά απ' το κάθε ζαρζαβατικό, αγνοώντας παντελώς τον παράγοντα «πότε θα τα φάμε». Αν χρειάζεται ένα κιλό χρώμα κι ένα πινέλο για να βάψει τα κάγκελα του μπαλκονιού, θα αγοράσει χρώματα και εργαλεία που φτάνουν για να βαφτεί ολόκληρο το Ολυμπιακό Στάδιο. Κι αν του πεις τίποτα, θα σου πει «ε, να βρίσκονται» ή «ε, να 'χουμε».

Ωστόσο, δεν πρόκειται τόσο για αρνητικό χαρακτηρισμό, όσο για πειραχτικό: ο μπολμπολτζής αποκλείεται να είναι τσιγγούνης και σφιχτοχέρης. Συνηθέστερα, όλο αυτό πάει πακέτο με το χουβαρνταλίκι. Και με τι καρδιά θα πεις κακιά κουβέντα για χουβαρντά άνθρωπο;

Ετυμ. > τουρκ. bol: πολύς, άφθονος (απ' όπου και το μπόλικος, βέβαια). Εις διπλούν, bol bol, είναι έκφραση που σημαίνει ακριβώς «μεγάλη αφθονία».

  1. - Ωραία τα σταφυλάκια, ε, γιαβρί μου; Πάρε, μπρε, μερικά μαζί σου, να 'χεις να τρατάρεις κανέναν άνθρωπο! Να σε γιομίσω μια σακουλίτσα, ε;
    - Άσε με, ρε μάνα, που θα φορτώνομαι σταφύλια κυριακάτικο!
    - Και τι να τα κάνω εγώ, πουλάκι μου; Είναι πολλά και θα χαλάσουνε, αμαρτία είναι! Αλλά ο πατέρας σου φταίει, που είναι μπολμπολτζής. Εγώ τον είπα να πάρει κάνα σταφυλάκι να βρίσκεται, που το τράβηξε η καρδιά μου, κι αυτός πήγε και μ' αγόρασε ολόκληρη κούφα! Να μη σε βάλω πεντέξι τσαμπιά;

  2. - Λοιπόν, για ορεκτικά λέω να πάρουμε τυροκροκέτες, τσιροσαλάτα, κολοκυθάκια και μελιτζάνες τηγανητές, τζατζικάκι, κολοκυθοκεφτέδες, σαρδελίτσες, τυροκαυτερή, μελιτζανοσαλάτα, ρώσικη, κιοφτεδάκια, γαρίδες κοκτέιλ, σαγανάκι, φέτα, τηγανιά, μπεκρή-μεζέ, μύδια και τρεις-τέσσερις μερίδες πατάτες. Και ουζάκι, βέβαια. Τώρα, για κύριο πιάτο...
    - Ώπα, ρε Ανανία! Τρία άτομα είμαστε, ποιος θα τα φάει όλα αυτά; Μα τι μπολμπολτζής που είσαι, βρε αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη slang των ηχοληπτών, φέτα είναι το τμήμα της κονσόλας ή του μίκτη που περιέχει τα όργανα ρύθμισης και τις συνδέσεις για ένα κανάλι ήχου. (Υπάρχουν κονσόλες οχτακάναλες, δεκαεξακάναλες και λοιπά – το track που λένε στα εγγλέζικα. Κάθε κανάλι και φέτα.)

Κατά κανόνα, σε κάθε κανάλι αντιστοιχούν ένα fader (γραμμικό ποτενσιόμετρο που ελέγχει την ένταση του ήχου), κάποιες βαθμίδες equalizer (κανείς δε λέει «ισοσταθμιστής»), ποτενσιόμετρο προενίσχυσης, διάφορα κουμπάκια (mute, groups, πανάρισμα, συμπίεση, ειδικά εφέ, κέρατα) και υποδοχές για τα βύσματα. Και επειδή όλα τούτα, όπως τα βλέπεις από πάνω, είναι στοιχισμένα κάθετα, έχει επικρατήσει η ονομασία φέτα.

Συνεκδοχικά, φέτα λέγεται και πιο συγκεκριμένα το fader, πιθανότατα επειδή χρησιμοποιείται συχνότερα από οτιδήποτε άλλο. (Βλ. παρ. 2β, 3.)

  1. Να ρε φίλε, αυτή είναι ραδιοφωνική κονσόλα της προκοπής! Οι φέτες είναι αποσπώμενες, κι άμα χαλάσει καμιά, τη βγάζεις χωρίς να κοπεί η ροή. Την πας για επισκευή, μετά την ξαναμοντάρεις κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ενώ με τη μαλακία το μίκτη που έχουμε εμείς, όποτε βγάζει πρόβλημα (και βγάζει πρόβλημα κάθε τρεις και λίγο), βγαίνουμε εκτός αέρα!

  2. — Δώσε προσοχή, νέος! Οι φέτες, όπως τις βλέπεις από αριστερά προς τα δεξιά, είναι: σιντί ένα, σιντί δύο, πικάπ ένα, πικάπ δύο, μινιντίσκ, πισί, υβριδιακό, μικρόφωνο ένα, μικρόφωνο δύο, μάστερ. Θα τα θυμάσαι, ρε όρνιο;
    — Μ.. μάλιστα, κυρία Σοφία.
    Κεριά και λιβάνια! Τα ποτενσιόμετρα δεν τα πειράζεις. Το μάστερ δεν το 'γγίζεις. Τις υπόλοιπες φέτες τις πας ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΜΕΣΗ για θα σε πάρει ο διάλος. Γκέγκε;
    — Μ.. μμ.. μμμάλιστα, κυρία Σοφία!

(σημ.: εδώ η πρώτη αναφορά σε φέτες δηλώνει τα κανάλια συνολικά, ενώ η δεύτερη δηλώνει μόνο τα fader)

  1. Ο Στράτος, που δούλευε εδώ παλιά, ήτανε τεχνικός με αρχίδια, μπορούσε να λύσει την κονσόλα και να την ξαναδέσει με κλειστά μάτια. Ενώ ο Μήτσος, που φέρανε τώρα, είναι αρχίδια τεχνικός. Μόνο ν' ανεβοκατεβάζει φέτες ξέρει. Κι αν στραβώσει κάτι, χαώνεται και βάζει τις φωνές ότι «κάποιος του πείραξε τις ρυθμίσεις». Άντε βγάλε άκρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύσχρηστος, ιδιότροπος, παράξενος.

Πιο συγκεκριμένα, το μπίζηλο αντικείμενο μπορεί να είναι:

1) περίπλοκο, που θέλει μανούβρα για να δουλέψει.
2) ζόρικο, που δεν παίρνει μπρος ή δεν ξεκολλάει αν δε βάλεις δύναμη.
3) άβολο, που δεν μπορείς να το κουμαντάρεις εύκολα λόγω διαστάσεων ή σχήματος.
4) λεπτεπίλεπτο, που θέλει ιδιαίτερη προσοχή για να μη χαλάσει.

Αντίστοιχα, ο μπίζηλος άνθρωπος μπορεί να είναι:

5) αλλόκοτος, sui generis και δε βγάζεις άκρη μ' αυτόν.
6) τσαμπουκαλεμένος και δεν τον κάνεις καλά εύκολα (άσε δε που δε σου κάθεται).
7) ασθενικός, μη μου άπτου και φοβάσαι να τον ζορίσεις μη σου πάθει τίποτα.

Άλλες μορφές: πίζηλος, πίζουλος, μπίζουλος.
Συνώνυμα: ζόρικος, τζαναμπέτικος.
Αντώνυμα: μανιτζέβελος, ματζόβολος.
Ετυμολογία: πιθανόν από το επίζηλος, βλ. τη συζήτηση εδώ.

  1. - Πήρα, που λες, ένα κρεβάτι απ' το ΙΚΕΑ σε κομμάτια, με τις οδηγίες χρήσης του, με το άλεν του, με απ' όλα. Ε, ακόμα κοιμάμαι στον καναπέ. Πολύ μπίζηλο πράμα, τρεις άνθρωποι μαζευτήκαμε και δε βγάλαμε άκρη πώς διάολο συναρμολογείται η μαλακία.

  2. - Άντε ρε μάστορα, ακόμα να τη φτιάξεις τη ρημάδα τη βρύση;
    - Είναι μπίζηλο, παιδάκι μου, (γκννν!) κι έχει κολλήσει (γκνννχ!), αλλά θα του δείξω εγώ (γκνννννννχ!) πώς γαμάει ο Πειραιάς!
    (η βρύση σπάει και τους κάνει όλους μουνί)

  3. (σε μετακόμιση)
    - Έλα, έλα, έλα...
    - Φέρ' το δεξιά!
    - Αριστερά πήγαινέ το!
    - Ελάτε και οι δύο πίσω, γιατί θα βρείτε!
    - Μα γαμώ το ξεσταύρι μου, ρε Κώστα, πώς τα πακέταρες έτσι τα πράγματά σου; Τι μπίζηλο κουτί είν' αυτό, δε χωράει πουθενά!

  4. - Τι σιχτίρ είν' αυτό πάνω στο κομοδίνο, ρε Τασία, με τη ρόδα και τα νερά και τα κέρατα;
    - Καταρράκτης, Γιώργο μου!
    - Ποιος ήρθε;
    - Φενγκ σούι είναι, Γιώργο μου! Χρειαζόμαστε τρεχούμενο νερό στα ανατολικά για να κόβει την πορεία των αρνητικών κυμάτων απ' τη γρουσούζα την κυρά-Μαρία απέναντι και... ΜΗ! Μην το πειράζεις! Θα χαλάσεις τη ροή!
    - Μπα πανάθεμά το, είναι που είναι κιτσαριό, είναι και μπίζηλο από πάνω! Πας καλά, ρε Τασία; Θα κοιμάμαι μ' αυτή τη μαλακία πάνω απ' το κεφάλι μου;

  5. - Ρε συ, αυτός ο Στέφανος τι καπνό φουμάρει; Πολύ μυστήριος μωρ' αδερφάκι μου... όλο μουρμουράει κάτι περίεργα και τους κοιτάει όλους με μισό μάτι. Στέκει;
    - Μωρέ στέκει, αλλά είναι μπίζηλος. Καρακοσμάρα, μη δίνεις σημασία.

  6. - Δε μου λες βρε Λίλιαν, ο Νίκος είναι γκέι;
    - Καλέ όχι, γιατί το λες αυτό;
    - Γιατί του την έπεσα στυγνά στο μπαρ και του 'κανα γκλίνγκι-γκλίνγκι τα κλειδιά του σπιτιού μπροστά στη μούρη του, κι αυτός, αντί να μ' ακολουθήσει με τη γλώσσα έξω, μου γύρισε πλάτη κι άρχισε να μιλάει με τον κολλητό του για την ΑΕΚ!
    - Α, ναι, είναι λίγο μπίζηλος. Του έχει καρφωθεί ότι μόνο οι άντρες κάνουν την πρώτη κίνηση και τσαμπουκαλεύεται - και καλά. Την επόμενη φορά, περίμενε μέχρι να φτάσει στο τέταρτο ποτό και να πάρει το γνωστό ηλίθιο ύφος. Μετά, τον κάνεις ό,τι θέλεις.
    - Ντεφά;
    - Αφού σε λέω...

  7. - Καλή ’ναι η κοπελιά ντου, μα μου φαίνεται πολλά μπίζηλο πράμα και το σκέφτομαι να την κάμω νύφη.
    (πάλι από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified