Το γνωστό ιερό βουνό των ταλιμπάν.

Με τόσα παρατράγουδα που σκάνε εκεί κάθε τόσο, μάλλον επιεικής είναι ο χαρακτηρισμός. (Sorry monks, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά ταλιμπανόχορτα).

Πήγε ο τύπος στο ναυάγιο όρος χωρίς σεντόνια και κονσέρβες. Δεν ήξερε, δεν ρώταγε;

Ό,τι απέμεινε από τον Μητσάρα (από Marco De Sade, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύκολη γκόμενα, το ξέκωλο. Αυτή που ανοίγει εύκολα τα μπούτια.

Από το ιταλικό ρήμα «trombare» = φουσκώνω, (στην αργκό) = γαμάω.

Κάνει ωραίους συνειρμούς και με το μουσικό όργανο. Αν παιζόταν γονατιστά, θα προερχόταν σίγουρα από αυτό.

- Πάρε το σοβαρό μωρό που περνάει.
- Σιγά την τρομπέτα!

να περάσουν οι 2 επόμενοι (από Marco De Sade, 14/03/09)Jazz καταστάσεις... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιό, σκουριασμένο αυτοκίνητο. 30ετίας και πάνω. Η ντροπή των δρόμων.

Άντε ρε, κάνε στην πάντα το σαπάκι να περάσουμε...

Στην άκρη, λούγκρες με τα καινούργια... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην χρηματιστηριακή αργκό: η μετοχή τρώω φόλα. Κυριακή χαρά, Δευτέρα λύπη. Το υψηλού κινδύνου κωλόχαρτο.

- Πήρα 10.000 τεμάχια Φουμαρέξ και σε μιά βδομάδα χάνω 60 %.
- Να το χαίρεσαι το σαπάκι που φορτώθηκες.

Χώστα όλα μάρκετ, μπάς και σώσουμε τίποτα... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Σχετικά κουβάς αλλά και μπιζνεσαίος, μαρίδα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε χώρα της οποίας οι ηγέτες κάνουνε τσιμπούκια σε ηγέτες μεγαλύτερων και ισχυρότερων χωρών. Το βασίλειο της διεθνούς φάπας. Η μπανανία. Το βλαχοδουκάτο.

(Δυστυχώς έχω και αυτό το κοπυράιτ)

(Από την «Μπαρμπουτιέρα»:)

... Οι πολιτικάντηδες του εδώ τσιμπουκιστάν παίρνουν την στοά των Βρυξελλών να ζητήσουν οδηγίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τεμπέλικη δουλειά. Το κοπριτιλίκι. Ο παράδεισος του Νεοέλληνα.

  2. Ο τεμπέλης αναφοράς (όπως λέμε «μουνί αναφοράς»). Αυτός που βαριέται ακόμα και να πάει ως την καφετέρια για να πιει καφέ και προτιμάει να του τον φέρνουν στον καναπέ. Είναι συγγενής του τηλεφάπα.

Αυτές οι μαμάδες φταίνε σχεδόν για όλα.

  1. Μαλάκα, μου βρήκε μια δουλειά ο νουνός μου, σκέτο καναπέ. Όλη την ημέρα κάθομαι και ξύνω τ' αρχίδια μου.

  2. Άντε ρε με τον καναπέ. Άμα τον πάρω αυτόν για συνεταίρο, πάει τό 'κλεισα το μαγαζάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεμπελιά. Το άραγμα. Η κατάσταση νιρβάνα του τεμπέλη (και όχι μόνο). Είναι ωραία να βγαίνεις πού και πού από την μπρίζα, μόνο που κακομαθαίνεις και αδειάζει και η πουτάνα η τσέπη.

Πέρασα ένα μηνάκι διακοπών σκέτο κοπριτιλίκι. Είχα σαπίσει από την τεμπελιά.

Το μπάρμπεκιου του κοπρίτη. (από Marco De Sade, 25/03/09)Είναι αυτό που λένε: "Πήρα δουλειά και για το γραφείο". (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεορασόπληκτος. Ο αποβλακωμένος τηλεθεατής. Ο τηλεφάπας. Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Λέγεται και τηλεμαστούρης.

Από το πρόθεμα τηλε- και την αγγλική λέξη junkie= εθισμένος, πρεζάκιας.

Η Μαρία είναι τηλετζάνκι. Για να βγεις ραντεβού μαζί της, πρέπει να έχει ποδόσφαιρο στα μισά κανάλια και μπάσκετ στα υπόλοιπα.

Τελειωμένος... (pop art) (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.

Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...

Από μικρός στα βάσανα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Γιά πελάτες που είναι γάτες... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Αυτός που βαριέται να μασάει μόνος του και λαμβάνει αλεσμένη τροφή από τις κατσίκες των καναλιών. Πάσχει από τις ασθένειες του τηλεκαρπαζοεισπράκτορα, καθώς και από κατινισμό βαριάς μορφής.

Ο τηλεφάπας είναι ο καλύτερος φίλος του εισαγγελάτου.

Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified