Αλλιώς η γερμανική, η αγγλική γλώσσα, κλπ.

  1. - Το μιλάς το εγγλέζικο;
    - Τσατ πατ, κάτι πιάνω.

  2. Στη Ρόδο:
    - Άσε τις γκόμενες επάνω μου, τό 'χω το γαλλικό.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει μια αύξηση μεν, εύθραυστη δε, η οποία γι' αυτό και διακωμωδείται.

Για την ορθή εννοιολογική του απόδοση, το λήμμα θα πρέπει κατά τη χρήση του να εκφέρεται συνεχόμενα, ως μια λέξη. Αποτελείται από μια προσαύξηση βαθμού του ποσοτικού επιρρήματος «πολύ», διανθισμένη όμως με τροπικό επίρρημα που παραπέμπει σε μείωση μάλλον παρά σε αύξηση, κάνοντας τους κλασσικούς φιλόλογους να κοκκινίζουν από θυμό.

Αν ζούσε η Πυθία θα ήταν η αγαπημένη της φράση.

Το μηχανικό ανάλογο σ' ένα αυτοκίνητο, είναι σαν να πατάς γκάζι και φρένο μαζί.

- Μωρό μου, μ' αγαπάς;
- Εντελώς παραπολύ;

(από iwn, 16/10/10)

βλ και εντελώς τελείως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται, σύμφωνα με βικιπαίδεια, απο την περσική λέξη sharbat (شربت) που σημαίνει ποτό με νερό και ζάχαρη.

Υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές της λέξης στα αραβικά και τουρκικά με παραπλήσιες η συναφείς ερμηνείες.

Σε μας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει:

  1. Εμφατικά, κατι το υπερβολικά γλυκό στη γεύση.
  2. Στο πληθυντικό αριθμό μπορει να σημαίνει έντονες και διαχυτικές ερωτοτροπίες.
  3. Σε περίπτωση γρονθοκόπησης, μαζί με το ρήμα παίρνω σημαίνει αιμορραγία.
  1. Θεσσαλονικιός:-αμάν βρε παιδάκι μου, πολυ ζάχαρη μ' έβαλες στον καφέ. Σερμπέτι τον έκανες.
  2. -καθίσανε λοιπόν οι δυο τους στο παγκάκι κι αρχίσανε τα σερμπέτια (τις γλύκες).
  3. -του τραβάει ενα μπουνίδι και τον πήρανε αμέσως τα σερμπέτια.

Got a better definition? Add it!

Published

Η προφανής κυριολεκτική σημασία του είναι οτι χαμηλώνω τη θερμοκρασία ενός ποτού προκειμένου να γίνει δροσερό, ρίπτοντας τεμάχια πάγου εντός του ή συντηρώ ενα τρόφιμο τοποθετώντας το σε επαφή με πάγο ή γενικότερα διατηρώ χαμηλή θερμοκρασία με τη χρήση πάγου.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια :

Κόβω τη φόρα σε κάποιον, κόβω τον τσαμπουκά, αναχαιτίζω, τον ψαρώνω, τον τρομοκρατώ, επιπλήττω με σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή.

1.Ο εργοδηγός προς στον προϊστάμενο: -θα σου στείλω στο γραφείο τον καινούργιο, που μας ήρθε πολυ τσαμπουκαλεμένος. Βάλτου λιγο πάγο, να στανιάρει.
2. Μεταξύ δικηγόρων: -ο εισαγγελέας, για αρχή, δεν τον παρέπεμψε, μόνο πάγο του 'βαλε.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η Δημοτική Ελληνική Γλώσσα. Έτσι αποκαλούνταν η Δημοτική Γλώσσα κοροϊδευτικά, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ιδιαίτερα όταν κάποιος αναφερόταν με ιδιαίτερα "λαϊκό" τρόπο η χρησιμοποιώντας άκρα λαϊκό λεξιλόγιο και εκφράσεις μέχρι χυδαιότητας, για εξευγενισμένα η μη ζητήματα. Ο χρήστης του όρου συνήθως προηγουμένως φρόντιζε να μας ενημερώσει περιγραφικά με έναν πιο κόσμιο (καθαρευουσιάνικο) τρόπο πριν την απόδοσή του στην ... "μαλλιαρή".

ο αφηγητής:-Τότε λοιπόν τον απέπεμψε σκαιώς και για να το πούμε και στη "μαλλιαρή", τον έστειλε στο διάολο.

Got a better definition? Add it!

Published

Α.Η έκφραση σημαίνει, με δόση αυτοσαρκασμού, ότι είμαι τόσο ταλαιπωρημένος, καταπονημένος και καταβεβλημένος από ασθένειες η κακουχίες, ώστε προβλέπω ότι σύντομα θα αποδημήσω εις Κύριον.

Β. Επίσης από κάποιον που αποχωρεί έπειτα από αρκετό χρόνο παραμονης του σε κάποια θέση.

Γ. Γενικώς σημαίνει κάποια μόνιμη και διαρκή αποχώρηση από κάποια δραστηριότητα που διήρκησε αρκετό χρονικό διάστημα και περιείχε πολλές περιπέτειες και εμπειρίες.

Προέρχεται από την στράτευση. Ο προς απόλυση φαντάρος θα πρέπει να παραδώσει τον εξοπλισμό του, συλλέγοντας υπογραφές, από τους αντίστοιχους αρμόδιους της στρατιωτικής υπηρεσίας, που θα βεβαιώνουν ότι δεν οφείλει κάτι προς επιστροφή από το υλικό, οπλισμό η ιματισμό που χρεώθηκε κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Στη συνέχεια εκδίδεται το φύλλο πορείας της απόλυσής του ώστε να αποχωρήσει και να αποχαιρετήσει τον στρατό.

1-Τι να σου λέω καλέ γειτόνισσα, πριν τρία χρόνια πέρασα μια μεγάλη αρρώστια, ήμουνα πολύ χάλια, "μάζευα υπογραφές".

  1. ΕΡ- Πότε βγαίνεις στη σύνταξη? ΑΠ-Κοντεύω , μαζεύω υπογραφές.

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά είναι o εντελώς αφρόντιστος, ατημέλητος. Όμως με την εξασύλλαβη έμμετρη σύνθετη αυτή λέξη, που τη λες και γεμίζει το στόμα σου, περιγράφεται-χαρακτηρίζεται γλαφυρά, χορταστικά, έντονα απαξιωτικά και με έμφαση και ο τιποτένιος, ο κουρελής, ο κακομοίρης, ο αποτυχημένος, ο περιθωριακός, ο προβληματικός κλπ.

2 μόρτισσες συζητούν:- Τι να σου λέω φιλενάδα? πήγα τις προάλλες στον χορό που λέγαμε, μπας και βρω κάναν άντρα της προκοπής, αλλά μόνο κάτι ξεπαρταλιασμένοι ήσαν εκεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός μιας κατάστασης έκρυθμης, η μάχης, η καυγά, αλλιώς η αναταραχή, η αναμπουμπούλα, ο πανικός, η σύγχυση, η φασαρία με φωνές, ποδοβολητά, κραυγές, οιμωγές.

Μέσ στον πανικό και την αντάρα δεν πήρα χαμπάρι για πότε μου ξάφρισε κάποιος το πορτοφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ή και Αρσακλί. Έτσι λέγονταν από τους Οθωμανούς και λέγεται ακόμα από παλιούς (αλλά και νεότερους) η περιοχή Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Προέρχεται από το τούρκικο ak:λευκό και το sakal:γενειάδα. Ο ak-sakalli λοιπόν είναι αυτός που έχει λευκή γενειάδα, ένας σεβάσμιος γέροντας δηλαδή. Στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου ο Ακσακάλ είναι κάτι σαν τον σοφό ηγέτη της κοινότητας και έχει αρμοδιότητες δικαστή. Υπάρχει και χωριό Ακσακάλ στην Ανατολική Θράκη.

Στη παρέα: -Ρε σεις, δε πάμε κατά το Αρσακλή, να φάμε 'κανα τρίγωνο?

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε με έκπληξη ή θαυμασμό ή απορία κάτι το σπάνιο, το εξαιρετικό, το παράταιρο, το μοναδικό, το αξιοθαύμαστο. Συνοδεύεται απαρέγκλιτα στη συνεχεία με το "δεν είδα" το οποίο αναφέρεται στο περί ου ο λόγος γεγονός, αντικείμενο η κατάσταση. Παρόμοιες εκφράσεις: "τόσα χρόνια βαρελάς ...τέτοιο πάτο δεν ξανάδα" επίσης "Σαράντα χρόνια φούρναρης ...έχω ψήσει"

(από παροιμία) : "είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα"

Got a better definition? Add it!

Published